Τι πρέπει να αλλάξουν οι Δημοκρατίες μας

Καθώς οι κρίσεις αυξάνονται και επιτείνονται, τα κράτη οφείλουν να ανταποκρίνονται πιο άμεσα και πιο πειστικά στις ανάγκες των πολιτών.

Τι πρέπει να αλλάξουν οι Δημοκρατίες μας

Αποσπάσματα από επιλεγμένες συζητήσεις με θέματα από την παγκόσμια πολιτική σκηνή που εξετάστηκαν στο ετήσιο Athens Democracy Forum (30/9-2/10/2020). Τα αποσπάσματα που ακολουθούν, έχουν συμπυκνωθεί.

Η δημοκρατία στον καιρό της κρίσης

Το θέμα: Η πανδημία του κορωνοϊού και οι διαμαρτυρίες ενάντια στις φυλετικές ανισότητες έχουν δοκιμάσει μοντέλα πολιτικής ηγεσίας σε όλο τον κόσμο και έχουν φέρει απροσδόκητες αλλαγές. Ωστόσο, δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που η δημοκρατία δοκιμάστηκε από μια κρίση. Στη συγκεκριμένη συζήτηση εξετάστηκαν το ιστορικό προηγούμενο, καθώς και πώς διάφορα μοντέλα διακυβέρνησης έχουν ενισχύσει ή έχουν χάσει την πολιτική τους νομιμοποίηση απέναντι σε αυτές τις κατακλυσμιαίες προκλήσεις.

Συζήτησαν οι: Dubravka Suica (Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, Επίτροπος για τη Δημοκρατία και τη Δημογραφία), Kevin Casas-Zamora (γενικός γραμματέας του International IDEA - Διεθνές Ινστιτούτο Δημοκρατίας και Εκλογικής Βοήθειας), Hind Ziane (ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Génération Politique, ενός οργανισμού πολιτικής στρατηγικής και δημοσίων σχέσεων), Kishore Mahbubani (διακεκριμένος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ερευνών της Ασίας του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης).

Dubravka Suica: Στην αρχή του έτους, κανένας από εμάς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τις πολλαπλές επιπτώσεις του Covid-19. Αυτή η κρίση μας έδειξε ότι η προτεραιότητα της ένωσής μας θα πρέπει να είναι η ανάγκη για ενότητα και αλληλεγγύη σε δύσκολους καιρούς. Επίσης, θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια όχι για να επιτείνουμε αυτήν την κρίση, αλλά για να αντλήσουμε διδάγματα. Γνωρίζετε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτοστατεί στον αγώνα για την προστασία και την εμβάθυνση των δημοκρατικών αξιών και αυτό συμβαδίζει με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. (…) Είναι αλήθεια ότι η δημοκρατία δυσκολεύεται αυτές τις μέρες. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι μένουν πίσω. Και ποιον κατηγορούν; Την ίδια τη δημοκρατία. Ωστόσο, η δημοκρατία εξακολουθεί να είναι η καλύτερη εφεύρεση - δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο. Όμως, πρέπει να βελτιώσουμε τους τρόπους με τους οποίους ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες των πολιτών.

Hind Ziane: Το πρώτο που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι βρισκόμαστε σε περίοδο κρίσης. Και νομίζω ότι αυτή η κρίση που συμβαίνει εδώ και μήνες σε όλο τον κόσμο, μας λέει δύο πράγματα. Το πρώτο είναι πως οι δημοκρατίες μας δεν είναι εξοπλισμένες για να αντιμετωπίσουν ένα τόσο μεγάλο, κατακλυσμιαίο γεγονός. Το δεύτερο μάθημα που έχουμε πάρει και το οποίο γνωρίζουμε εδώ και αρκετό καιρό, είναι ότι οι δημοκρατίες μας πρέπει να αλλάξουν. Δεν είναι πλέον σε θέση να λειτουργούν κανονικά. (…) Αυτή είναι μια μεγάλη ευκαιρία για εμάς, ως πολιτικό σύστημα, να κάνουμε το μεγάλο βήμα και να αλλάξουμε. Το βλέπω, λοιπόν, σαν μια χρυσή ευκαιρία.

