Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Fabio Panetta (ΕΚΤ): Μεγάλη ευκαιρία για Ελλάδα το Ταμείο Ανάκαμψης

Η ένταξη των ομολόγων στο QE μείωσε το κόστος δανεισμού του Δημοσίου. Ζητά να βελτιωθεί το πλαίσιο των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών την μείωση των υποθέσεων αφερεγγυότητας που εκκρεμούν στα δικαστήρια και την εκκαθάριση των κρατικών εγγυήσεων για τραπεζικά δάνεια οι οποίες έχουν καταπέσει.

Fabio Panetta (ΕΚΤ): Μεγάλη ευκαιρία για Ελλάδα το Ταμείο Ανάκαμψης

Η Ευρώπη ανταποκρίθηκε σε μια πολύ σοβαρή πρόκληση, δεν έχει όμως ακόμη διαφύγει τον κίνδυνο, τόνισε σε συνέδριο του Economist o Fabio Panetta, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ. Ξεκαθάρισε δε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλες τις πολιτικές του, ανάλογα με τα εισερχόμενα δεδομένα, ούτως ώστε να επαναφέρει τον πληθωρισμό σε επίπεδα συμβατά με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του.

Σε ότι αφορά την Ελλάδα σημείωσε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης (Next Generation EU) προσφέρει στην Ελλάδα μια μεγάλη ευκαιρία. Σε συνδυασμό με σθεναρές εθνικές πολιτικές, μπορεί να θέσει τα θεμέλια για μια ελληνική οικονομία που θα ευημερεί και θα δημιουργεί θέσεις εργασίας.

«Ηταν επιτακτική η ανάγκη να προστατεύσουμε την οικονομία από τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης. Γι’ αυτό, χαλαρώσαμε τους όρους υπό τους οποίους παρέχουμε ρευστότητα στις τράπεζες και ενισχύσαμε τα κίνητρα για επέκταση των τραπεζικών δανείων προς την πραγματική οικονομία. Χαλαρώσαμε επίσης τους κανόνες για τις εξασφαλίσεις – το σημαντικό για την Ελλάδα είναι ότι καταργήσαμε προσωρινά τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά την αποδοχή ελληνικών κρατικών χρεογράφων ως εξασφάλισης για πράξεις κεντρικής τράπεζας», τόνισε στην ομιλία του αναλύοντας τις κινήσεις της κεντρικής τράπεζας.

Όπως είπε «η συμπερίληψη ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας συνέβαλε στη σταθεροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Οι διαφορές επιτοκίων μειώθηκαν σημαντικά, ασκώντας σαφώς θετικές δευτερογενείς επιδράσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Η διαφορά απόδοσης μεταξύ των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών μειώθηκε κατά περίπου 250 μονάδες βάσης από την έναρξη του έκτακτου προγράμματός μας».

Σχολιάζοντας την εικόνα στην Ευρώπη τόνισε ότι «τα αποτελέσματα των μέτρων νομισματικής πολιτικής που λάβαμε είναι αξιοσημείωτα, δεν είναι όμως ακόμη απολύτως ικανοποιητικά, καθώς οι πιέσεις στις τιμές και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό αναμένεται να παραμείνουν υποτονικές. Έχοντας υπόψη τις τρέχουσες προοπτικές για τον πληθωρισμό, πρέπει να συνεχίσουμε να είμαστε σε επαγρύπνηση και να αξιολογούμε προσεκτικά τις εισερχόμενες πληροφορίες, μεταξύ άλλων για τις εξελίξεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Είναι αναγκαίο να διατηρηθούν πολύ ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας και μια διευκολυντική, σε μεγάλο βαθμό, νομισματική πολιτική για παρατεταμένη χρονική περίοδο, και σε κάθε περίπτωση για όσο διάστημα κρίνεται αναγκαίο. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ παραμένει έτοιμο να προσαρμόσει καταλλήλως όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός κινείται με διατηρήσιμο τρόπο προς επίπεδα συμβατά με την επιδίωξή του. Ταυτόχρονα, και άλλες πολιτικές – κυρίως η δημοσιονομική πολιτική και οι διαρθρωτικές πολιτικές – θα πρέπει να διαδραματίσουν καίριο ρόλο σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Η Ελλάδα

Η Ελλάδα αντέδρασε γρήγορα και αποτελεσματικά όσον αφορά τον περιορισμό της πανδημίας, όμως τα σχετικά μέτρα αναπόφευκτα είχαν κόστος για την ελληνική οικονομία. Ενώ η κρίση αυτή δεν αφορά συγκεκριμένες χώρες, στην Ελλάδα επέτεινε τις υφιστάμενες αδυναμίες. Ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός τομέας εξακολουθεί να είναι επιβαρυμένος με μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPEs), γεγονός που περιορίζει την ικανότητά του να στηρίξει την ανάκαμψη.

Οι ελληνικές εθνικές πολιτικές που αποσκοπούν στη διασφάλιση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση περιλαμβάνουν άμεσα δάνεια από το κράτος (Επιστρεπτέα Προκαταβολή) και δύο προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας – ένα πρόγραμμα εγγυοδοσίας και ένα πρόγραμμα συγχρηματοδοτούμενης επιδότησης επιτοκίου για τα νέα επιχειρηματικά δάνεια. Ο συνολικός όγκος των δανείων αυτών αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 13 δισεκ. ευρώ, ή 7,7% του ΑΕΠ. Τα δάνεια αυτά συμπληρώνουν την ευρύτερη δέσμη δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν ως απάντηση στην πανδημία, μεταξύ άλλων επιδοτήσεις επιτοκίου για υφιστάμενα εξυπηρετούμενα δάνεια, ομόλογα και τραπεζικές υπεραναλήψεις, μειώσεις και αναβολές φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας.

Μέχρι στιγμής, τα μέτρα πολιτικής της ΕΚΤ και οι συναφείς ελληνικές πολιτικές έχουν στηρίξει τα τραπεζικά δάνεια προς τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, τα οποία έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ τα πιστοδοτικά κριτήρια έχουν διατηρηθεί σταθερά σε γενικές γραμμές. Τον Ιούλιο καταγράφηκε μεγάλη καθαρή ροή δανείων – άνω του 1 δισ. ευρώ, στηριζόμενη ιδίως από το πρόγραμμα εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.

Ταυτόχρονα, οι ελληνικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συνεχίζουν να έχουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την αδυναμία πρόσβασής τους σε χρηματοδότηση. Το κενό χρηματοδότησής τους παραμένει μεγάλο, παρά την αυξημένη διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων και τη μείωση των επιτοκίων. Για να στηριχθεί η ανάκαμψη, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η στήριξη από την πλευρά της πολιτικής ούτως ώστε να διαφυλάσσεται η συνεχής παροχή πιστώσεων.

Σε ό,τι αφορά το μέλλον, είναι πολύ σημαντικό να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα οι οποίες χρειάζονται για να στηριχθεί η διαδικασία μείωσης των NPEs και να εξασφαλιστεί η επαρκής προσφορά πιστώσεων στη διάρκεια της ανάκαμψης. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις αφορούν μεταξύ άλλων τη βελτίωση του πλαισίου ηλεκτρονικών δημοπρασιών, την αναθεώρηση του πλαισίου αφερεγγυότητας, τη μείωση των υποθέσεων αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων και την εκκαθάριση των κρατικών εγγυήσεων για τραπεζικά δάνεια οι οποίες έχουν καταπέσει.

Οπως είπε «η χρηματοδότηση μέσω του σχεδίου «Next Generation EU» δημιουργεί μια εξαιρετική ευκαιρία.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εκδώσει κοινό χρέος για την αντιμετώπιση μιας κοινής διαταραχής. Η δημοσιονομική πολιτική θα μπορέσει έτσι να συντονιστεί περισσότερο με τη νομισματική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: δανειζόμαστε μαζί για να ανακάμψουμε από την κρίση και να επενδύσουμε στο μέλλον μας».

Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας τόνισε ότι οι σημαντικοί πόροι που αναμένεται να αντληθούν μέσω του σχεδίου «Next Generation EU» αποτελούν ευκαιρία να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας. Αυτοί οι πόροι θα πρέπει να διοχετευθούν σε επενδυτικά προγράμματα που είναι απολύτως αναγκαία για την ενίσχυση της ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και θα πρέπει να συνοδεύονται από τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v