Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι εταιρείες γυρίζουν την πλάτη στα χρηματιστήρια

Η έξοδος από τα χρηματιστήρια φαίνεται πιο ελκυστική για εταιρείες και διαχειριστές κεφαλαίων. Η πίεση των «ακτιβιστών», η εποχή του #metoo και η απώλεια εμπιστοσύνης. Το ρεκόρ σε επαναγορές μετοχών και η αύξηση του χρέους.

Οι εταιρείες γυρίζουν την πλάτη στα χρηματιστήρια
  • Editorial

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να εισαχθεί μια εταιρεία στο χρηματιστήριο, από την ευκολία στην άντληση κεφαλαίων, μέχρι την ικανότητα να αποζημιώνει ιδρυτές και υπαλλήλους με δικαιώματα αγοράς μετοχών.

Αλλά υπάρχουν ολοένα και περισσότερο λόγοι για να μην εισαχθεί. Η αλήθεια αυτή αποτυπώνεται σε νέες στατιστικές, που δείχνουν ότι μεταξύ 2000 και 2018, ο αριθμός των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ που στηρίζονται από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια αυξήθηκε από περίπου 2.000 σε σχεδόν 8.000. Στον αντίποδα, την ίδια περίοδο, οι εισηγμένες εταιρείες υποχώρησαν από 7.000 σε 4.000, σύμφωνα με το ινστιτούτο Milken.

Παγκοσμίως, οι ιδιοκτήτες στοιχείων ενεργητικού έχουν τοποθετήσει περίπου το 14% του συνόλου σε μη διαπραγματεύσιμες αγορές (κυρίως σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και real estate), όταν μόλις πριν από μερικές δεκαετίες, οι επενδύσεις αυτές ήταν σχεδόν μηδενικές, σύμφωνα με τη Wills Towers Watson, εταιρεία διαχείρισης ρίσκου. Προβλέπει ότι θα αυξηθεί στο 20% σε 10 χρόνια.

Επίσης, η ρευστότητα στις παγκόσμιες αγορές μετοχών και ομολόγων έχει υποχωρήσει μετά το 2008 -κάτι που πολλές ρυθμιστικές αρχές παραθέτουν ως το μεγάλο οικονομικό ρίσκο τη δεδομένη χρονική στιγμή-, ενώ η χρηματοδότηση για ιδιωτικά ντιλ έχει αυξηθεί.

Στον βαθμό που όλα αυτά διαβρώνουν το σύστημα των αγορών, το οποίο αποτελεί το κύριο όχημα μέσω του οποίου πολλά άτομα μπορούν να επωφεληθούν από τη δημιουργία πλούτου σε πολλές σύγχρονες κοινωνίες, δεν αποτελεί μόνο οικονομική ανησυχία αλλά και πολιτική.

Πολλοί επικεφαλής εισηγμένων εταιρειών αναφέρουν τα προβλήματα του καπιταλισμού και των τριμηνιαίων ανακοινώσεων ως βασικό παράγοντα πίσω από τις τάσεις αυτές. Την τελευταία δεκαετία περίπου, η πίεση από «ακτιβιστές» μετόχους έχει αυξηθεί ραγδαία. Αυτό έχει αναγκάσει κάποια στελέχη να λάβουν αποφάσεις που τονώνουν βραχυπρόθεσμα τις τιμές των μετοχών, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι προς το μακροπρόθεσμο όφελος της εταιρείας.

Υπάρχουν πολλά άλλα μειονεκτήματα για τις εισηγμένες εταιρείες στις μέρες μας. Στην εποχή της βιώσιμης επένδυσης, του λαϊκισμού και του #metoo, οι CEO και τα διοικητικά συμβούλια βρίσκονται υπό τρομακτική πίεση να διατρανώσουν τις «αξίες» τους. Πρέπει να επιδείξουν πρόοδο στο ζήτημα της ανοχής της διαφορετικότητας (το οποίο μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές χώρες), να ενστερνιστούν τον «καπιταλισμό του μετόχου», και φυσικά να σχεδιάσουν και να εκτελέσουν μια έξυπνη εταιρική στρατηγική εν μέσω γεωπολιτικών και οικονομικών μεταβολών.

Όλα αυτά οι εταιρείες πρέπει να τα επιτύχουν προστατεύοντας παράλληλα την τιμή της μετοχής (παραμένει ακόμα καθήκον να βρίσκεται όσο το δυνατόν υψηλότερα). Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο μέσος CEO εισηγμένης εταιρείας έχει μέσο όρο ζωής περίπου τρία χρόνια.

Εν τω μεταξύ, υπάρχουν πολλά προτερήματα για τις μη εισηγμένες εταιρείες. Έρευνα που διεξήχθη πριν από μερικά χρόνια και συνέκρινε την επενδυτική συμπεριφορά εισηγμένων και μη εισηγμένων εταιρειών παρόμοιου μεγέθους και είδους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μη εισηγμένες εταιρείες ήταν σε θέση να επενδύουν σχεδόν τα διπλάσια σε παραγωγικές κεφαλαιακές δαπάνες.

H βασική διαφορά φαίνεται να είναι η πίεση που δέχονται οι εισηγμένες από τους επενδυτές στις χρηματιστηριακές αγορές.

Ένα επακόλουθο είναι το $1 τρισ. που πλήρωσαν οι αμερικανικές εταιρείες σε επαναγορές μετοχών πέρυσι. Η παραδοσιακή υπεράσπιση είναι πως πρόκειται για καλή χρήση των εταιρικών κεφαλαίων ελλείψει επενδυτικών ευκαιριών. Αλλά είναι αποκαλυπτικό ότι αυτό το ξεφόρτωμα ρευστών συνέβη όταν η αγορά ήταν στην κορυφή -μια περίεργη στιγμή για να υποστηρίξει κανείς πως η μετοχή μιας εταιρείας έχει ακόμα περιθώριο να ανέβει.

To εταιρικό χρέος έχει αυξηθεί και αυτό σε επίπεδα-ρεκόρ, καθώς πολλές εταιρείες έχουν εμπλακεί σε φορολογικό αρμπιτράζ στο οποίο τα κέρδη πηγαίνουν σε λογαριασμούς offshore, ενώ το χρέος αυξάνεται σε επίπεδα-ρεκόρ, ώστε να αποπληρωθούν οι επενδυτές στο σπίτι. Το χρέος των εισηγμένων εταιρειών είναι ένα από τα άλλα μεγάλα οικονομικά ρίσκα στον ορίζοντα.

Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν ενδεχομένως το μεγαλύτερο οικονομικό ζήτημα της εποχής μας: πώς να μεταρρυθμιστεί ο καπιταλισμός και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις ελεύθερες αγορές και τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Οι λαϊκιστές δεν είναι οι μόνοι που έχουν χάσει την πίστη τους στις αγορές διαπραγμάτευσης μετοχών. Έχει διαβρωθεί και η εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Σε αυτή την ανησυχητική τάση πρέπει να επικεντρωθούν οι φορείς άσκησης πολιτικής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v