Για περισσότερα από τρία χρόνια λειτουργούσαν τα κυκλώματα έκδοσης πλαστών εγγυητικών επιστολών που αποκαλύφθηκαν από την Οικονομική Αστυνομία και το υπουργείο Ανάπτυξης.
Οι επιτήδειοι αξιοποίησαν την αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να εκδώσουν εγγυητικές επιστολές για επιχειρήσεις που διεκδικούσαν κρατικές συμβάσεις ή επιδοτήσεις από κοινοτικά προγράμματα προκειμένου να αποκομίσουν εκατομμύρια ευρώ μέσω υπέρογκων προμηθειών. Υπενθυμίζεται πως το πρόβλημα των εγγυητικών επιστολών είχε τεθεί επισταμένα από τις διοικήσεις ελληνικών εταιρειών από την αρχή της οικονομικής κρίσης.
Αυτό ακριβώς το πρόβλημα εκμεταλλεύθηκαν τρεις από τις εταιρείες που εμπλέκονται στην υπόθεση προκειμένου να διοχετεύσουν στην αγορά πλαστές ή και μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές, που φέρεται να έχουν εκδοθεί από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής.
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι πως εκτός από τις πλαστές εγγυητικές κάποιοι από τους επιτήδειους διακινούσαν στην αγορά και μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές. Πρόκειται για εγγυήσεις που είχαν εκδοθεί από ξένα τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται στον σχετικό κατάλογο της Τράπεζας της Ελλάδος. Στον κατάλογο αναφέρονται τα πιστωτικά ιδρύματα που νομιμοποιούνται με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο να παρέχουν υπηρεσίες πίστωσης (μεταξύ άλλων και έκδοσης εγγυητικών επιστολών).
Συνεπώς κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί δέχονταν τις συγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές μολονότι γνώριζαν πως έχουν εκδοθεί από πιστωτικά ιδρύματα που είναι εκτός καταλόγου της ΤτΕ. Από τις χθεσινές ανακοινώσεις του υπουργείου Ανάπτυξης και των Διωκτικών Αρχών δεν ξεκαθαρίζεται αν υπήρξε εμπλοκή κρατικών λειτουργών.
Το μόνο που ανακοινώθηκε είναι πως «τα αδικήματα και ο βαθμός συμμετοχής των εμπλεκομένων εξατομικεύονται λεπτομερώς στην πολυσέλιδη, κακουργηματικού χαρακτήρα, δικογραφία που σχημάτισε η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας σε βάρος 17 προσώπων, τα οποία δραστηριοποιούνταν στις επίμαχες εταιρείες, ως μέλη Διοικητικών Συμβουλίων, νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές αυτών». Δηλαδή οι διώξεις έγιναν μόνο κατά των στελεχών των εταιρειών που εμπλέκονται στο κύκλωμα.
Όπως ανακοινώθηκε, οι εμπλεκόμενες εταιρείες προμήθευαν έτσι με τις εγγυητικές αυτές επιστολές διάφορες άλλες εταιρείες ή και μεμονωμένους επενδυτές, λαμβάνοντας ως αμοιβή μεγάλα χρηματικά ποσά. Στη συνέχεια, οι εταιρείες-επενδυτές κατέθεταν τις εγγυητικές αυτές επιστολές είτε στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, για ποσά άνω των 2.000.000 ευρώ, είτε σε άλλους φορείς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως Περιφερειακές Ενότητες της επαρχίας, Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία κ.λπ., πετυχαίνοντας την εκταμίευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την υλοποίηση σχετικών αναπτυξιακών προγραμμάτων και την ανάληψη συμβάσεων κρατικών προμηθειών.
Αποτέλεσμα της δράσης αυτών των εταιρειών ήταν να ζημιώνεται το ελληνικό δημόσιο με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Ενδεικτικά, από την εξέλιξη της έρευνας προέκυψε ότι μία από τις τρεις εταιρείες έλαβε αμοιβές για την κατάρτιση και προμήθεια των επίμαχων εγγυητικών επιστολών, που ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό του 1.528.102,74 ευρώ, ενώ η συνολική αξία των εγγυητικών επιστολών που εξέδωσε αθροιστικώς υπερβαίνει το ποσό των 30.000.000 ευρώ.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της οικονομικής ζημιάς που υπέστη το ελληνικό δημόσιο είναι περίπτωση στην επαρχία όπου η ίδια εταιρεία χορήγησε σε άλλη εταιρεία άκυρη εγγυητική επιστολή 185.000€ από πολύ γνωστό βρετανικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, την οποία ακολούθως κατέθεσε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, πετυχαίνοντας την εκταμίευση του ποσού των 185.000 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, από τη συγκεκριμένη μέθοδο εγκληματικής δράσης, ανεξάρτητα εάν αυτή παρέμεινε σε στάδιο απόπειρας ή εκδηλώθηκε ως τετελεσμένο έγκλημα, είτε μέσω υποβολής μη εγκεκριμένων εγγυητικών επιστολών, είτε μέσω υποβολής εξ υπαρχής πλαστών ή νοθευμένων εγγυητικών επιστολών, απειλήθηκε και σε κάποιες περιπτώσεις επήλθε σοβαρότατη περιουσιακή μετατόπιση κεφαλαίων του ελληνικού δημοσίου.
Όσον αφορά την εγκληματική δράση των υπόλοιπων τριών εταιρειών διαπιστώθηκε ότι κατάρτισαν και κατέθεσαν απευθείας στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας πλαστές εγγυητικές επιστολές, με σκοπό την εκταμίευση χρηματικών ποσών από διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα και συγκεκριμένα:
• Η πρώτη εταιρεία αιτήθηκε τη χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο Ανάπτυξης, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Για τον λόγο αυτό κατέθεσε ως δικαιολογητικό πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.730.000 ευρώ, που φερόταν να έχει εκδοθεί από το αλλοδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
• Η δεύτερη εταιρεία αιτήθηκε τη χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο Ανάπτυξης, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης 4.350.000 ευρώ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή 4.345.000 ευρώ, η οποία και πάλι φερόταν ότι έχει εκδοθεί από ξένο τραπεζικό ίδρυμα.
• Η τρίτη εταιρεία αιτήθηκε τη χορήγηση προκαταβολής από το υπουργείο Ανάπτυξης, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης 9.240.000€ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή 9.240.000€, η οποία και στην περίπτωση αυτή φερόταν να έχει εκδοθεί από ξένο τραπεζικό ίδρυμα.
Μέχρι στιγμής, έχει προκύψει για το σύνολο των εμπλεκόμενων εταιρειών ότι μόνο προς το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατέθεσαν πλαστές ή μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές ύψους 18.240.000 ευρώ. Με τη διαδικασία αυτή θα εκταμιεύονταν άμεσα υπερπολλαπλάσια χρηματικά ποσά για αναπτυξιακά προγράμματα, από τον κρατικό προϋπολογισμό ή σε κάποιες περιπτώσεις από κοινοτικές επιδοτήσεις.
Η έρευνα οπωσδήποτε βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη προκειμένου να διακριβωθεί πλήρως το εύρος της παράνομης δραστηριότητας των επίμαχων εταιρειών, των εμπλεκόμενων προσώπων και η τυχόν συμμετοχή τους σε συναφείς εγκληματικές συμπεριφορές».