Ο Nathan Gardels, συντονιστής του πάνελ με θέμα «Democracy in a Time of Crisis», με τη Hind Ziane, ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλο της Génération Politique.

Kevin Casas-Zamora: Οι πιθανότητες για την επιβίωση της δημοκρατίας θα είναι πολύ καλύτερες όταν θα αποδειχθεί ικανή να μειώσει την κοινωνική αβεβαιότητα σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Και γι’ αυτό τα ισχυρά κράτη πρόνοιας, το σταθερό κράτος δικαίου και η συνεχής δημοσιονομική σύνεση είναι τόσο σημαντικά - επειδή μειώνουν την αβεβαιότητα.

Kishore Mahbubani: Ο λόγος που η δημοκρατία ήρθε στην Ανατολική Ασία οφείλεται στο αμερικανικό μοντέλο διακυβέρνησης. Η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και η Ινδονησία μεταμορφώθηκαν, αλλά πάντα καθοδηγούμενες από το «gold standard» δημοκρατίας των ΗΠΑ. Κι ο λόγος που το τονίζω είναι επειδή το «χρυσό» αυτό πρότυπο έχει διαβρωθεί βαθιά και ίσως τελικά αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία στην Ανατολική Ασία. Οι ΗΠΑ, οι οποίες κάποτε αποτελούσαν ένα έθνος υψηλής λειτουργικότητας (έστειλαν τον άνθρωπο στη Σελήνη, μεγέθυναν τη μεσαία τάξη), ξαφνικά έχουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός αποτυχημένου, κατά κάποιο τρόπο, έθνους, με μειωμένο προσδόκιμο ζωής και υψηλή βρεφική θνησιμότητα. Τα αναφέρω όλα αυτά για να επισημάνω τελικά πως κάτι πάει στραβά εδώ. Οι ΗΠΑ δεν έχουν πια δημοκρατία, αλλά πλουτοκρατία, πράγμα που σημαίνει πως οι παροχές που έχει ο πολίτης από το κράτος είναι άμεσα συνυφασμένες με τα χρήματα που βγάζει. Δεν είναι πλέον κυβέρνηση του λαού, εκλεγμένη από τον λαό και για τον λαό, αλλά μια κυβέρνηση του 1%, από το 1%, για το 1%.

Αντίδορο για τον φόβο των λαών

Το θέμα: 30 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, μια νέα γενιά ισχυρών έχει δημιουργήσει νέα τείχη, που βασίζονται στον εθνικισμό, τη μισαλλοδοξία και τον φόβο. Ποιο είναι το αντίδοτο;

Συζήτησαν οι: Andreas Bummel (εκτελεστικός διευθυντής του οργανισμού Democracy Without Borders), Elhadj As Sy (πρόεδρος του Ιδρύματος Kofi Annan και πρώην γενικός γραμματέας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου), Alison Smale (δημοσιογράφος, πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ για τις παγκόσμιες επικοινωνίες και πρώην συντάκτρια της εφημερίδας «The International Herald Tribune»).

Alison Smale: Εκείνη τη χαρούμενη νύχτα του 1989, όταν το Τείχος του Βερολίνου έπεσε, ήμουν εκεί και πέρασα από το Checkpoint Charlie μαζί με τους πρώτους Ανατολικογερμανούς. Ποτέ δεν θα μετανιώσω για τη χαρά εκείνης της νύχτας, αλλά σίγουρα θα είναι αιτία να θυμάμαι το ότι όλοι πρέπει να εργαζόμαστε σκληρά αν θέλουμε να έχουμε καλά αποτελέσματα. Οι συζητήσεις για την αξία του να είμαστε ενωμένοι και την ανάγκη να εργαστούμε για τη διατήρηση της δημοκρατίας είναι όλο και περισσότερες πλέον. Κι ίσως αυτό να ακούγεται κάπως παιδιάστικο, αλλά δεν παύει να απαιτεί πολλή δουλειά για να γίνει πραγματικότητα. Μπορούμε να εναντιωθούμε στους ισχυρούς (που ίσως τελικά να είναι αδύναμοι) και να ενισχύσουμε τους αδύναμους ώστε να παραμείνουν δυνατοί. (…) Εάν η πίστη μας στην αξία του να είμαστε ενωμένοι είναι ισχυρή και, θα τολμήσω να πω, και ηθική, τότε δεν θα είμαστε απλά ενωμένοι, αλλά θα μπορούμε να είμαστε δίπλα στους αδύναμους που χρειάζονται βοήθεια.

Andreas Bummel: Πιστεύω ότι αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο η αναγκαιότητα της παγκόσμιας συνεργασίας, η οποία είναι σίγουρα απαραίτητη, αλλά όχι και αρκετή. Αναγνωρίζεται, επίσης, πως είναι αναγκαία κάποια επόμενα βήματα αν θέλουμε να επιτύχουν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Και υποθέτω πως το κλειδί βρίσκεται ακριβώς εδώ. Οι άνθρωποι δεν είναι δυσαρεστημένοι με τη δημοκρατία ως σύστημα διακυβέρνησης, αλλά με την απόδοση των δημοκρατικών κυβερνήσεων. Πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε: γιατί οι κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση να φέρουν τα αποτελέσματα που περιμένουμε; Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης (τις επιδράσεις από διάφορα σημεία του κόσμου ή τις ελεύθερες αγορές) που υπονομεύουν την ικανότητα των καθιερωμένων δημοκρατικών θεσμών να προσφέρουν και να είναι προσπελάσιμες. Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, είναι περισσότερη συμμετοχή και καλύτερη εκπροσώπηση σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κοιτάξουμε πώς λειτουργεί το διεθνές σύστημα, διαπιστώνουμε ότι είναι εντελώς αντιδημοκρατικό όσον αφορά την άμεση εκπροσώπηση και τη συμμετοχή των πολιτών.

Elhadj As Sy: Νομίζω ότι οι καταστάσεις που βλέπουμε σε διάφορα μέρη του κόσμου, μας θυμίζουν τι είναι και τι αφορά η δημοκρατία. Και μιλώντας από την Αθήνα, σε ένα forum για τη δημοκρατία, είναι σημαντικό να επιστρέψουμε στους κανόνες που αφορούν τους ανθρώπους. Η δημοκρατία δεν αφορά μόνο το σύστημα, δεν αφορά μόνο μια ιδεολογία, δεν αφορά τη Δύση ή την Ανατολή, τον Βορρά ή τον Νότο. Αφορά τους ανθρώπους.

Πρόκειται για τη ζωή των ανθρώπων, για την ευημερία των ανθρώπων, για τις φιλοδοξίες των ανθρώπων. Οι άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, παλεύουν για έναν κοινό σκοπό, την αξιοπρέπεια. Επομένως, εάν η δημοκρατία μπορεί να αναπτυχθεί με ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εάν η δημοκρατία μπορεί να είναι ο ασφαλής χώρος όπου μετράνε οι φωνές των ανθρώπων, αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι, τότε θα είναι ένα παγκόσμιο ιδανικό για το οποίο θα πολεμούν όλοι.

Κλιματική αλλαγή, Covid-19 και ανθρώπινα δικαιώματα

Το θέμα: Όταν ο κόσμος μπήκε σε αναγκαστική παύση λόγω της πανδημίας, οι συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή και τις αιτίες που την προκαλούν σταμάτησαν. Στο πάνελ συζητήθηκε η σημασία της αλλαγής του κλίματος ως γεγονότος με παγκόσμιο αντίκτυπο. Ποια μαθήματα μας έχει διδάξει η πανδημία σχετικά με την πιθανή πρόοδο; Και ποιες είναι οι επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα;

Συζήτησαν οι: Aron Cramer (πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οργάνωσης Business for Social Responsibility - BSR), Paul Polman (συνιδρυτής και πρόεδρος της Imagine, εταιρείας συμβούλων με επίκεντρο την περιβαλλοντική ευθύνη), Clover Hogan (ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του Force of Nature, που επιτρέπει στους νέους να αναλάβουν δράση για την κλιματική αλλαγή).

Clover Hogan: Η κλιματική κρίση είναι το σύμπτωμα δυσλειτουργικών συστημάτων, από τα ρούχα που φοράω μέχρι το φαγητό στο ψυγείο μου ή πώς έφτασα εδώ από το Λονδίνο. Το θεμέλιο αυτών των δυσλειτουργικών συστημάτων είναι ένα καπιταλιστικό σύστημα βασισμένο στην απεριόριστη ανάπτυξη, με πεπερασμένους πόρους, εδραιωμένο στην αιώνια ιστορία της καταπίεσης των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων, των κοινοτήτων με βάση το χρώμα του δέρματος, των γυναικών, των ιθαγενών, των θεματοφυλάκων της γης. Και βασίζεται επίσης στην εμπορευματοποίηση της φύσης, μια ιστορία χιλίων χρόνων, που εκτιμά το δέντρο όχι για τις υπηρεσίες του στο οικοσύστημα ή για το οξυγόνο που μας προσφέρει για να αναπνέουμε, αλλά για το ξύλο που δίνει ή για το φοινικέλαιο στις σοκολάτες. Οι οικολογικές κρίσεις, μία εκ των οποίων είναι και η πανδημία (η πανδημία προκλήθηκε από αυτήν ακριβώς την εκμετάλλευση της φύσης), μας δείχνουν όχι μόνο πόσο δυσλειτουργικά είναι αυτά τα συστήματα, αλλά και πόσο εύθραυστα και πόσο επιρρεπή στην κατάρρευση.

Το ότι είμαστε αναγκασμένοι να πατήσουμε το «pause» στην υπερκαταναλωτική, παγκοσμιοποιημένη ζωή μας λόγω της πανδημίας, αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να σκεφτούμε το μέλλον που θέλουμε να δημιουργήσουμε και πώς ο καθένας μας, πολιτικοί, επιχειρηματικοί ηγέτες, συνειδητοποιημένες μαμάδες και μπαμπάδες ή μαθητές, μπορούμε να γίνουμε θεματοφύλακες, να ξανασκεφτούμε πώς ζούμε, πώς αναπνέουμε και πώς υπάρχουμε στον 21ο αιώνα. Και πιστεύω πως ένα από τα ισχυρότερα εργαλεία που διαθέτουμε, αλλά το χρησιμοποιούμε λιγότερο, είναι το μυαλό μας.

Η Clover Hogan, ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του Force of Nature.

Paul Polman: Αυτό που είδαμε για άλλη μια φορά στην κρίση της πανδημίας είναι οι προκλήσεις της διακυβέρνησης παγκοσμίως. Τα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε, όπως για παράδειγμα τα θέματα της αλληλεξάρτησης των χρηματοπιστωτικών αγορών, της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, της κλιματικής αλλαγής και τώρα και των πανδημιών, απαιτούν, χωρίς αμφιβολία, μια παγκόσμια αντίδραση. Αυτά τα θέματα δεν γνωρίζουν σύνορα. Ωστόσο, έχουμε περίπου 86 χώρες που θέτουν περιορισμούς στις εξαγωγές ιατρικού προστατευτικού εξοπλισμού. Έχουμε δει έλλειψη αλληλεγγύης και συνεργασίας μεταξύ των κυβερνήσεων. Οι αναπτυσσόμενες αγορές έχουν σχεδόν μηδενική υποστήριξη από τις αναπτυγμένες αγορές. Έτσι, η παγκόσμια διακυβέρνηση βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, σε χαμηλά επίπεδα επειδή οι περισσότεροι θεσμοί δημιουργήθηκαν πριν από 70 χρόνια. Και, ειλικρινά, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις που ενδέχεται να έχουν προσαρμόσει τις στρατηγικές τους 10, 15, 20 φορές, η παγκόσμια διακυβέρνηση δεν έχει εξελιχθεί.

Aron Cramer: Ένας από τους λόγους που ορισμένες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν αρχίσει να ευαισθητοποιούνται στο θέμα της κλιματικής αλλαγής πιο αποφασιστικά, είναι επειδή αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούν πλέον να προσελκύσουν τους καλύτερους και τους εξυπνότερους... Εάν δεν συνεισφέρουν ουσιαστικά και ριζικά στην προστασία του περιβάλλοντος, θα μείνουν χωρίς υπαλλήλους. Η Amazon μάλλον δεν θα είχε δείξει τόση ευαισθητοποίηση για την κλιματική αλλαγή εάν οι υπάλληλοί της, και κυρίως οι νεότεροι σε ηλικία, δεν είχαν απαιτήσει δημόσια από την εταιρεία να υιοθετήσει μια πιο συμβατή και φιλική προς το περιβάλλον προσέγγιση. Οι επιχειρήσεις πρέπει να καταλάβουν ότι τα ταλέντα του 21ου αιώνα περιμένουν από εμάς να αναλάβουμε αυτά τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα και ιδίως την κλιματική αλλαγή. Αν δεν το κάνουμε, η δεξαμενή ταλέντων δεν θα είναι διαθέσιμη και καμία εταιρεία δεν θα μπορέσει να επιβιώσει ή να ευδοκιμήσει.

Το πεδίο μάχης των social media

Το θέμα: Τους τελευταίους μήνες, η πολυδαίδαλη σύγκρουση ανάμεσα στις πλατφόρμες των social media, των χρηστών τους και των ρυθμιστικών αρχών επιτείνεται σταθερά. Ποιος είναι ή ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος των κυβερνητικών αρχών ώστε να διατηρούνται οι πλατφόρμες διαφανείς και οι χρήστες τους ασφαλείς; Και ποια εργαλεία μπορούν να βοηθήσουν τους πολίτες να ασχοληθούν περισσότερο με το πρόβλημα;

Συζήτησαν οι: Dan Shefet (δικηγόρος στο Εφετείο του Παρισιού), Wietse Van Ransbeeck (συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του CitizenLab, μιας πλατφόρμας πολιτικής έκφρασης και δράσης), Orit Farkash-Hacohen (τέως υπουργός Στρατηγικών Θεμάτων του Ισραήλ, από τις 2/10/20 υπουργός Τουρισμού της χώρας).

Orit Farkash-Hacohen: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα social media έχουν γίνει το καταφύγιο των fake news, των προκλητικών συμπεριφορών και της ρητορικής του μίσους. Αυτό που συμβαίνει κατά την άποψή μου είναι ότι, στο όνομα της ελευθερίας του λόγου, ορισμένες ομάδες διαδίδουν ψεύτικες ειδήσεις και βία στα social media. Κι αυτό είναι κάτι που κανένα κράτος δεν μπορεί να παραβλέψει. Ως υπουργός, για το πρόβλημα αυτό, ακολούθησα μια πολιτική εντονότερης συνεργασίας με τα social media στο Ισραήλ. Πραγματοποιούμε συνεδριάσεις με τους υπεύθυνους των social media επειδή πιστεύω ότι μόνοι μας δεν μπορούμε να καταφέρουμε πολλά. Η επιβολή και οι ρυθμίσεις αφ’ εαυτές δεν θα έχουν αποτέλεσμα. Τα social media πρέπει να καταλάβουν ότι έχουν εξουσία και μαζί με την εξουσία έρχεται η ευθύνη και η λογοδοσία. Και είναι γεγονός πως, στο τέλος της ημέρας, έχουν τη δύναμη να ελέγχουν και να καταστρέφουν μυαλά. Αυτό δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Εφαρμόζουμε, λοιπόν, ένα πρόγραμμα τεσσάρων βημάτων με τους γίγαντες των social media και τους ζητάμε να ορίσουν σχετικές και σαφείς πολιτικές. Πρέπει να παρουσιάζουν με διαφάνεια τα γεγονότα και να αποσύρουν το προβληματικό περιεχόμενο.

Wietse van Ransbeecκ: Στο CitizenLab παρέχουμε μια πλατφόρμα ψηφιακής δημοκρατίας. Υπάρχουν φυσικά και πολλά άλλα εργαλεία ή διαθέσιμες πλατφόρμες, αλλά αυτό που κάνουμε εμείς είναι να βοηθάμε τους πολίτες να έχουν λόγο στη χάραξη τοπικής πολιτικής στα κυβερνητικά προγράμματα και να μπορούν να παρουσιάζουν τις προτάσεις τους. Αυτό που μας διαφοροποιεί από τα social media είναι ότι ξεκινάμε από το γενικό ερώτημα «Πώς θα γίνουμε μέρος της δημόσιας σφαίρας στην ψηφιακή εποχή;». Κι αυτό επειδή τα social media δεν είναι το κατάλληλο μέσο για μια εποικοδομητική συζήτηση. Όλοι γνωρίζουμε για τα filter bubbles και τα echo chambers στα δίκτυα των social media. Πιστεύω, λοιπόν, ότι είναι επίσης ευθύνη της κυβέρνησης να επανεξετάσει πώς θα δημιουργήσουμε αυτή την ψηφιακή δημοκρατία. Και τέτοιες πλατφόρμες που θα ελέγχονται από την κυβέρνηση, μπορεί να φέρουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα επειδή θα ανήκουν στην κυβέρνηση, που έχει στην κατοχή της όλα τα data. Έτσι, όταν προκύπτει χειραγώγηση, η κυβέρνηση θα έχει τον έλεγχο. Μπορούν, επίσης, να σχεδιάζουν τις πλατφόρμες με τέτοιο τρόπο ώστε να διαφυλάττουν κάποιες δημοκρατικές αξίες, με την έννοια ότι, αφού μιλάμε για διαφάνεια και ειλικρίνεια, μπορούν να λειτουργούν πλατφόρμες ανοιχτού κώδικα και να διασφαλίζουν ότι οι αλγόριθμοι είναι ανοιχτοί και διαφανείς.

Ταυτόχρονα, όμως, όταν χρησιμοποιείται τεχνητή νοημοσύνη, να εξηγείται στους πολίτες με ποιον τρόπο χρησιμοποιείται. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η πιο σημαντική προσφορά αυτών των συστημάτων είναι ότι παρέχουν σε πολίτες από διαφορετικό υπόβαθρο έναν χώρο για να συζητούν και να συνομιλούν μεταξύ τους. Και αυτό είναι απαραίτητο για τη δημοκρατία στην ψηφιακή εποχή, να μπορούμε να συζητάμε με ανθρώπους που έχουν διαφορετικές απόψεις.

Dan Shefet: Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω σχεδόν όλες τις υποθέσεις που ασχολήθηκαν με υποκίνηση σε βία ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC): το ειδικό δικαστήριο για τη Ρουάντα, το ειδικό δικαστήριο για τη Γιουγκοσλαβία, ακόμη και τις δίκες της Νυρεμβέργης. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, λοιπόν, ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο, ακόμη και για τους πιο καταρτισμένους δικαστές, να αποφασίσουν αν μια ομιλία είναι παράνομη ή όχι. Υπάρχουν πολλές υποθέσεις στα δικαστήρια ανωτάτου επιπέδου, στις οποίες κάποιος αθωώνεται ή καταδικάζεται στο πρώτο επίπεδο και η απόφαση ανατρέπεται κατόπιν έφεσης.

Με άλλα λόγια, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Και δεν βλέπω πώς μπορούμε να υποχρεώσουμε τα social media να είναι πιο έξυπνα από τους επαγγελματίες δικαστές όσον αφορά τον καθορισμό του αν κάτι που λέγεται είναι παράνομο ή όχι, δεδομένου φυσικά ότι, όταν το κάνουμε αυτό, όχι μόνο περιορίζουμε μαθηματικά την ελευθερία του λόγου, αλλά παράλληλα επιβάλλουμε σε αυτούς τους οργανισμούς αρμοδιότητες που δεν σχετίζονται με το πεδίο των γνώσεών τους. Κι αυτό, για μένα, τουλάχιστον από νομικής άποψης, δεν είναι δυνατόν να γίνεται.

v