Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Ιουν 16 2025

Ισραήλ-Ιράν: Τα μεγάλα ερωτήματα του πολέμου, η προπαγάνδα και η θέση της Ελλάδας

Ισραήλ-Ιράν: Τα μεγάλα ερωτήματα του πολέμου, η προπαγάνδα και η θέση της Ελλάδας

Μετά από τρεις «γεμάτες» μέρες εχθροπραξιών στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, η έντονη προπαγάνδα που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες συρράξεις, εντός και εκτός κοινωνικών δικτύων (σε συνδυασμό με τη στρατιωτική λογοκρισία των δύο χωρών), δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη διαμόρφωση ισοζυγίου και την τροχιά των εξελίξεων στο επόμενο διάστημα.

Θα είναι χρήσιμο ωστόσο να γίνει κατανοητό ότι το Ιράν είναι μια τεράστια χώρα, 2,73 φορές μεγαλύτερη σε έκταση από την Ουκρανία (τη δεύτερη σε μέγεθος χώρα της Ευρώπης, μετά τη Ρωσία) και έχει περίπου 87 εκατ. πληθυσμό, ενώ το Ισραήλ είναι μια μικρή χώρα, πολύ μικρότερη σε σχέση με την Ελλάδα και με μόλις 9,3 εκατ. πληθυσμό.

Ακόμη δε και εν μέσω σκληρών κυρώσεων, η οικονομία του Ιράν σε όρους ισότιμης αγοραστικής δύναμης (PPP) είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή του Ισραήλ. Πρόκειται για παράγοντες στρατηγικής σημασίας στο πλαίσιο ενός παρατεταμένου πολέμου, που δεν πρέπει να αγνοούνται.

Επιπρόσθετα, οι δύο χώρες δεν έχουν κοινά σύνορα, ενώ η ελάχιστη απόσταση σε ευθεία γραμμή μεταξύ των συνόρων τους (ανάμεσα στα οποία μεσολαβούν χώρες όπως η Ιορδανία και το Ιράκ) είναι περίπου 1.000 χιλιόμετρα. Αντίστοιχα, η απόσταση πάλι σε ευθεία γραμμή (από αέρος) μεταξύ του Τελ Αβίβ και της Τεχεράνης είναι περίπου 1.600 χιλιόμετρα, ενώ η ίδια απόσταση οδικώς φτάνει τα 2.400 χιλιόμετρα.

Εν ολίγοις, πρόκειται για έναν πόλεμο «μακράς ακτίνας δράσης» που, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ, μέσα στο έδαφος του Ιράν, διεξάγεται σχεδόν αποκλειστικά με εναέρια μέσα μεγάλης εμβέλειας (αεροπλάνα, βαλλιστικούς πυραύλους, drones κ.λπ.), απέναντι στις αντιαεροπορικές δυνάμεις του αντιπάλου.

Έως τώρα φαίνεται ότι και οι δύο χώρες έχουν τη δυνατότητα να επιφέρουν σημαντικά πλήγματα, εκμεταλλευόμενες τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Η αντοχή τους παραμένει άγνωστη. Το «βάθος» του οπλοστασίου βαλλιστικών πυραύλων και άλλων μέσων του Ιράν μένει να διαπιστωθεί στην πορεία των επιχειρήσεων, όπως και οι δυνατότητες του Ισραήλ να συνεχίσει στον ίδιο ρυθμό αεροπορικών επιχειρήσεων και έντασης αεράμυνας.

Τέτοιου είδους επιχειρήσεις, όμως, σπανίως καταλήγουν σε ολοκληρωτική παράδοση του αντιπάλου, ενώ στην περίπτωση του Ιράν είναι γενικά παραδεκτό ότι ούτε οι ΗΠΑ με την υποστήριξη κάποιων συμμάχων θα αποτολμούσαν μια οργανωμένη εισβολή, λόγω του μεγέθους αλλά και της γεωγραφίας της συγκεκριμένης χώρας.

Η αίσθηση άλλωστε ότι το Ιράν «είναι μόνο του» και ότι ειδικά σε περίπτωση εμπλοκής των ΗΠΑ δεν θα υπήρχε έμμεση ανάμιξη από άλλες χώρες όπως το Πακιστάν, η Κίνα, η Ρωσία, καθώς και αραβικές χώρες, είναι επικίνδυνα απλουστευτική.

Τα μεγάλα ερωτήματα του πολέμου

Το πρώτο μεγάλο ερώτημα που προκύπτει, είναι γιατί το Ισραήλ ξεκίνησε έναν πόλεμο με το Ιράν, τη συγκεκριμένη στιγμή. Η «επίσημη» απάντηση, ότι το έπραξε για να καταστρέψει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, διότι αποτελούσε «άμεση και υπαρξιακή απειλή», δεν φαίνεται ιδιαίτερα αληθοφανής.

Πρώτον, διότι δεν μπορεί χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ να επιφέρει σημαντική ζημία στο συγκεκριμένο πρόγραμμα (ενδεχομένως ούτε με αυτή) και δεύτερον, διότι η αποδυνάμωση των συμβατικών δυνατοτήτων του Ιράν (που ξεκίνησε με την αποδρομή των δικτύων του στον Λίβανο και στη Συρία) διακινδυνεύει να ατσαλώσει τη θέλησή του να αποκτήσει και αυτό πυρηνικά όπλα.

Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι μόλις δυόμισι μήνες νωρίτερα, η «τσαρίνα» των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών Τούλσι Γκάμπαρντ ενημέρωνε επισήμως τη Γερουσία ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως το Ιράν διεξάγει πρόγραμμα πυρηνικών όπλων ή ότι ο ανώτατος ηγέτης του έχει δώσει εντολή για συνέχιση του προγράμματος που διακόπηκε το 2003, όπως φαίνεται στο ακόλουθο βίντεο:

Αυτό λοιπόν που προκύπτει από τα μέχρι τώρα στοιχεία είναι ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου προχώρησε σε ένα εξαιρετικά ριψοκίνδυνο εγχείρημα, εκμεταλλευόμενη τη συγκυριακή αδυναμία του Ιράν, προκειμένου:

  • Σε πρώτη φάση, να πλήξει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, να εξουδετερώσει μέρος της στρατιωτικής ηγεσίας του, να χτυπήσει πολύτιμους λοιπούς στόχους και να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα την προσπάθεια ανατροπής του υφιστάμενου καθεστώτος που συνεχίζεται με ένταση.
  • Σε δεύτερη φάση, να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες στη σύρραξη με στόχο (και) την αποτελεσματική προσβολή στρατηγικών στόχων ή εναλλακτικά να σύρει το Ιράν σε ουσιαστικότερη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ.
  • Να τραβήξει την παγκόσμια προσοχή από το θέμα της Γάζας, αλλά και να ενισχύσει τη θέση της κυβέρνησης στο εσωτερικό του Ισραήλ.

Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται αυτή τη στιγμή αρνητικός απέναντι στο ενδεχόμενο άμεσης εμπλοκής των ΗΠΑ σε επιθετικές επιχειρήσεις, παρά τις πιέσεις ακόμη και από το εσωτερικό της παράταξής του και τα αιτήματα από την πλευρά του Ισραήλ.

Δείχνει ότι προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της πολιτικά και γεωπολιτικά αδήριτης ανάγκης να προστατευτεί το Ισραήλ (παρά τις «αταξίες» του Νετανιάχου) και της ευρύτερης πολιτικής του να εντάξει το Ισραήλ στο σχέδιο ενσωμάτωσης στην αμερικανική πολιτική, πολλών αραβικών κρατών, ιδίως στον Κόλπο.

Εάν η στάση αυτή δεν αλλάξει, ο χρόνος θα αυξήσει την παρεμβατικότητά του απέναντι στον Νετανιάχου, καθώς η ανάλωση πολεμοφοδίων από την πλευρά του Ισραήλ αυξάνει προοδευτικά, αλλά με ταχείς ρυθμούς, την εξάρτησή του από τις ΗΠΑ.

