Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ας το απολαύσουμε, όσο κρατήσει  

Η ικανότητα του πολιτικού συστήματος να στέλνει τη χώρα στα βράχια είναι επιβεβαιωμένη, αλλά παίρνει χρόνο κάθε φορά. Ξεκινάει με τα ελλείμματα και το χρέος και φθάνει στο αμήν με την έκρηξη του κόστους δανεισμού. Είμαστε στο ίδιο έργο θεατές;

Ας το απολαύσουμε, όσο κρατήσει

Στη Δημοκρατία, λένε, δεν υπάρχουν αδιέξοδα γιατί γίνονται εκλογές και οι πολίτες αποφασίζουν. Τι συμβαίνει όμως όταν οι πολίτες δεν έχουν επιλογές, γιατί μικρός αριθμός πολιτικών σε κάθε πολιτικό χώρο συνδυάζει την εντιμότητα με τις ικανότητες και το πελατειακό σύστημα κυριαρχεί;

Αλλεπάλληλες χρεοκοπίες είναι συνήθως η κατάληξη. Η Ελλάδα τις έχει βιώσει 7 φορές από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι σήμερα. Η διαδικασία είναι γνωστή και επαναλαμβανόμενη, αλλά κάθε εποχή οι πολιτικοί και οι πολίτες περιμένουν πως «αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά».  

Η διαδικασία ξεκινάει με τα φουσκωμένα δημοσιονομικά ελλείμματα που χρηματοδοτούνται με δανεικά, διογκώνοντας το δημόσιο χρέος και καταλήγει στη δραματική αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και το σπάσιμο της φούσκας.   

Κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί πως είναι πρόωρο και ίσως άκαιρο να μιλάει κάποιος για χρεοκοπίες, όταν το βασικό σενάριο των ξένων οίκων αξιολόγησης  θέλει την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς μέχρι και το 2024. Όπως αναφέρει ο S&P, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και το συμμάζεμα των δημοσιονομικών μπορούν να μειώσουν τον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ κοντά στο 150% το 2024.  Σε συνδυασμό με τον δραστικό περιορισμό των «κόκκινων δανείων», η αναβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδας είναι πιθανή. Επιπλέον, ο ίδιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δανείζεται σήμερα στα 10 χρόνια με το ίδιο επιτόκιο που δανείζεται η Αυστραλία και μόλις 7-8 μονάδες βάσης πάνω από τις ΗΠΑ.

Όλα αυτά είναι σωστά και είναι απόρροια σε σημαντικό βαθμό των παρεμβάσεων της ΕΚΤ, Fed κ.λπ. και των ελληνικών ιδιαιτεροτήτων. Στις τελευταίες περιλαμβάνεται η ευνοϊκή διευθέτηση του χρέους από τους Ευρωπαίους πιστωτές-εταίρους, το υψηλό απόθεμα ρευστότητας και η μετατροπή του χρέους κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό από τον ΟΔΔΗΧ. 

Όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί πως η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου αναφοράς ακολουθεί ανοδική πορεία τις τελευταίες εβδομάδες, ακουμπώντας χθες το 1,9%. Φυσικά, η απόδοση απέχει παρασάγγας από το επίπεδο του 19,3% που είχε φθάσει στις 8 Ιουλίου του 2015, όταν κινδύνευε η θέση της χώρας στο ευρώ. Από την άλλη πλευρά, έχει υπερτριπλασιασθεί η απόδοση του 10ετούς ομολόγου σε σύγκριση με το χαμηλό 0,53% που κατέγραψε τον Αύγουστο του 2021.

Η απόδοση 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου

 

                  Ελάχιστη      Μέγιστη

 

2015:          6,93%             19,33% 

2016:          6,47%             10,59%

2017:          3,93%                7,96%

2018:          3,65%                4,80%

2019:          1,15%                4,40%

2020:           0,55%               3,71%

2021:           0,53%                1,36%

2022:           1,28%                 1,90%  (μέχρι 3 Φεβρουαρίου)

Επίσης, η διαφορά απόδοσης (spread) μεταξύ του 10ετούς ελληνικού και του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου, η οποία είναι ενδεικτική του ελληνικού πιστωτικού κινδύνου, ανήλθε χθες στις 175 μονάδες βάσης περίπου. (1 ποσοστιαία μονάδα = 100 μονάδες βάσης)

Η διαφορά (spread) απόδοσης των ελληνικών ομολόγων από τα γερμανικά στις 3 Φεβρουαρίου

10ετία:    175,5  μονάδες  βάσης

5ετία :     101,8   μονάδες  βάσης

6μηνο:       27,8  μονάδες  βάσης

3μηνο:       15      μονάδες  βάσης

Το spread στη 10ετία είχε ξαναβρεθεί σ’ αυτά τα επίπεδα τον Ιούνιο του 2020 ενώ τον περσινό Ιούνιο είχε πέσει στο χαμηλότερο σημείο των 97,5 μονάδες βάσης. Το καλοκαίρι του 2015, το spread είχε εκσφενδονισθεί στις 1.687,5 μονάδες.

Η αύξηση του κόστους δανεισμού είναι σημαντική αλλά προέρχεται από πολύ χαμηλά επίπεδα. Με τα σημερινά δεδομένα, η αύξηση δεν δημιουργεί πρόβλημα στο νέο δανεισμό του Δημοσίου. Όμως, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος τι θα γίνει τα επόμενα τρίμηνα. Οι αντιδράσεις των αγορών είναι συχνά απότομες και απρόβλεπτες. Ακόμη κι η κα Λαγκάρντ δεν αποκλείει πλέον αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ με τον πληθωρισμό να επιμένει και τη Fed να αυξάνει τα επιτόκιά της. Από την άλλη πλευρά, το αυξημένο κόστος δανεισμού του κράτους επηρεάζει δυσμενώς τον δανεισμό των ιδιωτικών εταιρειών. Μόνο οι τράπεζες θα πρέπει να «τραβήξουν» πάνω από 12 δισ. ευρώ μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων τα επόμενα χρόνια.

Δεν είναι λοιπόν αναίμακτη η αύξηση του κόστους δανεισμού. Αν μάλιστα διαψευσθούν οι ελπίδες για τον πληθωρισμό και η ΕΚΤ αρχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια παρέμβασης, η επίπτωση θα είναι  μεγαλύτερη

Το χειρότερο είναι πως κάπως έτσι εξελίσσονται οι διαδικασίες που οδηγούν τελικά σε χρεοκοπίες.  


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v