Η πρόταση για τη νέα διάσωση της Ελλάδας πιθανότατα θα αποτύχει να επιλύσει τα οικονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, αναφέρει σε έκθεσή της η Citi, λέγοντας πως «υποπτεύεται» ότι στην τρίτη διάσωση (όπως και στις προηγούμενες) θα υπάρξει ανεπαρκής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της παροχής, ανεπαρκή αναδιάρθρωση χρέους και υπεραισιόδοξες μακροοικονομικές υποθέσεις.
Εκφράζει επίσης ανησυχία για την ανεπαρκή ευελιξία στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής αδυναμίας στα δημόσια οικονομικά, στα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις και στην πολιτική σταθερότητα.
Η Citi εκτιμά πως για να μειωθεί το χρέος στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 θα χρειαστεί ένα εμπροσθοβαρές «κούρεμα» ύψους 110 δισ. ευρώ (60% του ΑΕΠ) όμως αμφιβάλλει αν αυτό θα είναι πολιτικά αποδεκτό και ως εκ τούτου μειώνονται οι πιθανότητες για επιτυχημένη ελληνική προσαρμογή.
Ο οίκος τονίζει πως το Grexit παραμένει το βασικό του σενάριο για τα επόμενα 1-3 χρόνια. Όπως αναφέρει, το πρόγραμμα, που βασίζεται σε «ημιαυτόματες περικοπές δαπανών στην περίπτωση αποκλίσεων» και η παρεμβατική εποπτεία, υποδηλώνουν απώλεια εθνικής κυριαρχίας και έχουν λίγες πιθανότητες να καταστήσουν βιώσιμη τη θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Οι απαιτήσεις
Πιο αναλυτικά, η Citi σημειώνει πως για να ξεκινήσει η συζήτηση για ένα τρίτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, όχι μόνο πρέπει να περάσει σειρά μέτρων από το ελληνικό κοινοβούλιο μέχρι αύριο 22 Ιουλίου, αλλά και να δεσμευτεί επισήμως ότι θα ενισχύσει τις προτάσεις της σε αρκετούς τομείς, που θα περιληφθούν στο μνημόνιο κατανόησης. Οι προτάσεις αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, στην αγορά εργασίας και ενέργειας και στο ασφαλιστικό.
Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δημιουργήσει το νέο ταμείο για ιδιωτικοποιήσεις ύψους έως 50 δισ. ευρώ, να βελτιώσει την εφαρμογή και εποπτεία του προγράμματος –στο σημείο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνεται διάταξη που θα λέει ότι το κράτος «θα συμβουλεύεται και θα συμφωνεί με τους θεσμούς για όλα τα νομοσχέδια στους σχετικούς τομείς προτού τα υποβάλει για δημόσια διαβούλευση ή στο κοινοβούλιο»-, αλλά και να πάρει πίσω νόμους που εισήγαγε το 2015 οι οποίοι «έρχονται σε αντίθεση με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου».
Οι θεσμοί έχουν ξεκαθαρίσει πως οι ενέργειες αυτές είναι το «μίνιμουμ των απαιτήσεων» για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για ένα νέο τριετές πρόγραμμα ύψους 86 δισ. ευρώ από τον ESM.
Εκτός των δεσμεύσεων για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το πρόγραμμα πιθανότατα θα απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα από 0-1% για φέτος έως 3,5% το 2018.
Εύθραυστες ισορροπίες
Το πρώτο πακέτο μέτρων πέρασε ήδη από τη Βουλή με 229 ψήφους, με την πλειοψηφία των αρνητικών ψήφων να προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ψήφιση έγινε εν μέσω τραπεζικής αργίας και αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις, με αρκετούς επιφανείς ανθρώπους να καταγγέλλουν τους όρους της συμφωνίας.
Οι εντάσεις αυτές καταδεικνύουν το πόσο εύθραυστη είναι η κυβέρνηση το Τσίπρα, αλλά και τις πιθανές δυσκολίες που θα προκύψουν στη συνέχεια σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των μέτρων, εν μέσω αυξανόμενης πολιτικής αστάθειας.
