Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Scope Ratings: Περίοδο ανάκαμψης διανύουν οι ελληνικές τράπεζες

Οι τέσσερις μεγαλύτερες συγκαταλέγονται αυτή τη στιγμή μεταξύ των πιο κερδοφόρων της ΕΕ, επισημαίνει ο οίκος. Προβλέπει διψήφιες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων το 2025 και 2026.

Scope Ratings: Περίοδο ανάκαμψης διανύουν οι ελληνικές τράπεζες

Η Ελλάδα διαθέτει μια μικρή αλλά ανεπτυγμένη οικονομία. Η χώρα αποτελεί παγκόσμιο ηγέτη στη ναυτιλία ενώ άλλοι βασικοί τομείς είναι ο τουρισμός, η γεωργία και η μεταποίηση, επισημαίνει η Scope Ratings σε ανάλυσή της για το περιβάλλον λειτουργίας των τραπεζών στην Ευρώπη.

Στην έκθεση για την Ελλάδα, σημειώνει ότι η οικονομία ανακάμπτει σταδιακά από μια σοβαρή κρίση χρέους, η οποία οδήγησε σε προγράμματα διάσωσης, αναδιάρθρωση χρέους και μέτρα λιτότητας. Ωστόσο, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας παραμένει περίπου 40% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Ο οίκος Scope αναβάθμισε την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα το 2023 και προχώρησε σε νέα αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα τον Δεκέμβριο του 2024, σε BBB/Σταθερό, με βάση τις προσδοκίες για περαιτέρω μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, ισχυρότερα του αναμενομένου πρωτογενή πλεονάσματα, ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος και μείωση των οικονομικών ανισορροπιών.

Το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους (158% του ΑΕΠ) αποτελεί τη βασική αδυναμία της χώρας, καθώς περιορίζει την ικανότητα της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομία σε περιόδους ύφεσης. Οι πολιτικοί και σχετικοί με την πολιτική κίνδυνοι αναμένονται μέτριοι τα επόμενα χρόνια, αλλά ενδέχεται να αυξηθούν μακροπρόθεσμα.

Διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας και δημογραφικές προκλήσεις, όπως η καθαρή μετανάστευση, περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και τα επίπεδα ευημερίας. Αν και η ανεργία μειώθηκε το 2024 στο 9,4%, παραμένει αισθητά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,9% τον Οκτώβριο 2024).

Τα νοικοκυριά εξακολουθούν να υποφέρουν από χαμηλούς μισθούς, περίπου 20% χαμηλότερους από πριν από 15 χρόνια, και χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα. Αυτοί οι παράγοντες συνιστούν κοινωνική πρόκληση, όπως και η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός ευάλωτων ομάδων. Επιπλέον, η συγκριτικά υψηλή παρουσία χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επιβαρύνει την παραγωγικότητα και τη φορολογική βάση.

Έχοντας ξεκινήσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής το 2024, αναμένουμε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει τη μείωση των επιτοκίων τα επόμενα δύο χρόνια, παρότι παραμένουν οι πληθωριστικές πιέσεις λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας, των υψηλότερων τιμών ενέργειας εξαιτίας της χαμηλής προσφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη και των απειλών για επιβολή δασμών.

 

Η εικόνα στις τράπεζες

Αναφερόμενη στον τραπεζικό κλάδο η Scope επισημαίνει ότι μετά από σημαντική συγκέντρωση κατά τη δεκαετία της βαθιάς κρίσης, στη διάρκεια της οποίας τα τραπεζικά ενεργητικά μειώθηκαν κατά 60%, τέσσερις τράπεζες κυριαρχούν πλέον και κατέχουν πάνω από το 90% των τραπεζικών ενεργητικών: η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Eurobank, η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς.

Τα έσοδα του κλάδου προέρχονται κυρίως από καθαρά έσοδα τόκων, αντανακλώντας την έμφαση στον δανεισμό και τη χαμηλή διείσδυση μη τραπεζικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Αυτό καθιστά τις τράπεζες περισσότερο εκτεθειμένες στον κύκλο επιτοκίων σε σύγκριση με τους διεθνείς ομολόγους τους.

Λόγω της φύσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που περιλαμβάνει μια σχετικά μικρή αγορά στεγαστικών δανείων, η δανειοδότηση επικεντρώνεται στις επιχειρήσεις με σημαντική έκθεση στη ναυτιλία και στον τουρισμό.

Εκτιμούμε ότι η μέση ποιότητα των επιχειρηματικών πελατών θα είναι πιο ανθεκτική από το παρελθόν, έχοντας ήδη αντέξει τη σοβαρή επιδείνωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος την περίοδο 2010-2020. Ο λόγος μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) μειώθηκε στο 3,6% τον Δεκέμβριο του 2024 από 49% το 2017.

Η πώληση προβληματικών στοιχείων ενεργητικού υποστηρίχθηκε από το πρόγραμμα Ηρακλής (HAPS), που εισήχθη το 2019 και έχει έκτοτε παραταθεί αρκετές φορές. Οι τράπεζες όχι μόνο εξυγίαναν τους ισολογισμούς τους, αλλά και βελτίωσαν τα πρότυπα δανεισμού και παρακολούθησης.

Οι καταθέσεις πελατών, κυρίως από ιδιώτες, αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης του συστήματος. Αφού αποσύρθηκαν μαζικά κατά την κρίση χρέους, οι καταθέσεις επιστρέφουν σταδιακά και ξεπερνούν την ανάπτυξη των χορηγήσεων για σχεδόν μια δεκαετία. Κατά την πανδημία, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις από την ΕΕ και την κυβέρνηση ενίσχυσαν περαιτέρω τη βάση καταθέσεων.

Οι εγχώριες τράπεζες αποτελούν μεγάλους αγοραστές ελληνικών κρατικών ομολόγων, γεγονός που εντείνει τους φόβους για τον φαύλο κύκλο τράπεζας-κράτους. Υπολογίζουμε ότι οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 140% των κεφαλαίων Tier 1 κατά μέσο όρο για τις τρεις συστημικές τράπεζες στο δείγμα της EBA τον Σεπτέμβριο του 2024.

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας διανύει περίοδο ανάκαμψης, με στήριξη από ισχυρή εταιρική και καταναλωτική πίστη, υψηλά περιθώρια επιτοκίων, μειούμενους δείκτες κόστους προς έσοδα και κόστους κινδύνου, καθώς και ισχυρή ποιότητα ενεργητικού.

Οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγονται αυτή τη στιγμή μεταξύ των πιο κερδοφόρων της ΕΕ, εν μέρει λόγω των υψηλών μεριδίων αγοράς τους στην εγχώρια αγορά. Εκτός απροόπτου ύφεσης, προβλέπουμε διψήφιες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων για τα έτη 2025 και 2026.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο