Tο Χρηματιστήριο της Αθήνας υποδέχτηκε με ενθουσιασμό το αποτέλεσμα του Eurogroup στις 9/5 - πολύ περισσότερο που οι περισσότερες ενδείξεις μιλούν για συμφωνία στις 24/5, κλείσιμο της αξιολόγησης, αποδέσμευση κεφαλαίων (σ.σ. ευρωπαίος αξιωματούχος φωτογράφησε δόση ακόμα και πάνω από 10 δισ. ευρώ) για την Ελλάδα κ.λπ. Μάλιστα, κάποιοι προχωρούν περισσότερο: συνυπολογίζουν λ.χ. τις αυξημένες τουριστικές ροές, την απομάκρυνση του κινδύνου για Grexit, τη μείωση των πιθανοτήτων για εκλογές κ.ά. και βλέπουν αναστροφή της εικόνα από το β' εξάμηνο του έτους, σε βαθμό τέτοιο που η χώρα θα μπει σε έναν «ενάρετο κύκλο».
Όμως, είναι περισσότεροι αυτοί που θεωρούν πρόωρη τέτοιου μεγέθους αισιοδοξία: το πακέτο των μέτρων που έχουν αποφασιστεί ή επίκεινται, εκτιμούν ότι θα αποδειχθεί πολύ σφιχτός κορσές για την πραγματική οικονομία και σύντομα το κράτος θα βρεθεί να μετρά νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, νέα λουκέτα σε εταιρείες, νέο κύκλο αβεβαιότητας.
Είναι σαφές ότι μόνο ένας «οργασμός» επενδύσεων θα μπορούσε να αντιστρέψει οριστικά την τάση. Όμως, μέχρι να συμβεί αυτό, φαίνεται ότι ακόμα πρέπει να γίνουν πάρα πολλά...
Αν και ακόμη βρισκόμαστε σε μια «κατάσταση προσυμφωνίας» και απομένουν αρκετά πράγματα να γίνουν μέχρις ότου προκύψει στις 24 Μαΐου η θετική αξιολόγηση από τους δανειστές και η έναρξη της συζήτησης για το χρέος, κλίμα ανακούφισης επικρατεί μεταξύ των οικονομικών παραγόντων της χώρας.
«Όλα δείχνουν πως δεν θα ξαναζήσουμε τις περιπέτειες του 2015 και πως η κυβέρνηση έχει πλέον μπροστά της όλο τον καιρό για να παράξει έργο. Ανάσες επίσης παίρνουν και οι τράπεζες για να χειριστούν αποτελεσματικά το ζήτημα του τρόπου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεών τους. Ωστόσο, τίθενται δύο σημαντικά ερωτήματα, όπως τα έθεσε γνωστός οικονομικός παράγοντας εκφράζοντας την γενικότερη απορία της αγοράς:
1 Μπορεί η δύσκολη αυτή συμφωνία να υλοποιηθεί στην πράξη;
2 Είναι τελικά σε θέση η οικονομία μπορεί να ξαναπάρει μπροστά μετά τη φοροκαταιγίδα μέτρων που είτε ψηφίστηκε, είτε πρόκειται να περάσει από το ελληνικό Κοινοβούλιο τις επόμενες ημέρες;
Οι συγκρατημένα αισιόδοξοι
Κανείς βέβαια δεν υποστηρίζει τα περί εκτίναξης της οικονομίας, ωστόσο οι αισιόδοξοι -εδώ και πολλά χρόνια- υποστηρίζουν πως πολλά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν βελτιωθεί μόνο και μόνο αν η κατάσταση ηρεμούσε.
«Το βλέπουμε στην κατανάλωση που επηρεάζεται από το περιεχόμενο των δελτίων ειδήσεων και το αντιλαμβανόμαστε από τα δεκάδες funds που επισκέπτονται ελληνικές επιχειρήσεις και τράπεζες, προκειμένου να αγοράσουν ποσοστά υπερδανεισμένων εταιρειών. Ακόμη και μια... σταγόνα των διεθνών κεφαλαίων να στάξει στη χώρα μας το επόμενο δωδεκάμηνο, τα πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν», αναφέρουν οι πλέον αισιόδοξοι, που φαίνεται επίσης να επικροτούν την εκτίμηση του γνωστού χρηματιστή κ. Αλέξανδρου Σίνου (προέδρου της Solidus ΑΧΕ) πως το ελληνικό ΑΕΠ έχει κάνει μια βάση στα 17-180 δισ. ευρώ ακόμη και στις πλέον δύσκολες συνθήκες αβεβαιότητας.
«Αν τηρήσουμε κατά γράμμα τη συμφωνία με τους δανειστές, πιστεύω ότι θα ακολουθήσει ένα εξάμηνο στασιμότητας-σταθεροποίησης, πριν μπούμε στη συνέχεια σε μια φάση περιορισμένης ανάπτυξης. Η κυβέρνηση επίσης θα πρέπει να στηρίξει την επιχειρηματικότητα», προβλέπει ο πρόεδρος της εταιρείας πετρελαιοειδών Revoil, κ. Ευάγγελος Ρούσος, συμπληρώνοντας πως οι φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν επιβληθεί στις επιχειρήσεις είναι πλέον δυσβάστακτες.
Και από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Nuntius Χρηματιστηριακή, κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης, εκτιμά πως η παρέμβαση του ΔΝΤ θα μπορέσει τελικά να ελαφρύνει την εξυπηρέτηση του χρέους και να δώσει κάποια περιθώρια για αποκλιμάκωση των φόρων, τονίζοντας και αυτός την ανάγκη ύπαρξης φιλοεπιχειρηματικής στάσης από την κυβέρνηση.
Ο αντίλογος των απαισιόδοξων
Από την άλλη πλευρά, τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες για το αν το πρόγραμμα τελικά βγαίνει, δεν είναι λίγα.
«Πρόκειται για τη χαριστική βολή σε όσους κατάφεραν μέχρι σήμερα να μείνουν όρθιοι στα χρόνια της κρίσης, αφού θα δουν το μεγαλύτερο ποσοστό των όποιων εισοδημάτων τους να καταλήγει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στα κρατικά ταμεία», δηλώνει ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, ενώ ο στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά (ΒΕΠ), κ. Βασίλης Κορκίδης, υποστηρίζει πως «Είχαμε μια ευκαιρία να προχωρήσουμε τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αντί αυτού τα πράγματα οδηγήθηκαν σε μια μαζική φοροεπιδρομή. Υπάρχει η ανάγκη νομοθέτησης ενός αντίθετου κόφτη, που θα μειώνει φόρους, γιατί είναι αδύνατη η πληρωμή τόσο μεγάλων ποσών».
Ο πρόεδρος του ΒΕΠ επίσης περιγράφει με μελανά χρώματα τις υπάρχουσες αντοχές των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών: «Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο έχουν σκαρφαλώσει στα 86 δισ. ευρώ (τα 17 εκ των οποίων τόκοι και προσαυξήσεις), τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία εκτινάχθηκαν στα 15 δισ. ευρώ και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών ανέβηκαν στα 119 δισ. ευρώ ή στο 63% του συνόλου»...
Ο αντιπρόεδρος της Αεροπορίας Αιγαίου, κ. Ευτύχιος Βασιλάκης, κάλεσε τον πρωθυπουργό να μην υιοθετήσει το μέτρο της επιβολής τέλους διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία (σ.σ. ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι θα εφαρμοστεί από το 2018), γιατί θα προκαλέσει επιζήμιες και ανησυχητικές εξελίξεις στην πορεία του τουρισμού.
Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η θέση οικονομικού διευθυντή εισηγμένης εταιρείας: «Η ήδη επιβαρυμένη καρδιά της ελληνικής οικονομίας καλείται μετά τα νέα επώδυνα μέτρα να ξεπεράσει με επιτυχία ένα πολύ απαιτητικό τεστ κοπώσεως. Ήδη κατά το πρώτο τετράμηνο η κατανάλωση κινείται σαφώς πτωτικά, ενώ οι κινητήριοι μοχλοί των εξαγωγών και του τουρισμού δεν δείχνουν ικανοί φέτος να αυξηθούν σημαντικά, ακόμη και κάτω από ένα αρκετά θετικό σενάριο. Μέσα σ' αυτό το ήδη δύσκολο περιβάλλον, θα δούμε να αυξάνεται το μεταφορικό κόστος για όλες τις επιχειρήσεις, το ενεργειακό κόστος για τις παραγωγικές μονάδες και η έμμεση φορολογία για τα ξενοδοχεία και τις τουριστικές εταιρείες, ενώ παράλληλα μέσω των φόρων θα μειωθούν δραστικά τα εισοδήματα των νοικοκυριών και των ελεύθερων επαγγελματιών. Αρκεί για όλα αυτά, η βελτιωμένη ψυχολογία επειδή απλά δεν πτωχεύσαμε;».
Ενδεικτική των υπαρχουσών δυσκολιών είναι και η θέση του κ. Δημήτρη Μαθιού, προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Αττικής-Πειραιά: «Πρέπει να επενδύσουμε 100 δισ. ευρώ έως το 2022 προκειμένου να επιστρέψουμε στα επίπεδα του 2008, όταν μόνο τα 20 δισ. είναι εξασφαλισμένα από το ΕΣΠΑ και όταν το πακέτο Γιούνκερ απουσιάζει από την Ελλάδα».
