Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι νέοι «κανόνες εμπλοκής» του ΔΝΤ σε διασώσεις χωρών

Η στρατηγική του Ταμείου όταν θα καλείται να σχεδιάσει πρόγραμμα για κράτη-μέλη Ενώσεων, όπως η Ελλάδα. Γιατί προκύπτει υψηλότερο «κόστος» σε ύφεση και χρέος. Πότε θα ζητούνται «διαβεβαιώσεις» από υπερεθνικούς Θεσμούς.

Οι νέοι «κανόνες εμπλοκής» του ΔΝΤ σε διασώσεις χωρών

Τους κανόνες με τους οποίους θα συμμετέχει στο εξής το Ταμείο στη διάσωση χωρών που είναι ενταγμένες σε νομισματικές ενώσεις καταγράφει ανακοίνωση του ΔΝΤ και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει αυτοί θα τεθούν σε άμεση ισχύ ή στην επόμενη αξιολόγηση υφιστάμενου προγράμματος, κάτι που σημαίνει ότι ακουμπούν και την Ελλάδα.

Η έκθεση που συντάχθηκε για το σκοπό αυτό και παρουσιάστηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου διαπιστώνει ότι τα προγράμματα που αφορούσαν χώρες σε νομισματικές ενώσεις (όπως η περίπτωση της χώρας μας που είναι μέλος της ευρωζώνης) στηρίζονται περισσότερο σε δημοσιονομικά και δομικά μέτρα προσαρμογής, είναι δε περισσότερο εμπροσθοβαρή.

Η εξήγηση που δίνεται είναι η απουσία νομισματικών εργαλείων, καθώς και η αδυναμία διαμόρφωσης των ισοτιμιών ως αντιστάθμισμα των οποίων απαιτείται περισσότερη προσπάθεια με τα εργαλεία που είναι διαθέσιμα σε εθνικές αρχές.

Όπως ωστόσο σημειώνεται ενώ τα εργαλεία που είναι διαθέσιμα στις εθνικές αρχές έχουν αποδειχθεί αρκετά για να λύσουν το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών «τείνουν να σχετίζονται με βαθύτερες απώλειες στην παραγωγή και υψηλότερο χρέος» από προγράμματα που αφορούν χώρες εκτός ενώσεων.

Το ΔΝΤ υποστηρίζει, όμως, ότι αν αυτές οι παρενέργειες είναι ακραίες μπορούν να κάνουν αδύνατη την προσαρμογή μόνο με εργαλεία εγχώριας πολιτικής και έτσι να τεθεί σε κίνδυνο το πρόγραμμα. Υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικές στρατηγικές στις οποίες η εθνική δράση συμπληρώνεται από μέτρα υπερεθνικών οργανισμών εντός των ορίων της εντολής τους και αφού ληφθεί υπόψη το νομικό και θεσμικό πλαίσιο.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται η περίπτωση της ευρωζώνης και του SSM στον οποίο μεταφέρθηκαν εξουσίες εποπτείας που προηγουμένως ασκούσαν τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Υπό αυτές τις συνθήκες αν υπάρχουν μέτρα για τον τραπεζικό τομέα που είναι κρίσιμα για την επιτυχία ενός προγράμματος (διενέργεια stress test, εξασφάλιση επαρκών προβλέψεων, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών ή εκκαθάρισή τους) η χρήση των πόρων του ΔΝΤ δεν θα μπορεί να γίνει χωρίς ικανοποιητικές εξασφαλίσεις από την αρμόδια αρχή της οποιαδήποτε Ενωσης.

Χαρακτηριστικό σε αυτό το σημείο είναι ότι στην έκθεση αναφέρεται πως σε περίπτωση που το Ταμείο εξετάσει μια νέα ή τη συνέχιση υφιστάμενης συμφωνίας με μέλος κάποιας ένωσης και υπάρχουν ανησυχίες για την υγεία του τραπεζικού τομέα το ΔΝΤ δεν θα παρέχει πόρους, εκτός εάν διασφαλίσει (βασισμένο στη δική του ανάλυση και κρίση) ότι οι προτεινόμενες δράσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά τη διάρκεια του προγράμματος θα αποκαταστήσουν την υγεία των τραπεζών. Υπό αυτό το πρίσμα κάποιες διασφαλίσεις σε επίπεδο Ενωσης θα είναι απαραίτητες για να επιτραπεί στο Ταμείο να δανείσει, ενώ «η διαφάνεια αναφορικά με την πρόβλεψη των διασφαλίσεων θα δώσει εμπιστοσύνη στο κράτος-μέλος ότι το Ταμείο δρα με δίκαιο τρόπο.

Τι θέση πήρε το συμβούλιο

Στην ανακοίνωση του Ταμείου καταγράφονται οι θέσεις των διευθυντών του ΔΝΤ. Όπως αναφέρεται:

* Οι περισσότεροι διευθυντές στήριξαν την πρόταση των στελεχών του Ταμείου να ακολουθηθεί ένα σταθερό πλαίσιο στη μέτρηση του ισοζυγίου πληρωμών που χρειάζεται ένα κράτος-μέλος στο μέλλον, ενώ αριθμός διευθυντών έδωσε έμφαση στο ότι η προτεινόμενη προσέγγιση πρέπει να λάβει υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε ένωσης.

* Οι περισσότεροι διευθυντές πιστεύουν ότι μια ξεχωριστή οδηγία (quidance) πρέπει να ισχύει για τις διασφαλίσεις από σώματα της Ενωσης, όταν χρειάζεται, σε αναγνώριση του γεγονότος ότι η λήψη αποφάσεων σε ενωσιακούς θεσμούς περιλαμβάνουν εν γένει όλα τα κράτη-μέλη και όχι μόνο αυτό που παίρνει το δάνειο. Σε κλίμα συναίνεσης οι διευθυντές αποδέχτηκαν την πρόταση των στελεχών για τυποποίηση των υφιστάμενων πρακτικών, με τις λεπτομέρειες και τις επιχειρησιακές οπτικές που περιγράφονται παρακάτω.

* Οι διευθυντές τόνισαν ότι ο σχεδιασμός του προγράμματος πρέπει να βασίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο σε πολιτικές των εθνικών αρχών. Σε περιπτώσεις που απαιτείται δράση ενωσιακών θεσμών το κατώφλι ώστε να να χρησιμοποιήσει το Ταμείο τους πόρους του υπό τον όρο μιας πολιτικής δράσης είναι το ίδιο με τις πολιτικές που ισχύουν για δράσεις που εξαρτώνται από το κράτος μέλος. Το μέτρο πρέπει να κριθεί κρίσιμο για την επιτυχία του προγράμματος. Οι διευθυντές αναγνωρίζουν ότι η «κρισιμότητα» είναι θέμα κρίσης, αν και αριθμός εξ αυτών αναζήτησε περισσότερη διαύγεια για το σκοπό του στο πλαίσιο ενός προγράμματος. Λίγοι διευθυντές είδαν αξία στο να εξεταστεί παράλληλα με την «κρισιμότητα» η αποδοτικότητα κόστους και να εξεταστεί αν η δράση σε επίπεδο ένωσης μπορεί να πετύχει τους στόχους του προγράμματος με μικρότερο κόστος, εντός των εντολών των ενωσιακών θεσμών.

* Οι διευθυντές αναγνωρίζουν πως σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις το Ταμείο μπορεί να χρειαστεί διασφαλίσεις αναφορικά με προσαρμογές σε ευρύτερες πολιτικές μιας ένωσης που μπορεί να επηρεάσουν άλλα κράτη μέλη. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί όταν πολιτικές της ένωσης, όπως μη βιώσιμες συναλλαγματικές παρεμβάσεις συνέβαλαν στο πρόβλημα ισοζυγίου πληρωμών της χώρας που ζητά βοήθεια ή όταν μια κρίσιμη μάζα κρατών-μελών αντιμετωπίζει πρόβλημα ισοζυγίου πληρωμών.

* Οι διευθυντές αναγνωρίζουν ότι δεν θα ζητήσει διασφαλίσεις πολιτικής από ενωσιακούς θεσμούς οι οποίες παραβιάζουν τις εντολές και το πλαίσιο λειτουργίας τους. Αναγνωρίζουν ότι όταν ένας θεσμός προσφέρει διασφαλίσεις το κάνει εθελοντικά και με την δική του εκτίμηση ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές είναι κατάλληλες. Σε περιπτώσεις που ένας Θεσμός δεν μπορεί να προσφέρει λόγω καταστατικού τις διασφαλίσεις που ζητώνται οι διευθυντές συμφώνησαν ότι το ΔΝΤ θα κάνει κάθε προσπάθεια με το κράτος-μέλος να προσαρμόσει τον σχεδιασμό του προγράμματος με τρόπο που οι στόχοι να επιτυγχάνονται με εναλλακτικό μίγμα πολιτικής.

* Οι διευθυντές συμφώνησαν ότι οι διασφαλίσεις για κρίσιμες πολιτικές πρέπει να είναι ξεκάθαρες, συγκεκριμένες, παρακολουθήσιμες και αν χρειάζεται χρονικά δεσμευτικές. Υπό λίγες περιστάσεις αυτές οι διασφαλίσεις μπορεί να προσφερθούν σε εμπιστευτική μορφή, ενώ σε εξαιρετικές περιστάσεις προφορικές διευθετήσεις μπορούν να γίνουν αποδεκτές παράλληλα με γραπτές, αν και μέτρα που χαρακτηρίζονται «κρίσιμα» πρέπει να καταγραφούν γραπτά.

* Οι Διευθυντές τόνισαν ότι τα μέτρα για τα οποία έχουν ζητηθεί διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι κρίσιμα για την επιτυχία του προγράμματος των μελών. Σε περίπτωση που ένα τέτοιο μέτρο δεν εφαρμοστεί πλήρως, η απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής να εγκρίνει τη χρήση των πόρων του Ταμείου από το μέλος εξαρτάται από τη διαπίστωση ότι οι στόχοι του προγράμματος του μέλους μπορούν παρά ταύτα να επιτευχθούν. Μια τέτοια διαπίστωση θα βασίζεται στην εκτίμηση του προσωπικού ότι το έλλειμμα στην υλοποίηση της πολιτικής είναι ήσσονος σημασίας ή προσωρινό ή ότι έχουν ληφθεί επαρκή διορθωτικά μέτρα.

* Οι Διευθυντές τόνισαν τα πλεονεκτήματα της έγκαιρης δέσμευσης με τα αρμόδια ιδρύματα νομισματικής ένωσης, όταν είναι πιθανό να ζητηθούν από αυτές εγγυήσεις. Αυτές θα πρέπει να δίνονται πριν τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου που θα συζητήσει τη διανομή πόρων.

* Οι διευθυντές αναμένουν ότι η έκθεση των στελεχών για ένα πρόγραμμα παρέχει μια σαφή εξήγηση ως προς το γιατί η επίλυση του προβλήματος ισοζυγίου πληρωμών του μέλους δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τις εσωτερικές πολιτικές και γιατί η διασφάλιση σε επίπεδο Ενωσης είναι κρίσιμη για την επιτυχία του προγράμματος. Τόνισαν την ανάγκη να το Συμβούλιο να εκφράσει γνώμη σχετικά με την κρισιμότητα αυτών των διαβεβαιώσεων, η οποία θα αντικατοπτριζόταν τόσο στη σύνοψη όσο και στη δήλωση του προέδρου.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v