Η υπερχρέωση δεν αντιμετωπίζεται με περισσότερο χρέος

Οι μειώσεις φόρων, οι κρατικές δαπάνες για έργα υποδομής και άλλα μέτρα αποσκοπούν στην τόνωση της οικονομίας. Μήπως όμως ματαιοπονούν, από τη στιγμή που χρηματοδοτούνται με αύξηση του χρέους;

Η υπερχρέωση δεν αντιμετωπίζεται με περισσότερο χρέος

Από τις ΗΠΑ μέχρι την Ελλάδα, πολλές κυβερνήσεις προσπάθησαν να αντισταθμίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση της πανδημίας της Covid-19 με αύξηση των κρατικών δαπανών και «πάγωμα» ή μείωση των φορολογικών υποχρεώσεων πολλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Γι’ αυτό τον λόγο δανείσθηκαν μεγάλα ποσά από τις αγορές. Οι κεντρικές τράπεζες φρόντισαν να διατηρήσουν πολύ χαμηλά το κόστος δανεισμού των κρατών και των επιχειρήσεων, εφαρμόζοντας μια πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική με μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια παρέμβασης και μαζικές αγορές τίτλων από τη δευτερογενή αγορά (QE).   

Στην Ελλάδα, π.χ., το χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε στα 341 δισ. ευρώ από 331 δισ. το 2019 και 334,7 δισ. το 2018. Κι αν σκεφθούμε πως το φετινό πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού εκτιμάται πως θα κυμανθεί κοντά στα περσινά επίπεδα της τάξης του 7% του ΑΕΠ, η αύξηση του στοκ του χρέους είναι λογικό να συνεχισθεί σε απόλυτα νούμερα. Σημειώνουμε ότι τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης εκτιμάται πως θα είναι ίδια ή μεγαλύτερα κατά 1 με 2 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2020.

Ένας από τους μεγαλύτερους επικριτές των οικονομικών πολιτικών που οδηγούν ή αυξάνουν την υπερχρέωση είναι ο Lacy Hunt. Ως νεαρός διαχειριστής ομολογιακών αμοιβαίων κεφαλαίων την περίοδο των ελέγχων στις τιμές και στους μισθούς επί προεδρίας Νίξον, ο Hunt είδε τη βουτιά των ομολόγων να έρχεται στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και έκανε ευτυχισμένους τους πελάτες του. Για τον Hunt και άλλους, το υψηλό χρέος σε συνδυασμό με τη «χαμηλότερης ποιότητας» σύνθεσή του έχει καταστήσει τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική αναποτελεσματικές.

Στην περίπτωση της νομισματικής πολιτικής, οι κεντρικές τράπεζες όπως η Fed και η ΕΚΤ μειώνουν τα επιτόκια παρέμβασης αλλά η θετική επίπτωσή τους στην οικονομική δραστηριότητα είναι ολοένα μικρότερη. Από την άλλη πλευρά, μια μικρή αύξηση των επιτοκίων αρκεί για να την αισθανθούν αγορές και οικονομίες πολύ περισσότερο. Με άλλα λόγια, η νομισματική πολιτική έχει γίνει ασύμμετρη όπως λέει ο Hunt. 

Σε μια μελέτη της McKinsey του 2010, η οποία συμπεριέλαβε 24 ανεπτυγμένες χώρες που έγιναν υπερχρεωμένες, το εύρημα ήταν πως δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα, αναλαμβάνοντας περισσότερο χρέος. Δηλαδή να κάνεις ό,τι κάνουν πολλές χώρες σήμερα. Η πολυετής αύξηση του ποσοστού της αποταμίευσης, πιο γνωστή ως λιτότητα, είναι αναγκαία για την επίλυση του προβλήματος, προσθέτει. Όμως, αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει στις σημερινές Δημοκρατίες.  

Μια δεκαετία και πλέον από τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση, το χρέος συνεχίζει να αυξάνει. Τόσο το κρατικό όσο και το εταιρικό. Οι μειώσεις των φόρων και οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερους ρυθμούς  οικονομικής μεγέθυνσης αλλά θα έχουν περιορισμένη διάρκεια, αναφέρει ο Lacy Hunt.  To πρόβλημα επιδεινώνεται γιατί οι χώρες αναλαμβάνουν χρέη που δεν πρόκειται να φέρουν εισόδημα μελλοντικά για την αποπληρωμή του. Η χρηματοδότηση των καθημερινών αναγκών μας με τέτοιο χρέος είναι το χειρότερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, συμπληρώνει.

Εχουν δίκιο οι ανησυχούντες και διαφωνούντες με τις πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα; Η νεκροψία θα δείξει. 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v