Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε η στρατηγική του Σώματος Ευρωπαίων Ρυθμιστών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Body of European Regulators for Electronic Communications - BEREC) για την περίοδο 2026–2030.
Ειδικότερα, η διαμόρφωση της στρατηγικής του Σώματος ήταν το κεντρικό θέμα συζήτησης κατά τη διάρκεια της 63ης Συνεδρίασης της Ολομέλειάς του, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 5 και 6 Ιουνίου 2025 με συμμετοχή του Προέδρου της ΕΕΤΤ, Καθηγητή Κωνσταντίνου Μασσέλου.
Όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση που δημοσιοποίησε το BEREC, βασικός στόχος του είναι η προώθηση ενός ανεξάρτητου και ποιοτικού ρυθμιστικού πλαισίου για τον κλάδο των ψηφιακών υποδομών και υπηρεσιών, το οποίο θα λειτουργεί προς όφελος της Ευρώπης και των πολιτών της.
Στο πλαίσιο αυτό η στρατηγική του Σώματος για την περίοδο 2026–2030 περιλαμβάνει τις εξής στρατηγικές προτεραιότητες:
Προώθηση της πλήρους συνδεσιμότητας και της Ψηφιακής Ενιαίας Αγοράς
Σύμφωνα με την έκθεση, το BEREC θα συνεχίσει την προώθηση της συνδεσιμότητας, υιοθετώντας μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που θα περιλαμβάνει όλες τις βασικές υποδομές (χερσαίες, διαστημικές και υποθαλάσσιες).
Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, το BEREC θα εξακολουθήσει να συμβάλλει μεταξύ άλλων στις εργασίες για τη μετάβαση στο δίκτυο 5G SA (Standalone), καθώς και για την ανάπτυξη των δικτύων 6G.
Υποστήριξη ανταγωνιστικών και ανοικτών ψηφιακών οικοσυστημάτων
Το BEREC θα συνεχίσει επίσης να προσφέρει εμπειρογνωμοσύνη για την αξιολόγηση της αγοράς, διευκολύνοντας την απορρύθμιση όπου ο ανταγωνισμός είναι αποτελεσματικός. Παράλληλα, όπως σημειώνεται στην έκθεση, θα δοθεί προτεραιότητα σε μέτρα για την τόνωση του ανταγωνισμού και των επενδύσεων, ιδίως σε αγροτικές και υποεξυπηρετούμενες περιοχές.
Ενδυνάμωση τελικών χρηστών
Στα πλάνα του BEREC είναι να συνεχίσει την παροχή ενός δομημένου πλαισίου για τη συνεπή εφαρμογή του κανονισμού για το Ανοιχτό Διαδίκτυο, ενώ ταυτόχρονα θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αντιμετώπιση του ψηφιακού αποκλεισμού.
Ακόμα, στην έκθεση τονίζεται ότι το BEREC παρακολουθεί τις εξελίξεις στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης με σκοπό να διασφαλίσει ότι οι τελικοί χρήστες θα επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα, φροντίζοντας παράλληλα να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι.
Συμβολή σε περιβαλλοντικά βιώσιμες, ασφαλείς και ανθεκτικές ψηφιακές υποδομές
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.gr
FOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο LinkedinΤο BEREC δηλώνει ότι η περιβαλλοντική βιωσιμότητα αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ανάπτυξης δικτύων. Για τον λόγο αυτό, όπως αναφέρεται στην έκθεση, το Σώμα επιθυμεί το έργο του να αντικατοπτρίζει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στο κομμάτι της βιωσιμότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις τόσο στο τεχνολογικό πεδίο, όσο και στο ρυθμιστικό πλαίσιο, σε σχέση με ψηφιακές υποδομές, όπως τα data centers.
Ταυτόχρονα, αναγνωρίζοντας τις σύγχρονες προκλήσεις που έχουν δημιουργηθεί στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, το BEREC υπογραμμίζει ότι θα δοθεί έμφαση στη θωράκιση των δικτύων έναντι των υβριδικών απειλών.
Ενίσχυση των δυνατοτήτων του BEREC και συνεχής βελτίωση
Σε γενικές γραμμές, μέσα από τη νέα του στρατηγική για την περίοδο 2026–2030 σκοπός του BEREC είναι να θέσει στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων του την ενίσχυση της ευελιξίας, της ανεξαρτησίας, της συμπερίληψης, αλλά και της αποτελεσματικότητας του.
Την ίδια ώρα, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των εργασιών της Ολομέλειας τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση Κατευθυντήριες Οδηγίες στο πλαίσιο του Κανονισμού για την Υποδομή Δικτύων Gigabit (Gigabit Infrastructure Act-GIA), οι οποίες αφορούν την πρόσβαση σε εσωτερική υποδομή κτιρίων και τον συντονισμό έργων ανάπτυξης δικτύων.
Ακόμα, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση παρουσιάστηκε η Έκθεση για τα υποθαλάσσια καλώδια, η οποία αναδεικνύει την ανάγκη ανανέωσης παλαιών υποδομών και αναλύει τις κανονιστικές πρακτικές που ακολουθούν τα κράτη μέλη.
Τέλος, στο πλαίσιο της Ολομέλειας εγκρίθηκε και η Έκθεση Προόδου για τη μετάβαση από τα δίκτυα χαλκού στις οπτικές ίνες, στην οποία τονίζεται η ανάγκη προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών την περίοδο της μετάβασης.