Η Citi θεωρεί πως το πιθανότερο βραχυπρόθεσμο πολιτικό σενάριο είναι ο Τσίπρας να παραμείνει πρωθυπουργός και να ηγηθεί μιας κυβέρνησης μειοψηφίας που πιθανότατα θα αντέξει το καλοκαίρι. Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσει να βασίζεται στη στήριξη της αντιπολίτευσης για να περάσει τις μελλοντικές μεταρρυθμίσεις. Το ενδεχόμενο εκλογών το καλοκαίρι δεν μπορεί να αποκλειστεί, αν και σ' αυτή τη φάση ο οίκος θεωρεί πως είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να υπάρχουν κινήσεις από τα άλλα κόμματα που θα οδηγήσουν σε εκλογές, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον θα παραμείνει το μεγαλύτερο κόμμα ακόμα και στην περίπτωση νέας κυβέρνησης. Αυτό όμως θα μπορούσε να αλλάξει σε ένα περιβάλλον συνεχιζόμενων κοινωνικών εντάσεων και αν η κοινή γνώμη αρχίσει να κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για τα προβλήματα της χώρας.
Η ελάφρυνση του χρέους
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Citi, πρέπει να υπάρξει εμπροσθοβαρές (να εφαρμοστεί δηλαδή το 2016) κούρεμα επί του αρχικού κεφαλαίου ύψους 110 δισ. ευρώ (60% του ετήσιου ονομαστικού ΑΕΠ το 2014) προκειμένου να μειωθεί ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ στο 120% μέχρι το 2022. Ένα εναλλακτικό σενάριο για ένα πλαίσιο σταδιακού κουρέματος του χρέους κατά 15 δισ. ευρώ ετησίως, που θα ξεκινά και αυτό το 2016, δεν έχει μεγάλη διαφορά. Όμως, μια οπισθοβαρής προσέγγιση (που θα εφαρμοστεί δηλαδή το 2022) η οποία θα βασίζεται σε ένα και μόνο κούρεμα θα ήταν ακριβότερη, στα 130 δισ. ευρώ.
Τα σενάρια αυτά δείχνουν το πόσο δύσκολη, πολιτικά, είναι η μείωση του αρχικού χρέους, δεδομένων των ποσών που απαιτούνται. Το αντίστοιχο re-profiling (παρατάσεις λήξεων και μείωση επιτοκίων) θα απαιτούσε περιόδους χάριτος πολλών δεκαετιών.
Γιατί θα αποτύχει το πρόγραμμα
Κατά την άποψη της Citi, οι προτάσεις της διάσωσης πιθανότατα θα αποτύχουν να λύσουν τα οικονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, αυξάνοντας την πιθανότητα για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Αν και οι πλήρεις λεπτομέρειες του τρίτου προγράμματος δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί (και οι διαπραγματεύσεις μπορεί να διαρκέσουν 1-2 μήνες), η Citi εικάζει πως και πάλι το πρόγραμμα θα πληγεί από τις κωλυσιεργίες, την ανεπαρκή αναδιάρθρωση χρέους, τις υπεραισιόδοξες υποθέσεις για την ελληνική οικονομία και την ανεπαρκή ευελιξία ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της οικονομικής αδυναμίας στα δημόσια οικονομικά, στα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και στην οικονομική αστάθεια.
Υποστηρίζει επίσης πως η Ελλάδα, εκτός και αν υπάρξουν βαθύτατες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές, είναι απίθανο να είναι ικανή και πρόθυμη να εφαρμόσει τους όρους ενός τέτοιου προγράμματος.
Από την πλευρά του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού τομέα, η επιτυχία ή η αποτυχία του τρίτου προγράμματος θα εξαρτηθεί: α) από την ισχύ της πιθανής οικονομικής ανάκαμψης τα επόμενα τρίμηνα, μετά τις ανατροπές στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και β) από το αν οι συζητήσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους θεωρηθούν πιθανές και πραγματοποιηθούν όπως έχει προβλεφθεί.
Ο βαθμός της δημοσιονομικής λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να εφαρμοστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα πιθανότατα θα έχει ως αποτέλεσμα την παράταση της οικονομικής ύφεσης τα επόμενα τρίμηνα. Σε αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί το οικονομικό κόστος της πολύ πιθανής διατήρησης των αυστηρών capital controls και της έλλειψης ρευστότητας στην οικονομία. Αυτά, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις για ύφεση τουλάχιστον 2,4% φέτος (προβλέψεις Citi) και για διατήρηση της ύφεσης τουλάχιστον μέχρι το α' τρίμηνο του 2016, σημαίνουν υψηλότερο κίνδυνο οι ελληνικές οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις να πλήξουν τους στόχους του προγράμματος, κάτι που πιθανότατα θα έθετε σε αμφισβήτηση την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη.
Επιπλέον, η αναδιάρθρωση του χρέους πιθανότατα θα συνοδεύεται από όρους και θα είναι τμηματική και θεωρείται απίθανο ότι θα βελτιώσει το δημοσιονομικό περιθώριο της κυβέρνησης για αυξήσεις στις δημόσιες δαπάνες ή για μειώσεις στους φόρους. Η αποτυχία των ελληνικών αρχών να άρουν με ουσιαστικό τρόπο τα capital controls (η Citi θεωρεί ότι θα παραμείνουν σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου) σε συνδυασμό με περαιτέρω αύξηση της ανεργίας (η Citi προβλέπει ότι θα αυξηθεί στο 29% το 2016), μπορεί επίσης να αυξήσει τις κοινωνικές εντάσεις.
Βραχυπρόθεσμα, η κυβέρνηση πιθανότατα θα αντιμετωπίσει μια συνεχιζόμενη έλλειψη ρευστού, δεδομένης της πιθανότητας η τραπεζική ρευστότητα να παραμείνει περιορισμένη, οι καταβολές φόρων είτε να καθυστερήσουν ή να μην πραγματοποιηθούν και η χρηματοδοτική βοήθεια να είναι ελάχιστη. Ως αποτέλεσμα, η Citi εξακολουθεί να βλέπει σημαντικά βραχυπρόθεσμα ρίσκα η κυβέρνηση να χρειαστεί να περικόψει ακόμα περισσότερο τις δαπάνες της, να αυξήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της, ή ακόμα και να χρειαστεί να εκδώσει παράλληλο νόμισμα.
Για να έχει επιτυχία το τρίτο πρόγραμμα, η Citi θεωρεί πως πρέπει να υπάρξει κάποιος βαθμός πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής ανάκαμψης, κάτι που πιθανότατα δεν θα μπορέσει να συμβεί με το τρίτο πρόγραμμα.
Ένα ρεαλιστικό πακέτο διάσωσης θα είχε προβλέψει βραδεία οικονομική ανάπτυξη και μηδενικό πρωτογενές πλεόνασμα για το 2015 και θα ήταν λιγότερο φιλόδοξο ως προς τους στόχους του 2016-2018. Ωστόσο, ένα τέτοιο πακέτο θα απαιτούσε κούρεμα στο υφιστάμενο χρέος, κάτι που αρνούνται να κάνουν οι πιστωτές.
Δεδομένου του μέχρι σήμερα ιστορικού αλλά και των αδύναμων προοπτικών για την ελληνική οικονομία, η Citi αμφιβάλλει αν η ελληνική κυβέρνηση είναι ικανή και πρόθυμη να ικανοποιήσει τους όρους του προγράμματος. Ακόμα και η μερική συμμόρφωση στο πρόγραμμα φαίνεται δύσκολη, λόγω των προτεινόμενων στόχων. Αν οι πιστωτές δεν επανεξετάσουν τη στάση τους σε ό,τι αφορά το μέγεθος της λιτότητας ή και την αναδιάρθρωση χρέους τα επόμενα τρίμηνα, όταν θα έρθουν αντιμέτωποι με τις ζημιές που θα έχουν προκληθεί στην ελληνική οικονομία, τότε το τρίτο πρόγραμμα πιθανότατα θα καταρρεύσει μέσα στα επόμενα ένα ή δύο χρόνια, προειδοποιεί η Citi.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι θα οδηγήσει αυτόματα σε Grexit. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να υπάρξει ένα τροποποιημένο τρίτο πρόγραμμα ή ακόμα και ένα τέταρτο πρόγραμμα. Όμως, ο κίνδυνος εξόδου θα ήταν υψηλός. Το Grexit θα μπορούσε να συμβεί και για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων της αποτυχίας της κυβέρνησης να περάσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις τους επόμενους μήνες, της κατάρρευσής της και της εκλογής μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης.