Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Credit Suisse: Η περιουσία των Ελλήνων πριν και μετά την πανδημία

Πώς καταγράφει η ελβετική τράπεζα τις συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία αλλά και στον πλούτο των Ελλήνων σε σχέση με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης. Τι έχει αλλάξει τα τελευταία 20 έτη στην ανισότητα και την περιουσία.

Credit Suisse: Η περιουσία των Ελλήνων πριν και μετά την πανδημία

Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης ήταν μεταξύ αυτών που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία, επισημαίνει η Credit Suisse στο ετήσιο Global Wealth Report για το 2021. Η Ιταλία ήταν η πρώτη χώρα μετά την Κίνα που υπέστη ένα σοβαρό ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19, ενώ και η Ισπανία επλήγη επίσης σοβαρά αλλά λίγο αργότερα. Η Ελλάδα είχε αρχικά σχετικά λίγα κρούσματα της νόσου, αλλά και οι τρεις χώρες αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα από τα τέλη του 2020, επισημαίνει η Credit Suisse.

Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία το 2020 κατά μέσο όρο 9,4% και εντός ενός σχετικά στενού εύρους: Η Ελλάδα σημείωσε πτώση 8,3%, η Ιταλία 8,9% και η Ισπανία 11,0%, υπολογίζει η ελβετική τράπεζα.

Όπως και αλλού στην Ευρώπη, οι επιπτώσεις στην ανεργία ήταν σχετικά μικρές, με το μέσο ποσοστό της να αυξάνεται από 13,4% στο τέλος του 2019 σε 14,1% το γ' τρίμηνο του 2020. Η ανεργία αυξήθηκε περισσότερο στην Ισπανία, από 13,8% σε 16,6% το 2020, προτού μειωθεί ελαφρώς το 4ο τρίμηνο του 2020, αναλύει η τράπεζα.

Μεταξύ αυτών των χωρών, το ΔΝΤ αναμένει ότι η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ θα είναι κατά μέσο όρο 4,8% το 2021 και 4,4% το 2022, πριν μειωθεί στο 1,2% το 2025. Για το 2021-22, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ προβλέπεται να είναι 3,9% στην Ιταλία, 4,4% στην Ελλάδα και 5,5% στην Ισπανία.

Στην Ιταλία, η ακαθάριστη αποταμίευση των νοικοκυριών ανήλθε κατά μέσο όρο στο 17,6% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων τριμήνων του 2020, έναντι 10,3% στο τέλος του 2019. Στην Ισπανία, η αύξηση ήταν από 6,3% σε 16,6% ενώ πλήρως συγκρίσιμα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα. Οι αυξήσεις αυτές αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι, ενώ το προσωπικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 2,2,% κατά μέσο όρο το 2020 στις τρεις χώρες, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε ακόμη περισσότερο, κατά 8,9%.

Ωστόσο, η κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί 6,8% το 2021, ξεπερνώντας την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 2,8%. Ως εκ τούτου, η αύξηση της προσωπικής αποταμίευσης το 2020 μπορεί να είναι βραχύβια, εξηγεί η Credit Suisse.

Η αύξηση του δημόσιου χρέους, από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό να συνεχιστεί, εκτιμά η CS. Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε στην Ελλάδα, την Ιταλία και Ισπανία από 138,3% κατά μέσο όρο το 2019 σε 161,9% το 2020 -μια μεγαλύτερη αύξηση από ό,τι παρατηρείται για παράδειγμα στη Γαλλία, στη Γερμανία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στην Ελλάδα από 184,9% σε 213,1%. Το ΔΝΤ αναμένει μια μικρή μείωση του λόγου του χρέους την περίοδο 2021-25 και στις τρεις χώρες.

Οι τιμές των μετοχών μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2020 κατά 17,8% σε Ιταλία, 21,9% στην Ισπανία και 27,8% στην Ελλάδα. Εν μέρει ανέκαμψαν το δεύτερο εξάμηνο του 2020, αλλά, στο τέλος του 2020, εξακολουθούσαν να είναι μειωμένες σε ετήσια βάση κατά 7,1% σε Ιταλία, 11,4% στην Ισπανία και 13,4% στην Ελλάδα. Η ανάκαμψη συνεχίστηκε τους πρώτους πέντε μήνες του 2021, με τους κυριότερους χρηματιστηριακούς δείκτες της Ισπανίας και της Ιταλίας να καταγράφουν αμφότεροι αυξήσεις 13,3% στα τέλη Μαΐου, με την Ελλάδα να βλέπει άνοδο 10,6%.

Η εξέλιξη του πλούτου των Ελλήνων

Στο τέλος του 2020, ο πλούτος ανά ενήλικα ανερχόταν σε 104.603 δολάρια ΗΠΑ στην Ελλάδα, 239.244 δολάρια στην Ιταλία και 227.122 δολάρια στην Ισπανία. Από το 2000 έως το 2020, ο πλούτος ανά ενήλικα αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2% στην Ελλάδα, 3,5% στην Ιταλία και 5,6% στην Ισπανία, αυξάνοντας έτσι τις διαφορές μεταξύ των τριών χώρες. Την περίοδο 2000-20, η σύνθεση των περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία μετατοπίστηκε σε κάποιο βαθμό από τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σε μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.

Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ήταν κατά μέσο όρο 37,7% του ακαθάριστου ενεργητικού το 2000, αλλά 35,4% το 2020. Ο λόγος του χρέους προς τα ακαθάριστα περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκε στην Ελλάδα και την Ιταλία από μέσο όρο 5,3% το 2000 σε 10,6% το 2019, αλλά μειώθηκε στην Ισπανία από 11,3% σε 9,8%. Αυτοί οι δείκτες χρέους είναι χαμηλοί έως μέτριοι, με βάση τα διεθνή πρότυπα.

Αν και η ανισότητα του πλούτου είναι σχετικά χαμηλή σε αυτές τις τρεις χώρες της Νότιας Ευρώπης, ο συντελεστής Gini του πλούτου (ο συντελεστής που δείχνει πόσο άνισα κατανέμεται ο πλούτος μεταξύ των κατοίκων) έχει αυξηθεί στην Ιταλία από 60,1 το 2000 σε 66,5 το 2020 και στην Ισπανία από 65,6 σε 69,2. Αντίθετα, το μερίδιο του πλούτου του κορυφαίου 1% έχει μεταβληθεί ελάχιστα σε αυτές τις δύο χώρες: Το μερίδιο πλούτου του ανώτερου 1% ήταν 22,1% στην Ιταλία το 2000 έναντι 22,2% το 2020 και 24,2% στην Ισπανία το 2000 έναντι 23,0% το 2020.

Ο συνδυασμός μιας αυξανόμενης τιμής Gini και ενός σταθερού μεριδίου για το ανώτερο 1% δείχνει ότι η άνοδος της συνολικής ανισότητας κινήθηκε χαμηλότερα στην κατανομή ανισότητας. Η τάση στην Ελλάδα ήταν διαφορετική. Η τιμή Gini μειώθηκε από 69,6 το 2000 σε 65,7 το 2020, και το μερίδιο του κορυφαίου 1% επίσης περιορίστηκε από 25,3% σε 20,4%. 

Η μείωση της ανισότητας του πλούτου στην Ελλάδα αντικατοπτρίζει τη μακροχρόνια κρίση της ελληνικής οικονομίας, στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αυτή η μείωση στην αξία των μετοχών και των επιχειρήσεων προκάλεσε μεγάλες κεφαλαιακές απώλειες σε άτομα με υψηλότερη καθαρή περιουσία.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v