Το Ιράν φαίνεται να κατανοεί αυτή τη συνθήκη και παρά τους βερμπαλισμούς έχει αποφύγει ως τώρα οποιοδήποτε πλήγμα εναντίον αμερικανικών στόχων. Το καθεστώς αντιλαμβάνεται ότι έχει βρεθεί σε φάση αδυναμίας, έχοντας χάσει μεγάλο μέρος της ισχύος του σε γειτονικές χώρες, τις οποίες χρησιμοποιούσε ως προπύργιο ενάντια στο Ισραήλ, αλλά και σημαντικό μέρος της αποτρεπτικής του ισχύος, ενώ η εσωτερική του ασφάλεια αποδείχτηκε «σουρωτήρι».

Η δυσχερής θέση του Ιράν και το χειρότερο σενάριο

Στην πράξη, η συνεχιζόμενη ανταλλαγή εχθροπραξιών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν δεν μπορεί να έχει αποφασιστικά στρατηγικά αποτελέσματα για την ηγεσία της Τεχεράνης, που χρειάζεται χρόνο για να γλείψει τα τραύματά της.

Κατά συνέπεια, στον βαθμό που δεν θα αποφασίσουν να εμπλακούν άμεσα οι ΗΠΑ, το πιο επικίνδυνο αλλά όχι και πιο πιθανό σενάριο είναι η συνεχιζόμενη μακροχρόνια ανταλλαγή πληγμάτων, που θα επιφέρει μεγάλες καταστροφές και στις δύο χώρες, ιδίως αν συνεχιστούν οι κρούσεις σε ενεργειακές υποδομές ή επεκταθούν και σε άλλους τομείς, όπως τα εργοστάσια αφαλάτωσης στο Ισραήλ, με αποκλεισμό και των στενών του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο, που αποτελεί έσχατο «όπλο» του Ιράν.

Τέτοιου είδους εξελίξεις, ωστόσο, αντιβαίνουν στα συμφέροντα σχεδόν όλων των μεγάλων δυνάμεων, για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους.

Το Ιράν είναι βασικός προμηθευτής της Κίνας με πετρέλαιο, από τα στενά του Περσικού Κόλπου περνά μεγάλο ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ η αύξηση των τιμών θα είχε δυσμενή αποτελέσματα κυρίως για την Ευρώπη, αλλά και για τις ΗΠΑ, σε μια περίοδο σημαντικών κραδασμών στην παγκόσμια οικονομία.

Η μόνη που θα είχε θεωρητικά βραχυπρόθεσμο όφελος θα ήταν η Ρωσία, λόγω της ανόδου των τιμών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ωστόσο ως τώρα δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι καλλιεργεί αυτό το σενάριο.

Ίσως το πιο επικίνδυνο στην όλη υπόθεση αφορά την αντίληψη περί αποτροπής και υπεροχής που επικρατεί στις δύο χώρες της Μέσης Ανατολής.

Για το Ισραήλ, μια μικρή χώρα χωρίς καθόλου στρατηγικό βάθος, τα πυρηνικά όπλα που (σιωπηρώς) διαθέτει αποτελούν έσχατη, ίσως και αμφίβολης χρησιμότητας λύση. Η στρατηγική αποτροπής του στηριζόταν επί δεκαετίες στην αίσθηση ότι είναι «άτρωτο» λόγω συμβατικής, τεχνολογικής και πληροφοριακής υπεροχής, η οποία όμως θρυμματίστηκε με τα τραγικά συμβάντα της ανεμπόδιστης επιδρομής της Χαμάς στο έδαφός του.

Έκτοτε προσπαθεί -με σημαντική επιτυχία- να την αποκαταστήσει, στην πορεία όμως εμφανίζονται και τα κενά στον αντιαεροπορικό του θόλο, που αποτελούσε το διαμάντι του στέμματος στην πυραυλική αποτροπή. Αποδεικνύεται ισχυρός αλλά κατά καμία έννοια αδιαπέραστος.

Από την πλευρά του, το καθεστώς του Ιράν έχει λόγους να φοβάται ότι η μείωση της ισχύος του ως περιφερειακής δύναμης και βασικού αντιπάλου του Ισραήλ ενέχει σοβαρούς κινδύνους για περαιτέρω μείωση της επιρροής του, αλλά και τα σπέρματα τυχόν ανατροπής του.

Αμφότερες λοιπόν οι πλευρές θα θελήσουν να βγουν «με ψηλά το κεφάλι» σώζοντας τα προσχήματα, σημείο στο οποίο θα παίξει κρίσιμο ρόλο στο αμέσως επόμενο διάστημα η διεθνής διπλωματία, κυρίως με τις τρεις υπερδυνάμεις, προκειμένου να αποφευχθεί η διολίσθηση στο χειρότερο σενάριο.

Τα πυρηνικά, το Πακιστάν, η Τουρκία και η θέση της Ελλάδας

Ένας από τους λόγους, αν όχι ο κυριότερος, που ο πρόεδρος Μπους πατήρ σταμάτησε τον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο χωρίς να ρίξει τον Σαντάμ ήταν ότι ήθελε να διατηρήσει το αντίβαρο του Ιράκ απέναντι στο Ιράν. Ο γιος του αποδείχτηκε πολύ λιγότερο σοφός, με αποτέλεσμα το Ιράν να αποκτήσει μεγάλη επιρροή στο Ιράκ και άλλες χώρες της περιοχής.

Σήμερα, τυχόν περαιτέρω αποσταθεροποίηση του Ιράν είναι πιθανό να έχει τα δυσάρεστα αποτελέσματα που είχαν προηγούμενες προσπάθειες αλλαγής καθεστώτος, από τη Λιβύη ως τη Συρία και το Ιράκ, όπου οι «διάδοχες καταστάσεις» αποδείχτηκαν χειρότερες από τις προηγούμενες. Αλλά και η οπισθοχώρηση του σιιτικού φονταμενταλισμού που εκφράζει το Ιράν, μέσω τυχόν περιθωριοποίησής του, θα έχει ως αποτέλεσμα, με τους σημερινούς συσχετισμούς, την ανάδειξη της (σουνιτικής) Τουρκίας σε βασικότερη δύναμη της ευρύτερης περιοχής, για λόγους πληθυσμιακούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς.

Κάτι που θα είχε πολυδιάστατες επιπτώσεις για τους συσχετισμούς με την Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και στην αντίληψη των συμμάχων μας στη Δύση για τη γεωπολιτική σημασία της.

Σε σχέση δε με την παγκόσμια αντίδραση στην προοπτική να αποκτήσει πυρηνικά όπλα το Ιράν, καθότι ισλαμικό και με θεοκρατικό καθεστώς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η Τουρκία (που έχει εκδηλώσει αντίστοιχες προθέσεις στο παρελθόν, με δηλώσεις Ερντογάν), όσο και το Πακιστάν (η μόνη μουσουλμανική χώρα που διαθέτει ήδη πυρηνικά όπλα), παρακολουθούν πολύ στενά τις εξελίξεις.

Τυχόν απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν θα άνοιγε διάπλατα την πόρτα για αντίστοιχες βλέψεις της Τουρκίας, απέναντι τόσο στο Ισραήλ όσο και στο Ιράν. Από την άλλη πλευρά, το Πακιστάν έχει λόγους να αισθάνεται ότι η πίεση ενάντια στο Ιράν αποτελεί ενδεχομένως ένα πρώτο στάδιο για την άσκηση ασφυκτικού ελέγχου στα δικά του πυρηνικά όπλα. Τα οποία θεωρούνται «πονοκέφαλος» για τις ΗΠΑ (ως προς το ενδεχόμενο να καταλήξουν στα χέρια φανατικών ισλαμιστών) εδώ και δεκαετίες.

Το παράδοξο ότι απέκτησε πυρηνικά όπλα η Βόρεια Κορέα, όχι όμως μια τουλάχιστον εξίσου προηγμένη επιστημονικά και τεχνολογικά χώρα, όπως το Ιράν, με πολύ μεγαλύτερους πόρους και πληθυσμό, δείχνει ότι με την εξαίρεση του Πακιστάν (που έχει απέναντί του την επίσης εξοπλισμένη με πυρηνικά και πολύ μεγαλύτερη Ινδία) έχει υπάρξει ένα διεθνές «κορδόνι ασφαλείας» απέναντι στην απόκτηση πυρηνικών από μουσουλμανικές χώρες.

Το κατά πόσον θα διατηρηθεί, όμως, είναι αμφίβολο.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

v