Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ράχμαν: Ο λαϊκισμός μπορεί να εκτροχιάσει την πράσινη μετάβαση

Οι δυτικοί ηγέτες φοβούνται τις αντιδράσεις στις περιβαλλοντικές πολιτικές που παρουσιάστηκαν ως καλές για την οικονομία. Το κόστος της μετάβασης και οι καταγγελίες για «πράσινο φασισμό».

Ράχμαν: Ο λαϊκισμός μπορεί να εκτροχιάσει την πράσινη μετάβαση
Ο αρθρογράφος των Financial Times Gideon Rachman
  • Του Gideon Rachman

Oι ειδήσεις για το περιβάλλον είναι μερικές φορές πολύ επώδυνες για να τις διαβάσει κανείς. Έπρεπε να πιεστώ για να διαβάσω την περασμένη εβδομάδα την έκθεση που ανέφερε ότι τα επίπεδα του θαλάσσιου πάγου στην Ανταρκτική συρρικνώνονται με ασύλληπτη ταχύτητα. 

Αλλά ενώ το περιβάλλον μας λέει ότι πρέπει να κινηθούμε πιο γρήγορα στη μάχη κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη, κάποιοι πολιτικοί ηγέτες θέλουν να κατεβάσουν ταχύτητα. 

Στις εφημερίδες είναι κορυφαίο θέμα η «κωλοτούμπα» του Ρίσι Σούνακ στις περιβαλλοντικές πολιτικές. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση. Oι πιέσεις στις οποίες υπέκυψε ασκούνται σε ηγέτες σε όλο τον δυτικό κόσμο. Το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι πολιτικοί των κομμάτων εξουσίας έχουν υιοθετήσει μια βολική μισή αλήθεια για την κλιματική αλλαγή, ότι το ταξίδι προς τις μηδενικές καθαρές εκπομπές ρύπων δεν είναι μόνο καθοριστικής σημασίας για το περιβάλλον αλλά θα είναι επίσης καλό για την οικονομία. Οι θέσεις εργασίας του μέλλοντος, μας λένε, θα είναι πράσινες θέσεις εργασίας. 

Aυτό είναι αλήθεια, μέχρι ενός σημείου. Αλλά παραβλέπει το κόστος μετάβασης. Η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα είναι πολύ ακριβή. Καθώς η πραγματικότητα αυτή αρχίζει να γίνεται αισθητή, αρχίζει να αυξάνεται και η αντιπαράθεση από ανθρώπους οι οποίοι δυσφορούν στην ιδέα ότι πρέπει να εγκαταλείψουν το παλιό τους αυτοκίνητο ή να αντικαταστήσουν τον λέβητα αερίου. 

Ο Ματ Γκούντγουιν, ακαδημαϊκός και ακτιβιστής, υποστηρίζει ότι η μετάβαση στις μηδενικές εκπομπές θα προκαλέσει τη «νέα μεγάλη λαϊκιστική εξέγερση στη δυτική πολιτική πραγματικότητα». Όπως επισημαίνει ο Γκούντγουιν, το βρετανικό κοινό στηρίζει γενικά τις μηδενικές εκπομπές ρύπων. Αλλά αυτή η στήριξη υποχωρεί στο 16% αν η μετάβαση περιλαμβάνει μια αύξηση στους λογαριασμούς των νοικοκυριών. Περίπου το 54% δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στο κόστος ζωής από ό,τι στις μηδενικές εκπομπές ρύπων. 

Αυτό δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Η εξέγερση των κίτρινων γιλέκων που ταρακούνησαν τη Γαλλία πυροδοτήθηκε αρχικά από μια άνοδο του «πράσινου φόρου» στα καύσιμα. Η δήλωση (κάπως αποκρυφιστική) ενός διαδηλωτή αποτυπώνει σωστά το δίλημμα: «Μιλάνε για το τέλος του κόσμου. Εμείς μιλάμε για το τέλος της εβδομάδας».

Φέτος είναι η σειρά της Γερμανίας. Τα σχέδια της κυβέρνησης να κηρύξει παράνομη την εγκατάσταση νέων λέβητων φυσικού αερίου για να ευνοήσει τη χρήση αντλιών θερμότητας προκάλεσε αντιδράσεις από τους καταναλωτές που ήταν αντιμέτωποι με μεγάλη αύξηση του ενεργειακού κόστους. Αυτό βοήθησε να αυξηθούν τα ποσοστά του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία, που αποκήρυξε τον «πράσινο φασισμό» της γερμανικής ελίτ. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιβραδύνει τη μετάβαση στις αντλίες θερμότητας. 

Καθώς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διστάζουν να λάβουν τα πολιτικά αντιδημοφιλή μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου των μηδενικών εκπομπών ρύπων, η πολυσυζητημένη «Νέα Πράσινη Συμφωνία» της Ε.Ε. δέχεται ισχυρές πιέσεις. Όπως μετέδωσαν οι Financial Times την περασμένη εβδομάδα, οι βασικοί της στόχοι έχουν μετριαστεί ή καθυστερήσει εν μέσω αντιδράσεων από τη βιομηχανία, τους αγρότες και τις εταιρείες. 

Η κυβέρνηση Μπάιντεν κινδυνεύει να βρεθεί σε παρόμοιες συμπληγάδες. Η θεωρία πίσω από τα Bidenomics είναι ότι οι επιδοτήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης θα βοηθήσουν να δημιουργηθούν πολλές υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, σε νέες πράσινες βιομηχανίες. Ακούγεται σαν μια κατάσταση από την οποία βγαίνουν όλοι κερδισμένοι. Αλλά η τρέχουσα απεργία των εργατών στην αυτοκινητοβιομηχανία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους φόβους ότι η μετάβαση από τα βενζινοκίνητα και πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα στα ηλεκτροκίνητα οχήματα θα περιλαμβάνει αρκετές απολύσεις και ότι οι νέες θέσεις εργασίας μπορεί να μην είναι τόσο καλά αμοιβόμενες όσο οι παλαιότερες. 

Στις ΗΠΑ, η λαϊκιστική δεξιά έχει ήδη εξαπολύσει ολομέτωπη επίθεση ενάντια στους καθαρούς μηδενικούς ρύπους. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πιθανό να ωφεληθεί από αυτό στις προεδρικές εκλογές του 2024. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Οι πολιτικοί που εγκαταλείπουν τον αγώνα κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη κινδυνεύουν επίσης να τιμωρηθούν, ιδιαίτερα από τη μεσαία τάξη και τους εύπορους ψηφοφόρους.

Ο Τόνι Άμποτ, πρώην πρωθυπουργός της Αυστραλίας που έχει μετατραπεί σε γκουρού των Βρετανών συντηρητικών, έχασε το 2019 την έδρα του σε ένα πλούσιο προάστιο του Σίδνεϊ από έναν υποψήφιο που είναι υπέρ των πράσινων πολιτικών. Οι «Αγριόπαπιες» — ανεξάρτητοι που δίνουν έμφαση στην κλιματική δράση — κέρδισαν περισσότερες έδρες από συντηρητικούς στις πιο πλούσιες περιοχές της Αυστραλίας στις τελευταίες εκλογές. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους δεξιούς να συνεχίζουν να την εγκατάλειψη των «εντελώς αβάσιμων» δεσμεύσεων της Αυστραλίας για μηδενικές εκπομπές ρύπων μέχρι το 2050.

Ο στόχος για μηδενικές εκπομπές προκαλεί εντάσεις και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Συχνά υποστηρίζεται ότι ένα από τα πλεονεκτήματα της απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα είναι ότι θα κάνει τις δημοκρατίες να εξαρτώνται λιγότερο από τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία. Δυστυχώς, κάνει επίσης τη Δύση να εξαρτάται περισσότερο από την Κίνα, τον σημαντικότερο παραγωγό ηλιακών συλλεκτών, μπαταριών και σπάνιων γαιών στον κόσμο.

Οι δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ έρχονται σε αισθητή αντίθεση με την ταχεία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Κίνα. Αλλά ακόμη και το Πεκίνο επιβραδύνει τη μετάβασή του μακριά από τα ορυκτά καύσιμα, ιδίως τον άνθρακα.

Η επικέντρωση στην ενεργειακή ασφάλεια έχει οδηγήσει την Κίνα σε μια νέα «φρενίτιδα του άνθρακα» - και σε επιτάχυνση του ρυθμού με τον οποίο ανοίγουν νέοι σταθμοί παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα. Αυτό βαραίνει το κλίμα πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε πολιτική που υιοθετείται στη Βρετανία ή τη Γερμανία, επειδή η Κίνα είναι υπεύθυνη για περισσότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από όλες τις οικονομίες της G7 μαζί.

Πού είναι λοιπόν τα καλά νέα; Ίσως να βρίσκονται στο γεγονός ότι καμία από τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου δεν κυβερνάται ακόμη από «αρνητές του κλίματος». Ακόμα και καθώς ανακοίνωνε την επιβράδυνση των πράσινων στόχων αυτή την εβδομάδα, ο Σούνακ τόνισε επανειλημμένα ότι η κυβέρνησή του παραμένει προσηλωμένη στην επίτευξη του στόχου για μηδενικές εκπομπές ρύπων.

Αλλά όσον αφορά την πραγματική δράση για το κλίμα, ο Σούνακ, όπως και άλλοι δυτικοί ηγέτες, φαίνεται να έλκεται όλο και περισσότερο από μια εκδοχή της προσευχής του Αγίου Αυγουστίνου: «Κύριε δώσε μου αγνότητα και εγκράτεια. Αλλα όχι ακόμα.".

© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v