Πίσω από τον θαμπό καθρέφτη των social media

Τι αποκαλύπτει η εμπειρία από πρόσφατες εκλογικές διαδικασίες σε χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας.

  • της Laura Chinchilla
Πίσω από τον θαμπό καθρέφτη των social media

Αιώνες πριν από την εποχή των social media, στα «Πολιτικά», ο Αριστοτέλης επεσήμανε διεξοδικά το ζωτικό στοιχείο που συντηρεί τη σύγχρονη δημοκρατική συνύπαρξη, που μας ξεχωρίζει από άλλα είδη και μας κάνει, σύμφωνα με την πασίγνωστη φράση του, «πολιτικά ζώα»: η ικανότητα του «λόγου», που στα ελληνικά σημαίνει όχι μόνο «ομιλία», αλλά και «λογική», «αιτία». Ο αιτιολογημένος λόγος, είπε ο Αριστοτέλης, είναι η ικανότητα που «υπηρετεί την αποκάλυψη του επωφελούς και του επιζήμιου και έτσι ακόμη του δίκαιου και του άδικου… Και η σύμπραξη επί αυτών των πραγμάτων είναι που φτιάχνει ένα σπιτικό ή μια πόλη».

Είναι η ικανότητά μας να επιχειρηματολογούμε που κάνει τις εκλογές δυνατές και που επιτρέπει στα αντιπροσωπευτικά πολιτικά μας συστήματα να λειτουργούν και να προσαρμόζονται. Η ελευθερία του λόγου ενδυναμώνει τους πολίτες, ατομικά ή συλλογικά, ώστε να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να διαμορφώσουν τους θεσμούς που οι αποφάσεις τους επηρεάζουν τις ζωές τους.

Ωστόσο, σήμερα είμαστε βαθιά προβληματισμένοι σχετικά με την ίδια την επιβίωση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Οι πολιτικές εγγυήσεις κάνουν δυνατή τη συνύπαρξή μας -ειδικά σε μια περίοδο που οι ψευδείς πληροφορίες διαχέονται γρήγορα μέσω των κοινωνικών δικτύων, ριζοσπαστικές απόψεις εκτοξεύονται στα ψηφιακά κανάλια και οι δημόσιες αντιπαραθέσεις όλο και περισσότερο εκτρέπονται προς τον εξτρεμισμό. Μαζί με τις προσπάθειες να πραγματωθεί η ελευθερία του λόγου σε χώρες που εξακολουθούν να βρίσκονται υπό αυταρχικά καθεστώτα, αναδύθηκαν νέες πρωτοβουλίες και προβληματισμοί μέσα από τους φόβους σχετικά με το πόσο ασκούμε αυτή την ελευθερία ψηφιακά.

Πράγματι, δικαιώματα και ελευθερίες, όπως αυτά που προσφέρει η δημοκρατία, απαιτούν συνεχή παρακολούθηση και προσοχή για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται, το περιεχόμενό τους και τα όριά τους, αν θέλουμε να διαρκέσουν.

Δεν υπάρχουν εύκολες αλήθειες, όταν η συζήτηση φτάνει στα οφέλη και στους κινδύνους που εγκυμονούν τα social media για αντιπροσωπευτικές αρχές μιας κοινωνίας.

Από τη μια, οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν ενισχύσει σημαντικά την ελεύθερη πρόσβαση σε κυβερνητικά στοιχεία και πληροφορίες, έχουν ενθαρρύνει τη συμμετοχή πολιτών στον δημόσιο διάλογο, έχουν αναδείξει νέες φωνές στην κριτική αντιπαράθεση, έχουν σφυρηλατήσει τη διαφάνεια και τον έλεγχο των διοικητικών πράξεων, έχουν δημιουργήσει παγκόσμια δίκτυα υποστήριξης για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κράτους δικαίου και δημοκρατίας. Και έχουν κινητοποιήσει περισσότερους, που είναι πρόθυμοι να ανακαλύψουν καινούργιους δρόμους πολιτικής συμμετοχής.

