Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Οκτ 13 2025

Η επέλαση των... βαρβάρων και το «δια ταύτα» της Δημοκρατίας

Η επέλαση των... βαρβάρων και το «δια ταύτα» της Δημοκρατίας

Το σημείωμα της προηγούμενης εβδομάδας («Παγκοσμιοποίηση: Το πιο βαρύ πλήγμα για τη Δημοκρατία») προκάλεσε μια σειρά από σχόλια, κάποια από αυτά δημόσια, που ζητούσαν μια τοποθέτηση για το «δια ταύτα», δηλαδή για το τι γίνεται εδώ που έχουμε φτάσει.

Παρότι η απάντηση ανήκει κατεξοχήν στην αρμοδιότητα των πολιτικών, κάποιες σκέψεις, στις οποίες ο υπογράφων δεν διεκδικεί πατρότητα, ίσως είναι χρήσιμες. Σκέψεις που κινούνται σε τρία επίπεδα: το αξιακό, το πολιτικό και το οικονομικό.

Στον πυρήνα του σύγχρονου προβλήματος της Δύσης μάλλον βρίσκεται η χωρίς μέτρο επικράτηση του ατομικού επί του συλλογικού, σε επίπεδο αξιών, μέσα από τη σχεδόν θεοποίηση της ατομικής επιθυμίας. Όπως έχει αναφέρει ο στοχαστής Στέλιος Ράμφος, (φτάσαμε να) «αντιμετωπίζουμε το θέμα των αξιών ως θέμα επιθυμίας. Αξία είναι ό,τι επιθυμώ και η ικανοποίηση από αυτό που επιθυμώ».

Μια οπτική που μπορεί να φαίνεται σε κάποιους συντηρητική, αγγίζει όμως μια σειρά από καυτά προβλήματα της εποχής, από την υπογεννητικότητα, τον άκρατο δικαιωματισμό και την πλήρη απενοχοποίηση της απληστίας, έως την υποβάθμιση της ιδέας του πατριωτισμού -και άρα της διάθεσης υπεράσπισης της πατρίδας απέναντι σε ένοπλες απειλές.

Σε πολιτικό επίπεδο, κάτω από το προκάλυμμα της φιλελεύθερης ιδεολογίας αλλά και υπό την πίεση οικονομικών παραγόντων που διαμορφώθηκαν μέσω παγκοσμιοποίησης, στις περισσότερες χώρες επικράτησε η ολοένα και μεγαλύτερη αποστασιοποίηση της συστημικής πολιτικής από τις πραγματικές επιθυμίες μεγάλης μερίδας των πολιτών.

Αυτός ο διχασμός μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας γίνεται ίσως περισσότερο αντιληπτός σε θέματα αξιακά, από τη μετανάστευση έως την περιθωριοποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος. Ωστόσο μεγάλες είναι και οι συνέπειες από την ενίσχυση των εσωτερικών ανισοτήτων, που σιγοβράζουν στις περισσότερες χώρες, με την αιτιολογία της διεθνοποιημένης οικονομικής «αποτελεσματικότητας».

Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, οι συνέπειες γίνονται ορατές, από το αδιέξοδο στο οποίο σταδιακά περιέρχονται οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες. Μεγάλος αριθμός κρατών πάσχει από υπερδανεισμό και λειτουργεί με μεγάλα ελλείμματα, αλλά δυσκολεύεται να αυξήσει τη φορολογία (αδυνατώντας να επιβαρύνει τον μεγάλο πλούτο), όπως και να περικόψει τις δαπάνες. Διότι εκείνοι που κυβερνούν, γνωρίζουν τις σφοδρές αντιδράσεις που θα προκύψουν.

Αυτή, για παράδειγμα, είναι η κύρια αιτία του πολιτικού αδιεξόδου στο οποίο περιέρχονται Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία, ενώ κατά πόδας ίσως ακολουθεί και η Γερμανία. Με το επιφανειακά οξύμωρο, οι «διεθνοποιημένες» αγορές τους να καταγράφουν κέρδη ακόμη και τώρα!

Οι σύγχρονοι βάρβαροι και οι φιλελεύθερες «λύσεις»

Υπεραπλουστεύοντας, η κατάσταση στη Δύση θυμίζει αρκετά την αρχαία Ρώμη απέναντι στην επέλαση των «βαρβάρων». Τότε, ήταν οι εσωτερικές διαιρέσεις, η αυξανόμενη τρυφηλότητα, η διαφθορά και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας (οικονομικής και στρατιωτικής), που απέβησαν μοιραίες, τουλάχιστον για το δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας.

Οι σύγχρονοι αντίπαλοι, όμως, δεν φορούν προβιές και ήδη έχουν κατακτήσει την πρωτοκαθεδρία σε μεγάλους βιομηχανικούς και τεχνολογικούς τομείς. Πώς; Ενσωματώνοντας τη δύναμη του καπιταλισμού σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα, με αφετηρία την έννοια του έθνους-κράτους, αλλά και έχοντας νεότερες, πολύ πιο σφριγηλές κοινωνίες, που έχουν συχνά πολύ ισχυρή «εργασιακή ηθική», αντίστοιχη της προτεσταντικής που κάποτε θέριεψε τον καπιταλισμό στη Δύση.

Κατά την άποψη ορισμένων οπαδών της φιλελεύθερης ιδεολογίας, τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να λυθούν από την «οικονομία της αφθονίας», όπως περιγράφεται στο μοδάτο αμερικανικό βιβλίο «Abundance» αλλά και από την πιο «τεχνοφουτουριστική» έκδοση με τον ίδιο περίπου τίτλο, που κυκλοφόρησε το 2013 και η κεντρική του ιδέα βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα, μέσα από την επέλαση της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Παρότι ομότιτλες, οι δύο εκδόσεις έχουν μεγάλες διαφορές. H πρώτη αφορά στην ουσία ένα νεο-κεϋνσιανό μοντέλο κοινωνικής «ανοικοδόμησης», με επίκεντρο τις συνθήκες στις ΗΠΑ, ενώ η δεύτερη -και ίσως πιο ενδιαφέρουσα σε μακροχρόνιο ορίζοντα- την «εκθετική» τεχνολογία, που μέσω εργαλείων όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και οι καθαρές μορφές ενέργειας, θα δημιουργήσει πραγματικές «κοινωνίες της αφθονίας».

Τις αναφέρουμε συνοπτικά διότι: Η πρώτη παραγνωρίζει τα δομικά προβλήματα των δυτικών οικονομιών (μείωση του διεθνούς ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, γήρανση, υπογεννητικότητα κ.ά.), όπως και τα δημοσιονομικά-λειτουργικά προβλήματά τους.

Παρομοίως, η δεύτερη αναφέρεται σε ένα «μέλλον» που ακόμη απέχει χρονικά, δεν λαμβάνει υπόψη τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις (κυκλοφόρησε άλλωστε το 2013), ούτε τις μεγάλες αναταραχές που θα προκαλέσουν αυτές οι «εκθετικές» τεχνολογίες, έως ότου βρεθούν νέα σημεία ισορροπίας.

Η πιο ρεαλιστική προσέγγιση της «ανθεκτικότητας»

Περισσότερο ρεαλιστική φαίνεται η προσέγγιση του κοινωνιολόγου Andreas Reckwitz, ο οποίος σε πρόσφατο άρθρο του στους New York Times, με τίτλο «Η Δύση είναι χαμένη» (The West is lost), πραγματεύεται το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας γύρω από ένα βασικό άξονα σκέψης: Η «Πρόοδος» ως διαρκής ενίσχυση της ευμάρειας έφτασε στα όριά της και πρέπει να αντικατασταθεί από την «Ανθεκτικότητα» (Resilience).

Χαρακτηριστική του περιεχομένου η κατακλείδα: «Αν η πολιτική συνεχίσει να υπόσχεται ατελείωτη πρόοδο, θα τροφοδοτήσει τη διάψευση των προσδοκιών και θα ενισχύσει τους λαϊκιστές, που αντλούν δύναμη από προδομένες ελπίδες.

Αν όμως οι δημοκρατίες μάθουν να διατυπώνουν μια πιο αμφίθυμη αφήγηση -μια αφήγηση που αναγνωρίζει την απώλεια, αντιμετωπίζει την ευαλωτότητα, επαναπροσδιορίζει την έννοια της προόδου και επιδιώκει την ανθεκτικότητα-, τότε ίσως, παραδόξως, να μπορέσουν να ανανεωθούν.

Το να αντικρίζουμε την αλήθεια με ανοιχτά μάτια, να αποδεχόμαστε την ευθραυστότητα και να ενσωματώνουμε την απώλεια στη δημοκρατική φαντασία, θα μπορούσε, στην πραγματικότητα, να αποτελέσει την προϋπόθεση της ζωντάνιας της.

Αν κάποτε ονειρευτήκαμε να καταργήσουμε την απώλεια, τώρα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί της. Αν το κατορθώσουμε, αυτό θα σηματοδοτούσε ένα βήμα προς την ωριμότητα. Και αυτό θα μπορούσε να γίνει μια βαθύτερη μορφή προόδου».

Παρότι στηρίζεται σε ορθές παραδοχές, με κυριότερη ίσως την αίσθηση απώλειας που δημιουργεί η σταδιακή κατακρήμνιση της παντοκρατορίας της Δύσης, με όλες τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που επιφέρει, η προσέγγιση αυτή φαίνεται να έχει δύο σοβαρές αδυναμίες.

Οι αδυναμίες και το «δια ταύτα» του σήμερα

Μετά από 80 χρόνια σχεδόν αδιάκοπης ευμάρειας, η κοινή γνώμη πολύ δύσκολα θα αποδεχτεί τη μετάβαση στην «ανθεκτικότητα», αν υποθέσουμε -κι αυτό είναι ένα μεγάλο αν- ότι οι πολιτικοί τού σήμερα θα είχαν το ειδικό βάρος να το επιχειρήσουν.

Ψήγματα αυτής της προσέγγισης έχουν πράγματι κάνει την εμφάνισή τους στους λόγους της ευρωπαϊκής ηγεσίας (με επίκεντρο τον ρωσικό κίνδυνο), χωρίς ιδιαίτερη ανταπόκριση από την κοινή γνώμη. Ίσως διότι ο κίνδυνος έχει λάβει διαστάσεις υπερβολής, ίσως διότι οι εκκλήσεις συνοδεύονται από τη διαβεβαίωση ότι η Δύση εξακολουθεί να είναι πανίσχυρη (απλώς πρέπει να σφίξει για λίγο το ζωνάρι), αποτρέποντας την αίσθηση της πραγματικής απώλειας.

Επιπλέον, η πρόταση του Reckwitz αποφεύγει να αγγίξει τα βαθύτερα αξιακά θέματα. Ούτε η πρόοδος ούτε η ανθεκτικότητα είναι γνήσιες πρωτογενείς αξίες, όπως η πατρίδα, η οικογένεια, η πίστη και η εντιμότητα. Είναι «στοχαστικές», δευτερογενείς αξίες, γεννήματα η μία του Διαφωτισμού και η άλλη των σύγχρονων συνθηκών.

Κοινωνίες που έχουν απαρνηθεί θεμελιώδεις αξίες, ακόμη κι αν δεχθούν την απώλεια, θα διαφωνήσουν ριζικά ως προς το ποιοι θα πρέπει να επωμιστούν το βάρος της. Κι αυτή η εμπλοκή έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της σε πολλές δυτικές κοινωνίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διαρκή μείωση της διαγενεακής αλληλεγγύης.

Στον πυρήνα των σύγχρονων πρακτικών ερωτημάτων, μπαίνει άλλωστε για τη Δύση ένα θεμελιώδες δίλημμα που δεν έχει ακόμη γίνει πλήρως αντιληπτό από τις φιλελεύθερες ηγεσίες: «Πώς αλλάζεις τους κανόνες ενός κόσμου που δημιούργησες, διότι πλέον ωφελούν κυρίως τον αντίπαλό σου;».

Σε αυτό το ερώτημα ψάχνει την απάντηση, με τον δικό της τρόπο, η προεδρία του Τραμπ, ενίοτε σπασμωδικά, διότι οι ισορροπίες δυνάμεων έχουν ήδη αλλάξει.

Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα έχουν κάνει την επιλογή που έκαναν οι ΗΠΑ, με την επανεκλογή του Τραμπ. Προς τα εκεί συγκλίνουν όλες οι τάσεις, κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις και τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις ανά την Ευρώπη, ενώ αντίστοιχες τάσεις έκαναν πλέον την εμφάνισή τους (με διαφορετικό τρόπο) και στην Ιαπωνία.

Ίσως αυτός είναι και ο μόνος δρόμος για να προσαρμοστεί η κοινή γνώμη στις νέες συνθήκες. Μέσα από πολιτικές αλλαγές που θα επιφέρουν τελικά τη συνειδητοποίηση πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Παρά μόνο η αποδοχή της απώλειας και η ελπίδα της ανασύνταξης σε νέες αξιακές βάσεις.

Μια διαδικασία που, στην καλύτερη περίπτωση, προβλέπεται να είναι αργή και επίπονη.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο