Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

”Η Ελλάδα μπροστά στη νέα πραγματικότητα”

Χτίσαμε την οικονομία και την κοινωνία πάνω και γύρω από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεδομένο που αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα για τη χώρα μας σήμερα, υπογραμμίζει ο κ. Ν. Καραμούζης, παραθέτοντας τα κύρια χαρακτηριστικά και τις επιπτώσεις της μακρόχρονης κρατικής παρουσίας στην οικονομία και στην κοινωνία. Παράλληλα τονίζει τη ”νέα εποχή” και τις κινητήριες δυνάμεις των αλλαγών που βιώνουμε.

”Η Ελλάδα μπροστά στη νέα πραγματικότητα”
του Ν. Καραμούζη, Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου της EFG Εurobank

Ζούμε σε μια νέα εποχή. Όλα κινούνται και μετασχηματίζονται με μεγάλη ταχύτητα. Γεωπολιτικές δυναμικές και ισορροπίες, οικονομίες, κοινωνίες, τρόπος και συνθήκες διαβίωσης.

Κινητήριες δυνάμεις των αλλαγών η παγκοσμιοποίηση, η απελευθέρωση των αγορών -εγχώριων και διεθνών-, η ραγδαία ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, τα σπουδαία τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα, η διεθνοποίηση των επιχειρήσεων, η ένταση του ανταγωνισμού, η μετατροπή πρώην σοσιαλιστικών χωρών σε οικονομίες αγοράς.

Οι παραπάνω αλλαγές διαμορφώνουν πλέον τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο, σε πρωτοφανή έκταση, τουλάχιστον από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι υψηλοί ρυθμοί παγκόσμιας ανάπτυξης, το χαμηλό κόστος εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης, η μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η εκρηκτική αύξηση των τιμών εμπορευμάτων και πρώτων υλών, η σημαντική αύξηση των τιμών των ακινήτων και της γης παγκοσμίως, η άνθηση των χρηματιστηρίων δημιουργούν νέο πλούτο και διαμορφώνουν νέες διεθνείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες καθώς και νέους πλουσίους, διευρύνοντας την ανισοκατανομή του πλούτου.

Το 2006 υπήρχαν 9,5 εκατ. άνθρωποι διεθνώς που διέθεταν πάνω από 1 εκατ. $ ρευστά διαθέσιμα ο καθένας (αύξηση 8,3% σε σχέση με το 2005), ενώ τα συνολικά κεφάλαια υπό διαχείριση των παραπάνω έφτασαν τα 37,2 τρισ. $. Παράλληλα, το ποσοστό της εργασίας στο εθνικό εισόδημα των επτά πιο ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου μειώθηκε από 58% στο 54% μόνο μέσα στα τέσσερα τελευταία χρόνια.

Επιπρόσθετα, το κεφάλαιο διεθνοποιείται, πολυεθνικοποιείται και συγκεντρώνεται μέσα από νέες μορφές. Δημιουργούνται μεγάλες εταιρίες με παγκόσμια ή περιφερειακή εμβέλεια μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών.

Η διαχείριση της παγκόσμιας αποταμίευσης διεθνοποιείται και συγκεντρώνεται σε περιορισμένο αριθμό επαγγελματιών διαχειριστών (οι δέκα μεγαλύτερες διεθνείς εταιρίες διαχείρισης κεφαλαίων διαχειρίζονται το 40% του συνόλου των υπό διαχείριση κεφαλαίων παγκοσμίως) και σε νέες μορφές διαχείρισης με μόχλευση και κερδοσκοπικό χαρακτήρα (π.χ. hedge funds, private equities). Κραδασμοί και αναταράξεις μεταφέρονται σε δευτερόλεπτα από χώρα σε χώρα και από αγορά σε αγορά, αλλάζοντας τις συνθήκες αγορών και οικονομιών.

Η αποτελεσματικότητα της εγχώριας μακροοικονομικής και μικροοικονομικής πολιτικής περιορίζεται, με τις αγορές να επιβάλλουν τη δική τους οικονομική πειθαρχία με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις.

Ο ρόλος του δημόσιου τομέα περιορίζεται κυρίως μέσω ιδιωτικοποιήσεων και περιορισμού των δαπανών και φόρων, ενώ όλες σχεδόν οι χώρες επανεξετάζουν την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής τους πολιτικής και τη διαχείριση των κοινωνικών πόρων, απομακρυνόμενες από κρατικοκεντρικά, γραφειοκρατικά και κρατικοδιοικούμενα μοντέλα βελτίωσης της ζωής των πολιτών.

Μέσα σ’ αυτό το ανοιχτό και έντονα δυναμικό και ανταγωνιστικό διεθνές σκηνικό, χώρες και επιχειρήσεις επιδιώκουν να αναδείξουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητά τους, υιοθετώντας μεταρρυθμίσεις, προσελκύοντας επιχειρηματικά και επενδυτικά κεφάλαια, επενδύοντας στο μέλλον. Χώρες μέχρι πρόσφατα φτωχές προχωρούν με τολμηρά βήματα, προσελκύουν επενδύσεις, εκσυγχρονίζονται, αποκτούν διεθνές κύρος και αξιοπιστία.

Επιχειρούν να τοποθετηθούν επιτυχώς στον νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, που αποτελεί και τη σημαντικότερη προϋπόθεση για τη μελλοντική ισχυρή ανάπτυξή τους και την ευημερία των πολιτών.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, ποια είναι η δική μας στρατηγική για το μέλλον; Φοβάμαι ότι έχουμε παραμείνει δέσμιοι νοοτροπιών, επιδιώξεων και επιλογών που προσιδιάζουν περισσότερο στις συνθήκες του χθες παρά στις απαιτήσεις, τις ευκαιρίες και προσδοκίες του αύριο.

Δέσμιοι ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού συντηρητισμού, που φοβάται τις γενναίες αλλαγές και αρνείται να τολμήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και στην κοινωνία. Αρκούμαστε στον αργό βηματισμό, ενώ οι καιροί απαιτούν τολμηρά και γρήγορα βήματα.

Το κυρίαρχο ζήτημα για τη χώρα μας σήμερα είναι ότι χτίσαμε την οικονομία και την κοινωνία πάνω και γύρω από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε έκταση και βάθος που δεν συναντιέται πια πουθενά σήμερα στην Ευρώπη. Παρά δε τις συνεχείς, μεγάλες και επαναλαμβανόμενες αποτυχίες του κρατικοδίαιτου και κρατικοκεντρικού συστήματος στην οικονομία, στη δημόσια διοίκηση και στην κοινωνική πολιτική, και παρά τις ραγδαίες αλλαγές που σημειώνονται διεθνώς, επιμένουμε πεισματικά στην εφαρμογή του.

Στις αποτυχίες του κράτους τις τελευταίες δεκαετίες απαντούμε με πιο πολύ κράτος (μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι αυξήθηκαν κατά 40.000 περίπου και το δημόσιο χρέος κατά 53,5 δισ. € τα τελευταία πέντε χρόνια!), προσδοκώντας μια καλύτερη διαχείριση, χωρίς να μαθαίνουμε από τα λάθη μας, χωρίς να έχουμε ακόμα πειστεί ως κοινωνία ότι ο συγκεκριμένος κύκλος έχει κλείσει οριστικά.

Ποια είναι όμως τα κύρια χαρακτηριστικά και οι επιπτώσεις της μακρόχρονης κρατικής παρουσίας στην οικονομία και στην κοινωνία;

Πρώτον, διαμορφώθηκε διαχρονικά στον πολίτη μια ψυχολογία εξάρτησης, προσωπική και συλλογική, από το κράτος – σημείο αναφοράς για κάθε ζήτημα που τον απασχολεί.

Παράλληλα, καλλιεργήθηκε μια καχύποπτη, αν όχι εχθρική, στάση της κοινωνίας απέναντι στην επιχειρηματικότητα, στο ιδιωτικό, στο κέρδος, στην ανάληψη κινδύνων, στις ανοιχτές αγορές, στον ανταγωνισμό, στην αξιολόγηση, στη σύνδεση αμοιβής με το ποιοτικό και ποσοτικό αποτέλεσμα αλλά και στη συλλογική κοινωνική δράση.

Δεύτερον, διαμορφώθηκε έντονη, έμμεση και άμεση, σημαντική παρουσία του κράτους στην οικονομική ζωή, που παρά τις αξιόλογες προσπάθειες των τελευταίων ετών να συρρικνωθεί, παραμένει κυρίαρχη με δεκάδες σε λειτουργία ζημιογόνες κρατικές επιχειρήσεις, εκατοντάδες οργανισμούς, φορείς και επιτροπές, που αυξάνονται παρά τα ελλείμματα και την αναποτελεσματικότητα, χωρίς να αποτιμάται η οικονομική και κοινωνική τους προσφορά.

Δεν είναι τυχαία και ασύνδετη η εξέλιξη ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας χειροτερεύει, σύμφωνα με τους διεθνείς δείκτες (κατέχουμε την 47η θέση μεταξύ 125 χωρών). Η θέση αυτή είναι η χαμηλότερη μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-25 με μόνη εξαίρεση την Πολωνία που βρίσκεται στην 48η θέση, ενώ το έλλειμμα του διεθνούς εμπορικού ισοζυγίου χειροτερεύει συνεχώς, έχοντας φτάσει στο 12% του ΑΕΠ.

Απτά παραδείγματα: Ο ΟΣΕ σπαταλά εκατομμύρια ευρώ δημοσίων πόρων (οι ζημίες για το 2006 ξεπέρασαν τα 855 εκατ. €, ενώ τα έσοδά του ήταν μόλις 105 εκατ. €), το ίδιο και η Ολυμπιακή και οι αμυντικές βιομηχανίες. Ο ρόλος του κράτους παραμένει κυρίαρχος στις μεταφορές, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στα τυχερά παιχνίδια, στις υποδομές.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις, καλλιεργήθηκαν όλα τα νοσηρά φαινόμενα: Κομματοκρατία, διαφθορά, αναποτελεσματικότητα, αδιαφάνεια, αναξιοκρατία, ισοπέδωση, που διέβρωσαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία και τον κοινωνικό ιστό. Σε ορισμένες περιπτώσεις που τολμήθηκε το άνοιγμα των αγορών ή και η αποκρατικοποίηση, όπως στις τηλεπικοινωνίες και στον τραπεζικό τομέα, οι συνέπειες ήταν θετικές, με εξωστρέφεια, νέες επιχειρήσεις, νέες επενδύσεις, εκσυγχρονισμό και ανταγωνιστική τιμολόγηση, επ’ ωφελεία των πολιτών και της χώρας.

Δεν είναι τυχαία εξέλιξη ότι στην πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας τα ποιοτικά στοιχεία διακυβέρνησης χειροτερεύουν για την Ελλάδα.

Τρίτον, οι επιδόσεις του κράτους στην υγεία, στην παιδεία, στην κοινωνική ασφάλιση και στις πολιτικές απασχόλησης είναι κατά γενική ομολογία απογοητευτικές. Οι επιδόσεις του κρατικού μοντέλου στην ασφάλεια του πολίτη και στην προστασία του περιβάλλοντος τραγικές. Τις ζήσαμε πρόσφατα.

Οι επιδόσεις του κοινωνικού κράτους στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην προσφορά ίσων και νέων ευκαιριών είναι φτωχές, παρά το ότι διατίθεται το 1/3 του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος για κοινωνικές δαπάνες, παραμένουμε με τον δεύτερο χειρότερο δείκτη ανισότητας στην Ευρώπη των δεκαπέντε και πάνω από το 20% του πληθυσμού ζει κάτω από το επίπεδο φτώχειας. Στηριχτήκαμε για δεκαετίες στομ δημόσιο τρόπο λειτουργίας του κοινωνικού κράτους, χωρίς κριτήρια αποτελεσματικότητας, ανταγωνισμού και ποιότητας στην κατανομή των κοινωνικών πόρων.

Επιπρόσθετα, με το στοιχείο της καθολικής δωρεάν παροχής υπηρεσιών να κυριαρχεί, εξέλιξη που τελικά δημιούργησε έντονες στρεβλώσεις και κοινωνικές αδικίες, συνδυασμένο με την ισοπεδωτική πολιτική αμοιβών των δημόσιων λειτουργών, την αδιαφάνεια και τον κομματισμό, υπονομεύτηκαν η λειτουργικότητα και η αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι φτάσαμε σήμερα να είμαστε όλοι δυσαρεστημένοι.

Παράλληλα, το μοντέλο αυτό κοινωνικής πολιτικής τροφοδότησε κατά περίεργο τρόπο την παράλληλη και ραγδαία ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, πολλές φορές χωρίς επαρκείς ελέγχους, κανόνες λειτουργίας και κατάλληλη εποπτεία.

Κλασικό είναι το παράδειγμα της παιδείας σε όλα τα επίπεδα. Το κρατικό και το δωρεάν οδήγησαν σε χαμηλή και φθίνουσα ποιότητα υπηρεσιών, σε περιορισμό της έρευνας και σε απίστευτη κερδοφόρα άνθηση του ιδιωτικού: Εκατοντάδες ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια, δεκάδες κέντρα ελευθέρων σπουδών και παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, εκατοντάδες φροντιστήρια ξένων γλωσσών, δεκάδες χιλιάδες ιδιωτικά μαθήματα, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές στο εξωτερικό.

Το σύστημα αφενός απέτυχε να προσφέρει στοιχειώδεις ποιοτικές υπηρεσίες, αφετέρου τροφοδότησε την πιο έντονη παράπλευρη ανάπτυξη του ιδιωτικού και της παραπαιδείας. Αυτή η αποτυχία οξύνει τις ανισότητες, στερεί από παιδιά χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων μια ευκαιρία στο μέλλον, ενώ η παιδεία, το κυριότερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα άλλων χωρών, για μας παραμένει μειονέκτημα, υπονομεύοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

Τέταρτον, τα αρνητικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, που αναπτύχθηκαν διαχρονικά μέσα στο κρατικοκεντρικό κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, είναι εξίσου ανησυχητικά. Αποσυνδέθηκε σταδιακά η αμοιβή από την αξιολόγηση και το αποτέλεσμα, με συνέπεια την ισοπέδωση και την αδιαφορία.

Αποδυναμώθηκε η σημασία, ατομική και συλλογική, των εννοιών του καθήκοντος, της ευθύνης, της προσφοράς. Στεκόμαστε παθητικά απέναντι στα φαινόμενα της διαφθοράς, της αναποτελεσματικότητας, της ανομίας, της ανευθυνότητας, της καταστροφής του φυσικού μας πλούτου. Απομακρυνθήκαμε από την κοινωνική αναγνώριση όσων μοχθούν, πρωτεύουν, δημιουργούν. Υποτιμήσαμε στον σχεδιασμό μας τον εθελοντισμό, την ιδιωτική κοινωνική προσφορά και την κοινωνική αλληλεγγύη.

Πέμπτον, η γιγάντωση του δημόσιου τομέα στην οικονομία και στο κοινωνικό κράτος δημιούργησε ισχυρές οικονομικές και τελικά πολιτικές διασυνδέσεις μεταξύ του ευρύτερου δημόσιου τομέα και επιχειρηματικών και επαγγελματικών συμφερόντων και σε μια άμβλυνση της διάκρισης και της ανεξαρτησίας των εξουσιών.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα φαινόμενα διαφθοράς έχουν αναπτυχθεί κυρίως στις σχέσεις επιχείρησης και πολίτη με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και στη διαχείριση των κρατικών φορέων από τους κομματικά διορισμένους φίλους χωρίς εμπειρία, διαφάνεια και ουσιαστικό έλεγχο στις περισσότερες των περιπτώσεων, παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις.

Εάν έχουμε πειστεί ότι η έντονη παρουσία του κράτους στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, ιδιαίτερα με τον τρόπο που έγινε, ούτε την ανταγωνιστικότητα της χώρας βελτίωσε, ούτε ποιοτικές υπηρεσίες πρόσφερε, ούτε τις ανισότητες γεφύρωσε, ούτε τις ευκαιρίες διεύρυνε για τους πολίτες, παρά τη σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών, τότε έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για συνολική και ριζική επανεξέταση του ρόλου και του τρόπου λειτουργίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα στην οικονομική και κοινωνική ζωή.

Αυτή η ενδοσκόπηση αποτελεί κομβικό σημείο για τη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής στρατηγικής με στόχο μικρότερο και αποτελεσματικότερο δημόσιο τομέα, μια νέα σχέση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στην οικονομία και στην κοινωνική πολιτική και μια νέα ισορροπία μεταξύ οικονομικής αποτελεσματικότητας, κοινωνικής πολιτικής και κοινωνικής συνοχής.

Η νέα προσέγγιση πρέπει να λάβει υπόψη της με ρεαλισμό ότι δεν υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω συνολικής αύξησης ούτε των δημόσιων δαπανών ούτε των φόρων, εκτός αν προκύψουν σοβαρά έσοδα από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την ευρύτερη αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.

Το πρώτο σκέλος περιορίζεται από τις υποχρεώσεις μας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για διατήρηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων κάτω του 3% του ΑΕΠ και περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους, που παραμένει ως ποσοστό του ΑΕΠ από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης (100% του ΑΕΠ), χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τα αναλογιστικά ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος και τις μη καταγεγραμμένες υποχρεώσεις.

Το δεύτερο σκέλος των φόρων περιορίζεται από το ανοιχτό διεθνές περιβάλλον κίνησης κεφαλαίων που μας θέτει σε ανταγωνισμό με άλλες χώρες για το ποια παρέχει το προσφορότερο φορολογικό καθεστώς άμεσων φόρων για επενδύσεις, επιχειρήσεις και στελέχη (ήδη, παρά τις πρόσφατες μειώσεις, έχουμε από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην περιοχή).

Επιπροσθέτως, η αύξηση των έμμεσων φόρων ως εναλλακτική, και κοινωνικά άδικη είναι και την ανταγωνιστικότητα της χώρας υπονομεύει.

Πέραν όμως των ιδιωτικοποιήσεων, της αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος και του περιορισμού του μεγέθους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η πραγματική τομή πρέπει να επέλθει στον τρόπο λειτουργίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα, της δημόσιας διοίκησης και του κοινωνικού κράτους.

Στόχος να εξοικονομηθούν πόροι, να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα, να βελτιωθεί η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, να γεφυρωθούν πραγματικά οι ανισότητες, να προσφερθούν ουσιαστικές ευκαιρίες σε χιλιάδες πολίτες να βελτιώσουν την οικονομική και κοινωνική τους θέση.

Ο κύριος άξονας των αλλαγών στη λειτουργία του ευρύτερου δημόσιου τομέα πρέπει να είναι η εφαρμογή βασικών αρχών ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας και ανταγωνισμού τόσο στον δημόσιο τομέα όσο και ανάμεσα στους ομοειδείς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, χωρίς να θίγεται αναγκαία το κρατικό ιδιοκτησιακό καθεστώς.

o Να προχωρήσουμε σε ολοκληρωμένα προγράμματα αξιοποίησης της δημόσιας κινητής και ακίνητης περιουσίας, σε ευρύτερες συμπράξεις ιδιωτικού - δημόσιου τομέα στο κοινωνικό κράτος, στις υποδομές και στα επενδυτικά προγράμματα, σε αναθέσεις διαχείρισης (outsourcing) σε ιδιωτικούς φορείς επιλεγμένων λειτουργιών, που καλύπτονται σήμερα ανεπιτυχώς από τον δημόσιο τομέα, σε στρατηγικές επιχειρηματικές συμφωνίες με ιδιωτικά συμφέροντα σε συγκεκριμένους τομείς, σε διευκόλυνση των φορέων, στην αξιοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων και κεφαλαίων κοινωνικής ανταποδοτικότητας (π.χ. χορηγίες, δωρεές).

o Να καθιερωθεί ως γενική αρχή η αυτόνομη λειτουργία όλων των δημόσιων επιχειρήσεων, φορέων, οργανισμών που θα έχουν οργάνωση ισοδύναμη ανώνυμης εταιρίας με διαχρονική διοίκηση, προϋπολογισμό, κοινωνικό και οικονομικό απολογισμό, εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα, σύγχρονη οικονομική διεύθυνση και διαχείριση, σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση, πλήρη κοστολόγηση προσφερόμενων υπηρεσιών και αντίστοιχη τιμολόγηση, διάφανη και σύγχρονη πολιτική προμηθειών, εσωτερικό έλεγχο και τακτικό έλεγχο από ορκωτούς ελεγκτές.

Ο μέτοχος-Δημόσιο και η εκάστοτε κυβέρνηση θα ελέγχει, θα αξιολογεί, θα θέτει το πλαίσιο και τις αρχές λειτουργίας, θα εγκρίνει αυξήσεις κεφαλαίου, σημαντικές επενδύσεις και άλλες μεγάλες πρωτοβουλίες, όπως ο καθορισμός των στόχων, αλλά δεν θα διοικεί με φίλους και γνωστούς και με κριτήρια κομματικής αποτελεσματικότητας. Κρίσιμο στοιχείο η τοποθέτηση στους παραπάνω φορείς ικανών τεχνοκρατών με ευθύνη και αρμοδιότητα να διοικούν, που θα αμείβονται και θα αντικαθίστανται με όρους αγοράς.

Σήμερα στη συντριπτική πλειοψηφία των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ασκείται μια τιμολογιακή πολιτική, που αποκλίνει σημαντικά από το πραγματικό κόστος παροχής υπηρεσιών, με αποτέλεσμα μεγάλα ελλείμματα, περιορισμένη πειθαρχία από τους χρήστες, χαμηλό βαθμό διαφάνειας και ελάχιστη πειθαρχία από τους ασκούντες τη διοίκηση, διότι το κεντρικό ταμείο αδιακρίτως καλύπτει τα ελλείμματα με επιδοτήσεις, ενισχύσεις και κοινωνικούς πόρους.

Μια νέα αντίληψη επιβάλλει την καθιέρωση τιμολογιακής πολιτικής βασισμένη στο πραγματικό κόστος παροχής υπηρεσιών και οι κρατικές επιδοτήσεις και ενισχύσεις να καθορίζονται ως ποσοστό επί της πραγματικής τιμής, αλλά με κριτήρια αποτελεσματικότητας, παραγωγικότητας και ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών από τους φορείς με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί.

Να προχωρήσουμε σταδιακά στην υιοθέτηση μεθόδων μέτρησης της ποσότητας και ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών και της ικανοποίησης των πολιτών – πελατών. Σε δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται κυρίως πόρους εργαζομένων και εργοδοτών, ο ρόλος των τελευταίων στη διαχείριση πρέπει να είναι καθοριστικός (π.χ. ΛΑΕΚ, ΙΚΑ).

Η παραπάνω συνολική προσέγγιση μπορεί να βρει εφαρμογή από την τοπική αυτοδιοίκηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις μέχρι τα νοσοκομεία, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα μεταφορικά μέσα και δεκάδες άλλους οργανισμούς.

o Να συνδέσουμε, σε όλα τα επίπεδα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τμήμα τουλάχιστον της αμοιβής προσωπικού με το αποτέλεσμα, ποιοτικό και ποσοτικό, καθώς και την αξιολόγηση προσφοράς και έργου του προσωπικού. Αυτό απαιτεί την καθιέρωση, σε όλα τα επίπεδα, μετρήσιμων στόχων, ποιοτικών και ποσοτικών, και προϋπολογισμών ως βάση για την αξιολόγηση, που θα στηρίζονται στην καθιέρωση αντικειμενικών και σύγχρονων μεθόδων.

Να απομακρυνθούμε σταδιακά και σε βάθος χρόνου από την ισοπεδωτική λογική στις αμοιβές, που επικρατούσε τις τελευταίες δεκαετίες, που τιμωρεί ουσιαστικά και αποθαρρύνει τους έντιμους, ικανούς και παραγωγικούς υπαλλήλους.

o Να ενισχύσουμε και να καθιερώσουμε κατά περίπτωση τον ανταγωνισμό τιμής, ποιότητας και αποτελεσματικότητας ανάμεσα σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς, που προσφέρουν παρεμφερείς υπηρεσίες, αλλά με ίσους όρους, και ανάμεσα ακόμα και σε δημόσιους φορείς ομοειδών δραστηριοτήτων (π.χ. Νοσοκομεία, Πανεπιστήμια). Ο ανταγωνισμός των φορέων θα αφορά τόσο στην προσέλκυση των πολιτών – πελατών όσο και στην κατανομή των κοινωνικών πόρων (π.χ. παιδεία, τοπική αυτοδιοίκηση, υγεία) με κριτήρια ποιοτικά, επίτευξης των στόχων, αποτελεσματικότητας και ικανοποίησης των πολιτών – πελατών.

o Να απομακρυνθούμε από τη γενικευμένη επιδότηση δραστηριοτήτων και φορέων, που ευνοεί φτωχούς και πλούσιους στον ίδιο βαθμό (π.χ. δωρεάν ανώτατη παιδεία, δωρεάν υγεία) με το ν’ αξιοποιήσουμε τους μηχανισμούς αγοράς στην τιμολόγηση των υπηρεσιών και να δώσουμε το δικαίωμα στον πολίτη να επιλέγει μεταξύ εναλλακτικών υπηρεσιών προσφερόμενων είτε από τον δημόσιο είτε από τον ιδιωτικό τομέα.

Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να αποδίδονται οι κρατικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις, όπου αυτό είναι εφικτό, απευθείας στην τσέπη του πολίτη (π.χ. με voucher) που θα ”ψηφίζει” καθημερινά με τα χρήματά του ποιος φορέας προσφέρει την καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών, οδηγώντας έτσι σε ανταγωνισμό, αποτελεσματικότερη κατανομή των κοινωνικών πόρων και το κυριότερο, στη βελτίωση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών. Παράλληλα, είναι κοινωνικά προκλητικό οι ”έχοντες και κατέχοντες” να μην πληρώνουν για τη χρήση των υπηρεσιών που προσφέρονται από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και να το βαφτίζουμε αυτό ”προοδευτικό”.

Τα παραπάνω νέα έσοδα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για επενδύσεις και βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών στους πολίτες που έχουν πραγματικά ανάγκη.

Η συνηγορία υπέρ της συρρίκνωσης και της ριζικής αναμόρφωσης του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της κοινωνικής πολιτικής δεν είναι ιδεολογική ούτε συντηρητική, αλλά πραγματιστική και ρεαλιστική. Επιβάλλεται από τις διεθνείς εξελίξεις, τη μέχρι σήμερα εμπειρία μας, την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάπτυξης και απασχόλησης της χώρας, να προσφερθούν πραγματικά ευκαιρίες σε όλους, κυρίως στους μη έχοντες, παρέχοντας παράλληλα αποτελεσματικές κοινωνικές ασφαλιστικές δικλίδες, και είναι πολιτική συμβατή με σύγχρονες και αποτελεσματικές προσεγγίσεις στην κοινωνική πολιτική και στην κοινωνική προστασία.

Σημαντικό ζήτημα, όμως, είναι ότι σταδιακά έχει διαμορφωθεί στη χώρα μια πολιτική διαστρωμάτωση, προσέγγιση και εκπροσώπηση που αντανακλούν, έμμεσα ή άμεσα, την παλιά αντίληψη λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας, που από τη σύνθεσή της ήταν και είναι στην πλειοψηφία της εχθρική προς τις μεταρρυθμίσεις και τις πολιτικές ανοιχτών αγορών και ανταγωνισμού.

Οι συνθήκες δημιουργίας μιας ισχυρής ελληνικής ανταγωνιστικής ιδιωτικής οικονομίας έχουν ωριμάσει και περνούν μέσα από ριζική αναμόρφωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου θα οδηγήσει τη χώρα σε νέο ενάρετο κύκλο πραγματικής και διατηρήσιμης ευημερίας.

Με αποτελεσματικό κράτος, με σύγχρονη κοινωνική πολιτική, με επενδύσεις, με διεθνοποιημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις θα δώσουμε νέα ώθηση στην Ελλάδα ως περιφερειακή, οικονομική και πολιτική δύναμη στην περιοχή.

* Αποσπάσματα του άρθρου δημοσιεύτηκαν στο ”ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ” τον Ιούλιο 2007 και στην ”Καθημερινή της Κυριακής” της 7ης/10/2007.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v