Η Αραβική Άνοιξη σχεδόν μία δεκαετία πριν, οι διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ που συνεχίζονται και η ανατροπή του προέδρου του Πόρτο Ρίκο τον Ιούλιο του 2019, είναι μόνο μερικά παραδείγματα.

Από την άλλη, ο ανησυχητικός αριθμός των επεισοδίων χειραγώγησης εκλογών και δημόσιων συζητήσεων στα οποία εμπλέκονται και τα social media, όπως και η ανάδυση εξτρεμιστικών ομάδων που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να προκαλέσουν μίσος και βία, μας προειδοποιούν σαφώς ότι η δύσκολη σχέση των social media με τη δημοκρατία δεν είναι πλέον μια σειρά από μεμονωμένα επεισόδια.

Οι ψεύτικες ειδήσεις είναι τόσο παλιές όσο και οι ειδήσεις και η ρητορική μίσους είναι τόσο παλιά όσο και η ρητορική γενικά. Αλλά η ψηφιακή εποχή έχει διαμορφώσει το ιδανικό περιβάλλον, ώστε και τα δύο να παραχθούν με επιθετικό τρόπο και να φτάνουν σε περισσότερους. Για να είμαστε ξεκάθαροι, η υπόσχεση που δίνουν οι νέες τεχνολογίες για βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης είναι υπεράνω αμφισβήτησης. Αλλά και οι κίνδυνοι έχουν γίνει ανάλογα προφανείς.

O Jency Jacob, αρχισυντάκτης του Boom, μιας ινδικής ιστοσελίδας που ελέγχει την ορθότητα πληροφοριών στο διαδίκτυο, απευθύνεται στο κοινό του στο «Fact vs. Fiction», ένα live streaming πρόγραμμα που συμπαρουσιάζει. Στη διάρκεια της εκλογικής περιόδου των πέντε εβδομάδων για την ανάδειξη του ινδικού κοινοβουλίου, η διάδοση ψευδών ή ανακριβών πληροφοριών αυξήθηκε κατά 40% εν συγκρίσει με μη εκλογικές περιόδους.

Ενώ αυτά τα θέματα θα έπρεπε να τυγχάνουν ανάλογης προσοχής από ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα, η αλήθεια είναι ότι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη χειραγώγηση των εκλογών, οι χώρες του νότιου ημισφαιρίου κατά κανόνα βρίσκονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μεγάλο μέρος της προσοχής εστιάζει στις απάτες και τις στρεβλώσεις στις εκλογές της ανεπτυγμένης Δύσης, όπως αυτές στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016.

Ο κίνδυνος από αυτή την έλλειψη προσοχής είναι σοβαρός, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την κατάσταση της δημοκρατίας παγκοσμίως, αλλά και σε ό,τι αφορά τις μεθόδους και τις τακτικές με τις οποίες τα social media μπορεί να διαστρεβλώσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες και στον ανεπτυγμένο Βορρά.

Στην Ινδία, την πληθυσμιακά μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου, ιστοσελίδες που ελέγχουν την αλήθεια πληροφοριών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο εκτίμησαν ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων κοινοβουλευτικών εκλογών στη χώρα, η διάδοση ψευδών ή ανακριβών πληροφοριών αυξήθηκε κατά 40% σε σύγκριση με μη εκλογικές περιόδους.

Τον Φεβρουάριο του 2019, στις τελευταίες εκλογές στη Νιγηρία, διαδόθηκαν ευρέως ψευδείς πληροφορίες για υποτιθέμενη βία στα εκλογικά τμήματα που βρίσκονταν σε περιοχές-κάστρα της αντιπολίτευσης. Στη Βραζιλία, κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2018, οι αρχές αναγκάστηκαν να πολλαπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να αντιμετωπίσουν την κυκλοφορία βιντεοσκοπημένου υλικού που εμφάνιζε ψευδείς μεταβολές των αποτελεσμάτων στα συστήματα ηλεκτρονικής πληροφόρησης.

Η Ινδία, η Νιγηρία και η Βραζιλία έχουν κάτι κοινό: την ευρεία χρήση του WhatsApp, που είναι η δημοφιλέστερη εφαρμογή στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και σε πολλές ασιατικές χώρες (με 1,6 δισ. ενεργούς χρήστες κάθε μήνα σε 180 χώρες), μέσω της οποίας μπορεί κάποιος να μοιράζεται πληροφορίες με συγγενείς και φίλους.

Σε αντίθεση με άλλες πλατφόρμες, όπως το Facebook, του οποίου το περιεχόμενο είναι ανοιχτό, οι κωδικοποιημένες peer to peer εφαρμογές για αποστολή μηνυμάτων, όπως το WhatsApp, το Messenger, το Telegram και το Signal, καθιστούν την παρακολούθηση της ανταλλαγής πληροφοριών πρακτικά αδύνατη. Ενώ είναι ουσιωδώς σημαντικό να προστατευθεί η ιδιωτικότητα των χρηστών, η peer to peer τεχνολογία διευκολύνει επίσης την εγκληματική δραστηριότητα, την κυνική διάδοση ψευδών πληροφοριών και τη χειραγώγηση του κοινού.

Φυσικά, ορισμένες χώρες εξετάζουν τρόπους να καταστήσουν τις εταιρείες υπόλογες για το επιβλαβές περιεχόμενο που διαχέεται στις πλατφόρμες τους, κάτι το οποίο είναι σίγουρο πως θα πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις για τον σεβασμό της ιδιωτικότητας, την οικονομική ελευθερία και την ελευθερία λόγου.

Ωστόσο, η πιο σημαντική συζήτηση που θα μπορούσαμε να κάνουμε, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, ίσως να αφορά το κατά πόσο η ποιότητα των δημόσιων διαλόγων μας (όπως διαμορφώνεται και από τα εκπαιδευτικά συστήματα κάθε χώρας), η ανθρώπινη εξέλιξη και η ισχύς των θεσμών επαρκούν για να αποκαλύψουν το ωφέλιμο και το επιβλαβές ή για να διαχωρίσουν το δίκαιο από το άδικο, όπως το προσδιόρισε ο Αριστοτέλης τον 4ο π.Χ. αιώνα.

Οπωσδήποτε έχουμε υποχρέωση να προειδοποιούμε για τους κινδύνους των social media, περιλαμβανομένων των τρόπων που μπορεί να διευκολύνουν τη διάδοση μη αξιόπιστων πληροφοριών, να διασπείρουν το μίσος και τη βία ή να ενισχύουν την πολιτική χειραγώγηση των πολιτών.

Αλλά τελικά τα social media είναι απλώς ένα τεχνολογικό μέσο. Υπό αυτό το πρίσμα, αν και μπορεί να βοηθήσουν την αναπαραγωγή ή τη μεγέθυνση του περιεχομένου, το ίδιο το περιεχόμενο έχει δημιουργηθεί από έναν πραγματικό άνθρωπο, από έναν οργανισμό, ένα κυβερνητικό στέλεχος, ένα πολιτικό κόμμα ή μια εταιρεία κάπου στον κόσμο.

Τα social media δεν είναι παρά η πιο ακατέργαστη έκφραση των κοινωνιών και του τύπου των πολιτών που έχουμε διαπαιδαγωγήσει. Αν κάποιες φορές δεν μας αρέσει αυτό που βλέπουμε, ίσως δεν αρκεί το να γυαλίσουμε τον καθρέφτη.

*Η Laura Chinchilla είναι Πρώην πρόεδρος της Κόστα Ρίκα (2010-2014), πρόεδρος της Επιτροπής Kofi Annan για τις Εκλογές και τη Δημοκρατία στην Ψηφιακή Εποχή.

v