Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ευθύνες στον Χ. Γεωργιάδη δείχνει το πόρισμα για Συνεργατική

Στην έκθεση 844 σελίδων αναφέρεται ότι ο μεγάλος υπεύθυνος για την καταστροφική πορεία του Συνεργατισμού από το 2014 και μετέπειτα ήταν ο Υπουργός Οικονομικών.

Ευθύνες στον Χ. Γεωργιάδη δείχνει το πόρισμα για Συνεργατική

Βαριές ευθύνες στον υπουργό οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη για την κατάρρευση του Συνεργατισμού, δείχνει το πόρισμα για τα αίτια κατάρρευσης του Συνεργατισμού που δημοσιοποιήθηκε ενώ ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες προκύπτουν για τον γενικό διευθυντή Νικόλα Χατζηγιάννη.

Στην έκθεση 844 σελίδων αναφέρεται ότι ο μεγάλος υπεύθυνος για την καταστροφική πορεία του Συνεργατισμού από το 2014 και μετέπειτα ήταν ο Υπουργός Οικονομικών.

«Οι ευθύνες του Υπουργού Οικονομικών υπήρξαν βαρύτατες για την κατάρρευση του ΣΠΤ. Μπορούμε να πούμε ότι είναι κατ’ αναλογία παρόμοιες με τις ευθύνες του όποιου μεγαλομετόχου ιδιωτικής εταιρείας, η οποία καταλήγει σε διάλυση λόγω κακοδιαχείρισης του ιδίου», αναφέρεται.

«Ήταν ο εκπρόσωπος του κράτους και συμμετείχε στην διαμόρφωση της στρατηγικής της ΣΚΤ. Είχε επίσης την κύρια, αν όχι την αποκλειστική ευθύνη να παρακολουθεί αν η πορεία του ΣΠΤ ήταν σύμφωνη με τις δεσμεύσεις τις οποίες είχε αναλάβει η Κυπριακή Δημοκρατία. Είχε ή θα έπρεπε να έχει την απόλυτη ευθύνη όσων τεκταίνονταν στην ΣΚΤ. Είχε τον κύριο λόγο στην επιλογή των κατάλληλων μελών της Επιτροπείας της ΣΚΤ με δικαίωμα διορισμού και παύσης τους αν αποδεικνύονταν ανεπαρκείς.

Η δικαιολογία του ότι εγκρίνονταν τελικά από τους επόπτες και ήταν ευθύνη τους αν θα συνέχιζαν να παραμένουν ή όχι σαν μέλη της Επιτροπείας είναι επιφανειακή. Είναι ο ιδιοκτήτης ο οποίος είχε την ύστατη ευθύνη αν η επιχείρηση του θα επιβιώσει ή όχι. Θυμίζουμε δε ότι δε δίστασε να ζητήσει την παύση ικανών μελών της Επιτροπείας τα οποία ασκούσαν κριτική σε αποφάσεις κυρίως της Ανώτερης Διεύθυνσης ή της πλειοψηφίας της Επιτροπείας», σημειώνεται.

Όπως αναφέρεται, ο κ. Γεωργιάδης άμεσα ή έμμεσα ευθυνόταν και για την καταλληλότητα και ικανότητα των ανώτατων διευθυντικών στελεχών της Τράπεζας. Παρόλον ότι η ευθύνη διορισμού τους δεν ήταν κατά τρόπον άμεσον δική του, όφειλε να παρακολουθεί και να γνωρίζει τις επιδόσεις τους. Και μιλούμε ειδικότερα γι’ αυτές του Γενικού Διευθυντή. Αν διαπίστωνε την ακαταλληλότητα τους, είχε την εξουσία να υποδείξει στην Επιτροπεία να λάβει μέτρα αντικατάστασης τους. «Η επιλογή του κ. Χατζηγιάννη δεν ήταν, ό,τι καλύτερο για την ΣΚΤ. Η απομάκρυνση του όμως από τον Υπουργό Οικονομικών δεν ήταν εύκολη απόφαση λόγω της στενής φιλικής τους σχέσης», προστίθεται.

Επισημαίνεται ότι ο υπουργός οικονομικών είχε από πολύ ενωρίς επανειλημμένες και μερικές φορές αυστηρές προειδοποιήσεις, τόσο από τους επόπτες στην Κύπρο, όσο και κυρίως από τους ευρωπαίους επόπτες, για την πολύ πτωχή και αδύνατη εταιρική διακυβέρνηση της ΣΚΤ. «Ουδέν όμως έπραξε. Δεν έχουμε μαρτυρία ενώπιον μας ούτε για μια έστω προειδοποίηση την οποίαν τους έδωσε όπως βελτιώσουν τις επιδόσεις τους, Επιτροπεία και Διεύθυνση, ή ακόμη προειδοποίηση ότι θα προχωρήσει σε αντικατάσταση τους. Τους άφησε να συνεχίζουν την κακοδιαχείριση και την αδιέξοδη πορεία τους».

Ο Υπουργός Οικονομικών είχε ενημέρωση πάνω σε πολύ τακτές προθεσμίες με σημειώματα, τα οποία ετοίμαζε ο εκπρόσωπος του στη ΣΚΤ, ο οποίος και παρακάθετο στις συνεδρίες της Επιτροπείας. «Γνώριζε επομένως από πρώτο χέρι τη διαχείριση της Τράπεζας και τις αποφάσεις της για τα καίρια θέματα, τα οποία την απασχολούσαν.

Μείωση των ΜΕΧ, πρόσληψη προσωπικού, αποφάσεις περί δαπανών. Αν η ενημέρωση που είχε δεν ήταν η δέουσα και ερχόταν σε σύγκρουση με όσα τον ενημέρωναν οι επόπτες, τότε η ευθύνη του έγκειται στο γεγονός ότι διατήρησε κάποιον σαν εκπρόσωπο του στην Τράπεζα, ο οποίος δεν του παρείχε ορθή και ικανοποιητική ενημέρωση».

«Είναι μεγάλη η ευθύνη του Υπουργού Οικονομικών για την λανθασμένη πορεία την οποία έλαβε η διαδικασία αποκρατικοποίησης. Η εμμονή του στην πρόταση για παραχώρηση δωρεάν μετοχών προκάλεσε την εντονότατη αντίδραση των ευρωπαίων ιδιαίτερα εποπτών (παρακάμπτουμε τις αντιδράσεις πολλών υπευθύνων φορέων στην Κύπρο, τις οποίες αναφέραμε πιο πάνω). Αντιδράσεις οι οποίες εκδηλώθηκαν με ποικίλους τρόπους, αλλά άφησαν αδιάφορο τον Υπουργό Οικονομικών.

Είναι δε ενδεικτικό του τρόπου που τους αντιμετώπιζε αυτό που δήλωσε στην ενώπιον μας κατάθεση του, ότι οι επόπτες δεν έχουν δικαίωμα να πουν στον μέτοχο τι θα κάμει τις μετοχές του. Η ευθύνη του μεγεθύνεται από το γεγονός ότι ένεκα της λανθασμένης πορείας προς αποκρατικοποίηση, οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές έχασαν κάθε εμπιστοσύνη και ελπίδα ότι η ΣΚΤ μπορούσε να ανακάμψει. Πρόσθεσαν στις κακές επιδόσεις στην εταιρική διακυβέρνηση και στην αδυναμία μείωσης των ΜΕΧ και την κακή προοπτική αποκρατικοποίησης.

Αποφάσισαν την διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου, ο οποίος διέκοψε την ομαλή πορεία αποκρατικοποίησης. Τους οδήγησε στο τέλος στην επιβολή ακραίων λύσεων. Ή την διάλυση ή την πώληση. Τελικά μεθοδεύτηκε η πώληση προς αποφυγήν της χειρότερης λύσης της άτακτης διάλυσης».

Για τον κ. Γεωργιάδη, επισημαίνεται ότι διορίσθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και παρέμεινε στο Υπουργικό του Συμβούλιο όχι μόνον μετά τον Σεπτέμβρη του 2017 όταν πλέον ο Πρόεδρος έλαβε γνώσιν μετά την συνάντηση του με την κα. Γιωρκάτζη για δυσάρεστες εξελίξεις που επέρχονται. Διατηρήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο και μετά τον Ιανουάριο του 2018 παρά το γεγονός ότι η Διοικητής κατέστησε σαφές ότι ο ΣΠΤ έβαινε προς καταστροφικές εξελίξεις με απρόβλεπτες συνέπειες για την οικονομία ευρύτερα.

«Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φέρει κάποια ευθύνη για τα όσα οδηγούσαν στην εσπευσμένη πώληση μέρους της ΣΚΤ στην Ελληνική Τράπεζα είναι γιατί διατήρησε στο Υπουργείο Οικονομικών πρόσωπο το οποίο για μία περίοδο πέραν των τεσσάρων ετών δεν κατόρθωσε να οδηγήσει τον ΣΠΤ έξω από την καταστροφική πορεία που εν γνώσει του ακολούθησε. Η απομάκρυνση του κ. Γεωργιάδη από το Υπουργείο Οικονομικών έστω και καθυστερημένα ενδεχόμενα να έδιδε στο ΣΠΤ μια άλλη προοπτική μακριά από τις παλινωδίες, τις εμμονές για διατήρηση μη ικανών διευθυντικών στελεχών στην ΣΚΤ και αδυναμία αντίληψης των κινδύνων στους οποίους οι πολιτικές του με βεβαιότητα οδηγούσαν».

Δεν ενημέρωνε τον Πρόεδρο

Όπως σημειώνεται στο πόρισμα, ο Υπουργός Οικονομικών παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις του δεν κρατούσε ενήμερο, ούτε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε το Υπουργικό Συμβούλιο για τα χρονίζοντα προβλήματα, τα οποία ο ίδιος καλώς εγνώριζε μέσα από την ενημέρωση που ιδιαίτερα είχε από τις εποπτικές αρχές.

«Η πολιτική ευθύνη για την κατάρρευση του ΣΠΤ και ιδιαίτερα η εξαφάνιση της ΣΚΤ, οφείλεται στους λανθασμένους χειρισμούς και αποφάσεις ή παραλείψεις του Υπουργού Οικονομικών. Δεν έχουμε εντοπίσει πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου, τα οποία ν’ αποκαλύπτουν μια τέτοια ενημέρωση ακόμη και όταν ο ΣΠΤ διερχόταν μέσα από σοβαρές κρίσεις. Άφηνε την κατάσταση να την χειρίζεται ο ίδιος κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν», τονίζεται.

Επισημαίνεται ότι δεν υπήρχε θεσμοθετημένη διαδικασία ενημέρωσης του Προέδρου και του Υπουργικού Συμβουλίου επί τακτικής βάσης για την πορεία του ΣΠΤ.

Κατά την Επιτροπή, η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα (ΣΚΤ) και η κυπριακή κυβέρνηση απέτυχαν σε τρεις βασικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν έναντι της ΕΕ (λόγω των όρων που τέθηκαν για την κρατική ενίσχυση). Πρόκειται για την καλή εταιρική διακυβέρνηση, τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) και την ορθή διαχείριση των λειτουργικών εξόδων του ΣΠΤ, με τις δύο τελευταίες δεσμεύσεις να εξαρτώνται από τη δέσμευση για την καλή εταιρική διακυβέρνηση.

Σε σχέση με την πρόσληψη του κ. Χατζηγιάννη, η Ερευνητική Επιτροπή διαπιστώνει τις αδιαφανείς διαδικασίες διορισμού του κ. Χατζηγιάννη.

Ευθύνες Χατζηγιάννη

Όσον αφορά τον Νικόλα Χατζηγιάννη, σημειώνεται ότι φέρει τεράστια ευθύνη για την τελική κατάληξη του ΣΠΤ και ειδικότερα της ΣΚΤ.

«Αποδείχθηκε πολύ κατώτερος των περιστάσεων. Απότυχε πλήρως στο να διευθύνει με σωφροσύνη την Τράπεζα ώστε να υπάρξει μείωση των ΜΕΧ και μείωση των λειτουργικών εξόδων της Τράπεζας, δύο στόχοι οι οποίοι με βάση τους όρους αναδιάρθρωσης έπρεπε οπωσδήποτε να επιτευχθούν για να έχει η Τράπεζα προοπτική επιβίωσης. Παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις των εποπτικών αρχών, τόσο της ΚΤΚ όσο και του ΕΕΜ για τα πιο πάνω βασικά θέματα ο Γενικός Διευθυντής επέδειξε αμέλεια και ανικανότητα να τ’ αντιμετωπίσει. Στο μεν θέμα της μείωσης των ΜΕΧ απότυχε να αναθέσει την διαχείριση τους σε ικανά στελέχη της Τράπεζας και παρέλειψε ν’ αντικαταστήσει αυτούς, που απότυχαν να φέρουν ικανοποιητικές επιδόσεις μείωσης των ΜΕΧ».

Όσον αφορά την υποχρέωση του να μεριμνήσει για την μείωση των λειτουργικών εξόδων της Τράπεζας οι ενέργειες ή παραλήψεις του οδήγησαν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Στην διασπάθιση χρημάτων. «Υπερβολικές δαπάνες για διαφήμιση, υπερβολικές δαπάνες γι’ αγορά υπηρεσιακών αυτοκινήτων, υψηλά όρια εταιρικής κάρτας και παραχώρηση της σε πρόσωπα που δεν την εδικαιούντο, δεκάδες εκατομμύρια ευρώ γι’ αγορά υπηρεσιών από ξένους και εγχώριους οίκους, πρόσληψης υπαλλήλων με αδιαφανείς διαδικασίες».

«Φαίνεται ότι ο κ. Χατζηγιάννης ενεργούσε και λάμβανε αποφάσεις εν αγνοία της Επιτροπείας της Τράπεζας τις οποίες μάλιστα φρόντιζε να επιβάλλει εκ των υστέρων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συμφωνία με την εταιρεία Altamira η οποία, τονίζουμε δεν ήταν μια οποιαδήποτε συμφωνία. Είχε άμεση σχέση με τον καθοριστικό στόχο της Τράπεζας δηλαδή αυτόν της μείωσης των ΜΕΧ και στην οποία εμπλεκόταν ένα χαρτοφυλάκιο της Τράπεζας ύψους €7 δισ.».

Ο κ. Χατζηγιάννης δυνατόν να έχει αστικές ευθύνες οι οποίες πηγάζουν από τις παραβιάσεις της Συμφωνίας του με την ΣΚΤ.

«Πιστεύουμε όμως ότι ο κ. Χατζηγιάννης ενδεχόμενα ευθύνεται και για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων τα οποία είναι δυνατόν ν’ αποκαλυφθούν ύστερα από μια σε βάθος εξέταση από τις αστυνομικές αρχές. Χρήζουν ιδιαίτερα εξέτασης οι δραστηριότητες του κ. Χατζηγιάννη σε σχέση με την διαπραγμάτευση και κατάληξη σε συμφωνία με την Altamira καθώς επίσης σε σχέση με τη γνώση του για τις υπερχρεώσεις τόκων. Της ίδιας σε βάθος εξέτασης χρήζει η σε συνεργασία με τον κ. Σταυρινίδη δραστηριότητα του στον τομέα των διαφημίσεων».

Για τον τελευταίο, υπό την ιδιότητά του ως Διευθυντή της Διεύθυνσης Στρατηγικής και Ανασχηματισμού η Επιτροπή αναφέρεται σε «πολλά εκατομμύρια σε μια τετραετία» για σκοπούς διαφήμισης και συμπληρώνει: «Πιστεύουμε ότι υπάρχουν και εδώ περιθώρια περαιτέρω έρευνας από τις αστυνομικές αρχές».

Επικαλείται και πληροφόρηση που λήφθηκε από τον εσωτερικό έλεγχο που διενήργησε η ΚΕΔΙΠΕΣ για τα θέματα διαφήμισης «εντοπίζει ατασθαλίες, παρατυπίες, ανορθόδοξες πρακτικές και εισηγείται την περαιτέρω έρευνα σε σχέση με τρία πρόσωπα, ήτοι τους Γ. Σταυρινίδη, Ν. Χατζηγιάννη και Π. Ονησιφόρου».

Ύποπτη χαρακτηρίζει εξάλλου την επιμονή του Βαρνάβα Κουρουνά, Διευθυντή της Διεύθυνσης Διαχείρισης ΜΕΧ της ΣΚΤ. Η Επιτροπή λέει ότι η όλη συμπεριφορά του σε αγαστή συνεργασία με τον κ. Χατζηγιάννη όπως η ΣΚΤ προχωρήσει σε απευθείας ανάθεση προς την Altamira ήδη από το 2016, θεωρείται -από την Ερευνητική Επιτροπή- ύποπτη, ενώ η ΔΔΜΕΧ υπό τη δική του διαχείριση είχε πτωχότατα αποτελέσματα.

Για την Επιτροπεία της ΣΚΤ, η Επιτροπή λέει ότι αυτή δεν εστελεχώνετο στη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της από πεπειραμένα, ικανά και με ειδικές γνώσεις πρόσωπα.

«Η όλη στάση του έναντι της διαδικασίας κατάληξης σε συμφωνία με την Altamira προκαλεί ερωτηματικά τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης για ν’ απαντηθούν. Καλούμε ως εκ τούτου τις αστυνομικές αρχές να προχωρήσουν σε ενδελεχή εξέταση», αναφέρει η Επιτροπή.

Πρόεδρος

Στο πόρισμα αναφέρεται ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και το υπουργικό συμβούλιο δεν είναι αμέτοχοι ευθυνών για την κατάσταση στον Συνεργατισμό, ενώ η βουλή παρέλειψε να εκτελέσει το συνταγματικό της καθήκον για έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας.

Σημειώνεται ότι ο πρόεδρος αποσιώπησε πλήρως τις δραματικές εξελίξεις οι οποίες λάμβαναν χώραν το 2014. «Είτε γιατί δεν ήθελε να έχει πολιτικό κόστος εν όψει εκλογών είτε γιατί ήθελε ν’ αποτρέψει τις περαιτέρω καταθετικές εκροές. Οποιαδήποτε εξήγηση και να δεχθούμε δεν ήταν μια παράλειψη η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την τελική κατάρρευση του ΣΠΤ η οποία ακολούθησε μερικούς μήνες μετά», αναφέρεται.

Για την Κεντρική Τράπεζα, αναφέρεται ότι θα μπορούσε κατά έναν έμμεσο τρόπο να ασκήσει έναν είδος εποπτείας και ελέγχου επί του ΣΠΤ ευρύτερα. «Απέτυχε να το πράξει προσκρούοντας κυρίως σε πολιτικές – κομματικές αντιδράσεις, αλλά και σε οργανωμένα σύνολα του Συνεργατικού κινήματος, τα οποία επιδίωκαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία και αυτονομία των ΣΠΙ».

«Πιστεύουμε», αναφέρεται, «ότι δεν άσκησε αυτό της το καθήκον κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σημειώνουμε βέβαια ότι δεν αδράνησε γι’ αυτό είναι μεγάλος ο αριθμός των επιστολών της Διοικητού της ΚΤΚ τόσο προς την Επιτροπεία της Τράπεζας όσο και τον Υπουργό Οικονομικών αλλά και στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τις οποίες επισήμανε τα προβλήματα και ζητούσε την λήψη διορθωτικών μέτρων. Είχε μάλιστα η Διοικητής και προσωπικές επαφές με την Επιτροπεία της ΣΚΤ, με τον Υπουργό Οικονομικών και με τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για συζήτηση των προβλημάτων του ΣΠΤ».

Αποδίδει επίσης μερίδιο ευθύνης και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «γιατί θα μπορούσε με δικές της ενέργειες η πορεία πραγμάτων να είχε αλλάξει αλλά με κανένα τρόπο δεν λέμε ότι ευθύνεται για την κατάρρευση του ΣΠΤ στην Κύπρο».

Τέλος στην μετά του 2013 εποχή, αποδίδονται ευθύνες και στα πολιτικά κόμματα. «Δεν μπορεί επομένως παρά να καταλήξουμε στο τελικό συμπέρασμα ότι μέρος της ευθύνης για την κατάρρευση του ΣΠΤ φέρουν τα κόμματα τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη περίοδο ιδιαίτερα όμως στην πρώτη», αναφέρεται.

Ευθύνες πριν το 2013

Για την κατάσταση προ του 2013, το πόρισμα αναφέρεται μεταξύ άλλων στον τρόπο εκλογής των μελών της Επιτροπείας στα ΣΠΙ (ένα μέλος, μία ψήφος), το οποίο δεν διασφάλιζε την ποιοτική επάρκεια των μελών για σκοπούς υγιούς διαχείρισης των ιδρυμάτων.

«Αντίθετα, τα μέλη των Επιτροπειών των ΣΠΙ εκλέγονταν συνήθως με κομματικά κριτήρια και όχι με βάση την ικανότητα και καταλληλότητά τους για διαχείριση ενός πιστωτικού ιδρύματος», αναφέρεται και προστίθεται πως η ανεξαρτησία και αυτονομία των ΣΠΙ δημιουργούσε ένα ευνοϊκό πεδίο για πολιτικές και κομματικές επιρροές.

Σε ό,τι αφορά τον Έφορο Ανάπτυξης και Εποπτείας Συνεργατικών Εταιρειών, που για όλη την περίοδο 1987-2013 ήταν οι κ. Χλωρακιώτης και Λύρας διαδοχικά, αναφέρεται ότι και οι δύο «απέτυχαν ν’ ασκήσουν αποτελεσματική όχι μόνον κατασταλτική εποπτεία, αλλά κυρίως προληπτική εποπτεία». «Δεν εξηγούνται διαφορετικά οι μεγάλοι αριθμοί παρατυπιών, ατασθαλιών και καταχρήσεων στα οποία ήδη αναφερθήκαμε και αφορούν πολυάριθμα ΣΠΙ για όλη την περίοδο για την οποία είχαν την εποπτεία του ΣΠΤ», σημειώνεται.

Στο πόρισμα για όλες τις κυβερνήσεις μέχρι το 2013 επισημαίνεται πως τα προβλήματα του ΣΠΤ ή και ευρύτερα του Συνεργατισμού ήταν καλά γνωστά και απασχολούσαν τις εκάστοτε κυβερνήσεις πριν το 2013. Στην επιτροπή κατέθεσαν Υπουργοί τριών διαφορετικών κυβερνήσεων που κάλυπταν την περίοδο από το 1998 μέχρι και το 2013.

«Προκύπτει από τις καταθέσεις και των τεσσάρων ότι τα προβλήματα του ΣΠΤ και ιδιαίτερα αυτό των ΜΕΧ ήταν καλά γνωστά σε όλες τις κυβερνήσεις και τις απασχολούσαν. Μάλιστα από την κατάθεση της κ. Γιωρκάτζη προκύπτει ότι με την ιδιότητα της σαν Γενικός Ελεγκτής συζήτησε το θέμα με τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο ο οποίος της ανάθεσε την ετοιμασία ειδικής έκθεσης την οποία και ετοίμασε και του παρέδωσε (δεν κατέστη δυνατόν να την εντοπίσουμε)», αναφέρεται.

Η επιτροπή στην έκθεσή της καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ελαμβάνοντο σπασμωδικά μέτρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο και σχέδιο, μέτρα που δεν οδηγούσαν στην οριστική επίλυση των προβλημάτων και ότι καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να λάβει την θαρραλέα απόφαση λήψης ριζοσπαστικών μέτρων για οριστική αντιμετώπιση των χρονιζόντων προβλημάτων του ΣΠΤ.

«Θα χρησιμοποιήσουμε μια κοινότυπη φράση για περιγραφή της κατάστασης. Ο ΣΠΤ αφέθηκε να οδηγείται “στον αυτόματο πιλότο”», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Στην έκθεση αναφέρεται ότι δεν είναι αμέτοχες ευθυνών για την κατάσταση η οποία αφέθηκε σε μια μακρά σειράν δεκαετιών να εμπεδωθεί στον ΣΠΤ οι εκάστοτε κυβερνήσεις στο σύνολο τους. Διευκρινίζεται ότι τα συμπεράσματα αυτά δεν περιορίζονται και δεν αφορούν μόνο τις κυβερνήσεις από το 1998 και μετέπειτα αλλά και τις προ αυτών, ιδιαίτερα από το 1987 και εντεύθεν.

Πηγή: Stockwatch

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v