Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου και οι πρώτες του Σεπτεμβρίου ίσως μείνουν στην ιστορία. Μέσα από τη διάσκεψη κορυφής της Οργάνωσης Συνεργασίας της Σαγκάης και του εορτασμού για τη νίκη κατά του άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κίνα επισφράγισε το νέο της ρόλο στο παγκόσμιο οικονομικό και γεωπολιτικό σκηνικό, ως αντίβαρο των Ηνωμένων Πολιτειών και ηγέτιδα της «μη Δύσης».
Oι λίστες των συμμετεχόντων στις εκδηλώσεις περιλαμβάνουν εκπροσώπους από χώρες και των τεσσάρων μεγάλων ηπείρων, με έμφαση βεβαίως στην Ασία και ελάχιστη εκπροσώπηση (Κούβα, Βενεζουέλα, σε χαμηλότερο επίπεδο και Βραζιλία) από το δυτικό ημισφαίριο, την «πίσω αυλή» των ΗΠΑ.
Μεγάλοι απόντες η συλλογική «Δύση» (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία), με εξαιρέσεις όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, η ακόμη «ανένταχτη» Σερβία, ασφαλώς και η Τουρκία, που παίζει εδώ και πολύ καιρό σε όσα «ταμπλό» επιθυμεί.
Κερασάκι στην τούρτα της κινεζικής ηγεσίας, που μίλησε ανοιχτά για την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας τάξης, η θερμή παρουσία του ηγέτη της Ινδίας, της τρίτης πλέον σε μέγεθος οικονομίας του κόσμου.
Ο Ινδός ηγέτης Ναρέντρα Μόντι είχε περάσει από καιρό σε τροχιά εξομάλυνσης των σχέσεων με την Κίνα. Ωστόσο, ο ωμός εκβιασμός του Ντόναλντ Τραμπ, με την επιβολή υψηλών δασμών, προκειμένου να σταματήσουν οι αγορές ρωσικού πετρελαίου, ίσως αποδειχθεί καθοριστικός για το μέλλον.
Οι αλλαγές στο οικονομικό και πολιτισμικό υπόβαθρο
Όσα συμβαίνουν έχουν τη ρίζα τους σε οικονομικούς, δημογραφικούς και πολιτιστικούς παράγοντες. Πριν από μόλις 25 χρόνια, η λεγόμενη «συλλογική Δύση» κατείχε περίπου το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parity). Σήμερα κινείται στο 40% με πτωτικές τάσεις, κυρίως λόγω της ανάπτυξης γιγάντων όπως η Κίνα και η Ινδία, με άλλες μεγάλες χώρες όπως η Ινδονησία και η Βραζιλία να ακολουθούν. Η διαφορά είναι τεράστια.
Σε μια εποχή όμως που οι δυτικές ελίτ θέλουν να κρατήσουν κάπως ψηλά το ηθικό των πολιτών, χρησιμοποιείται σχεδόν μονίμως το ονομαστικό ΑΕΠ σε ισοτιμίες δολαρίου, για να βελτιώσει κάπως την εικόνα. Κι έτσι επιτρέπονται ανοησίες, όπως ότι το οικονομικό μέγεθος της Ρωσίας είναι λίγο μικρότερο από αυτό της… Ιταλίας.
Η αλήθεια είναι ότι προκειμένου να μετρηθεί η εσωτερική οικονομική ισχύς, η δυνατότητα παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, στις διακρατικές συγκρίσεις, χωρίς να επηρεάζεται από τα υψηλότερα κόστη ζωής και παραγωγής, οι ειδικοί χρησιμοποιούν το ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης.
Με αυτό το πιο αντικειμενικό μέτρο (που χρησιμοποιείται από μεγάλους διεθνείς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα), η Κίνα είναι πλέον η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου (και αδιαμφισβήτητα η μόνη βιομηχανική υπερδύναμη όπως έχουμε ήδη αναλύσει), ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ, και με την Ινδία να βρίσκεται στην τρίτη θέση, μακράν του τέταρτου, που είναι η Ρωσία.
Εν ολίγοις, με στοιχεία 2024, τρεις από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες βρίσκονται εκτός Δύσης, με την Ιαπωνία, τη Γερμανία και τη Βραζιλία να ακολουθούν (εδώ ο σχετικός πίνακας της Παγκόσμιας Τράπεζας).
H τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί για λόγους δημογραφικούς (Κίνα και Ινδία έχουν αθροιστικά πάνω από το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού), πλουτοπαραγωγικών πηγών και αναδυόμενων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Κάτι που γνωρίζουν βεβαίως οι ελίτ τόσο της Δύσης όσο και του αποκαλούμενου «Παγκόσμιου Νότου».
Με αφορισμούς περί «συγκέντρωσης δικτατόρων» δεν πρόκειται να αλλάξει η πραγματικότητα. Μάλλον θα χειροτερέψει καθώς η οικονομική ισχύς μεταφέρεται εκτός Δύσης.
Πράγματι, στην πλειονότητά τους, τα καθεστώτα σε αυτές τις χώρες είτε είναι αυταρχικά είτε λειτουργούν με τις λεγόμενες «ελλιπείς» Δημοκρατίες. Τις παλαιότερες δεκαετίες, οι ελίτ πολλών από αυτές έβλεπαν στη Δύση ένα φάρο οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης, παραγνωρίζοντας το αποικιοκρατικό παρελθόν.
Ο συνδυασμός, όμως, της επιτυχίας της Κίνας στη μίξη του καπιταλισμού, σε ένα μη δημοκρατικό πολιτικό μοντέλο, με την οικονομική στασιμότητα της Ευρώπης και την πολιτική παρακμή, την αστάθεια των δυτικών δημοκρατιών, πλήγωσε βαθιά αυτό το πρότυπο.
H συντριπτική πλειονότητα, ωστόσο, δεν θέλει να εμπλακεί σε πόλεμο με τη Δύση, όπως πολλοί σκληροπυρηνικοί ειδήμονες πρεσβεύουν. Θέλει τη χειραφέτησή της από ένα μονοπολικό σύστημα, την Pax Americana, που κηδεμόνευε τον κόσμο από τη δεκαετία του 1990. Και ταυτόχρονα, δυσφορεί με δασμούς και κυρώσεις που εξαπολύονται, ιδίως όταν οι τελευταίες αφορούν το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, στο οποίο η Δύση διαθέτει (ακόμη) πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ειδικά οι πολύ μεγάλες χώρες με μνήμες «αυτοκρατορίας», όπως η Κίνα και η Ινδία, εύλογα θέλουν να διεκδικήσουν τον ρόλο που θεωρούν ότι τους αναλογεί πλέον στο σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα. Προφανώς για αυτές τις χώρες, η σύνθεση της σημερινής G-7, του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργάνων, επίσημων και ανεπίσημων, φαντάζει με τις τρέχουσες συνθήκες ως μια κατάφωρη αδικία.
Οι συσχετισμοί ισχύος έχουν αλλάξει και σύντομα θα αλλάξουν τόσο που να επιβάλλουν ριζικές αλλαγές.
Πώς η πραγματικότητα περιορίζει τις επιλογές του Τραμπ
Το 2016 ο Τραμπ ήρθε στην εξουσία προτάσσοντας την Κίνα στο επίκεντρο της αμερικανικής αμυντικής πολιτικής. Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, φάνηκε ότι προσπαθεί να καθυποτάξει την Κίνα στο θέμα των δασμών. Δεν μπορεί να το κάνει, όμως, αφενός διότι τα κινεζικά προϊόντα είναι πια πολύτιμα και για τις ΗΠΑ, κι αφετέρου διότι διαπίστωσε ότι ο Σι Τζινπίνγκ έχει «άσους στο μανίκι» όπως το σχεδόν μονοπώλιο στις σπάνιες γαίες, εξαιρετικά πολύτιμες στην παραγωγή (και οπλικών) σύγχρονων συστημάτων.
Η ακαταλαβίστικη κίνησή του να τα βάλει με την Ινδία (τον πολυτιμότερο «ουδέτερο» στον κόσμο) φαίνεται να αποτυγχάνει ωθώντας την να προσεγγίσει την Κίνα. Η οικονομική ισχύς των ΗΠΑ μπορεί να είναι επαρκής για να ταπεινώσει την Ευρώπη, δεν φτάνει όμως για να τα βάλει με όλους, ιδίως με τα άλλα τρία ισχυρότερα κράτη.
Στον Τραμπ δεν αρέσουν άλλωστε και οι πολεμικές περιπέτειες με ισχυρούς αντιπάλους. Οι περισσότεροι ειδικοί γνωρίζουν ότι πολύ δύσκολα οι ΗΠΑ θα κατάφερναν να επικρατήσουν σε μια σύρραξη με την Κίνα για την Ταϊβάν, ενώ σε κάθε περίπτωση θα προκύψουν εκατόμβες θυμάτων, ιδιαίτερα δύσπεπτες στην αμερικανική κοινωνία.
Η Ταϊβάν μάλλον «κείται μακράν», για να χρησιμοποιήσουμε μια γνωστή στους ελληνικούς κύκλους έκφραση. Η εποχή του πολέμου της Κορέας φαίνεται να αποτελεί παρελθόν.
Είναι έως και εντυπωσιακή, σε αυτό το πλαίσιο, η «σύμπτωση» τεσσάρων διαφορετικών διεθνών ειδήσεων, μέσα σε λίγες μέρες. Η πρώτη αφορούσε την επίδειξη ισχύος που έκανε η Κίνα στη στρατιωτική παρέλαση για τη νίκη στον Β’ ΠΠ, στην οποία παρουσιάστηκε πληθώρα συστημάτων πολύ υψηλής τεχνολογίας. Εκτός από ορισμένους φανατικούς της «αμερικανικής ισχύος», η κοινότητα των ειδικών της Δύσης εντυπωσιάστηκε (και ανησύχησε) από όσα είδε.
Η δεύτερη ήταν ότι οι ΗΠΑ θα σταματήσουν να ξοδεύουν χρήματα για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό ευρωπαϊκών χωρών, που συνορεύουν με τη Ρωσία, πετώντας το μπαλάκι στην Ευρώπη.
Την τρίτη τη δημιούργησε ο ίδιος ο Τραμπ με την πικαρισμένη και παράξενη δήλωση που έκανε, κατά την οποία Ρωσία και Ινδία συντάσσονται με τη «σκοτεινή» Κίνα, συνοδευόμενη από την… ευχή του να έχουν «μακρύ και ευήμερο μέλλον».
Η τέταρτη αφορά τη νέα Εθνική Στρατηγική Άμυνας των ΗΠΑ, η οποία φέρεται να επικεντρώνεται στην ασφάλεια της «πατρίδας» και στο δυτικό ημισφαίριο, περνώντας την Κίνα σε δεύτερη μοίρα!
Κάτι τέτοιο βεβαίως θα προκαλέσει πραγματικό σεισμό στο κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, καθώς και στα «γεράκια» αμφότερων των μεγάλων κομμάτων.
Όπως και να έχει, όμως, είναι σαφές ότι ο πρόεδρος και το επιτελείο του αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο τη νέα διεθνή πραγματικότητα και δίνουν πλέον μεγαλύτερη σημασία στο δόγμα Μονρόε. Κάτι που σε μεγάλο βαθμό είχαμε προδιαγράψει σε σχετικό σημείωμα του περασμένου Ιανουαρίου.
Ο μακάριος ύπνος Ευρώπης και Ελλάδας
Εν μέσω αυτών των τεκτονικών αλλαγών στις γεωπολιτικές και οικονομικές ισορροπίες, το κυρίαρχο σύστημα της Ευρώπης εμφανίζεται γαντζωμένο σε ιδεοληπτικούς φανατισμούς και ανεδαφικές επιδιώξεις. Έχει κηρύξει ανένδοτο κατά της Ρωσίας, για την Ουκρανία, με την ελπίδα ότι θα σύρει τον Τραμπ ή εντέλει θα κρατήσει τον πόλεμο έως ότου αλλάξει η αμερικανική ηγεσία.
Ταυτόχρονα ανεβάζει τους τόνους και κατά της Κίνας, με την ανεκδιήγητη Κάγια Κάλας (υποτίθεται ύπατο εκπρόσωπο Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ) να προσβάλλει προ ημερών τους Κινέζους για τον ρόλο τους στη νίκη κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο είχαν… 20 εκατ. θύματα!
Παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό τους (με χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτή την περίοδο τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία), οι ευρωπαϊκές ηγεσίες εμφανίζονται προσκολλημένες σε μια εικονική πραγματικότητα, που σε μεγάλο βαθμό αναπαράγουν και τα περισσότερα διεθνή ΜΜΕ.
Σε αυτή την επίπλαστη πραγματικότητα, παρά τις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από την εποχή της ακμής, οι μακροχρόνιες δομικές τάσεις εξακολουθούν να ερμηνεύονται ως… «προσωρινές αναποδιές», μέχρι την επαναφορά στο… μεγαλείο.
Ουδείς φαίνεται να διερωτάται στα σοβαρά πώς θα ισορροπήσει η Ευρώπη ανάμεσα στις νέες υπερδυνάμεις, τις ήδη υπαρκτές και τις ανατέλλουσες, πώς θα διασφαλίσει τις διεθνείς οικονομικές της σχέσεις, αλλά και τη γεωπολιτική της σταθερότητα.
Δυστυχώς, ο ιός αυτός πλήττει και την ελληνική κυβέρνηση, η οποία εμφανίζεται διαρκώς «αιφνιδιαζόμενη», είτε από την οπισθοχώρηση του διεθνούς δικαίου στις διακρατικές σχέσεις είτε από τις γεωπολιτικές ανατροπές, την ώρα που η Τουρκία κινείται δυναμικά ελισσόμενη ανάμεσα στα συμφέροντα σχεδόν όλων των μεγάλων διεθνών παικτών.
Ενδεικτικό ότι η Ελλάδα, μια χώρα στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, με σημαντικές στρατηγικές επενδύσεις κινεζικών εταιρειών στον OΛΠ και τον ΑΔΜΗΕ, δεν ήταν ούτε παρατηρητής στην Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης, ενώ δεν έστειλε έστω έναν υπουργό στις εκδηλώσεις για την επέτειο της νίκης στον Β' ΠΠ. Παρoύσα βεβαίως στις δύο εκδηλώσεις, χωρίς ουδείς να της ζητήσει τον λόγο, ήταν η Τουρκία, με τον Ταγίπ Ερντογάν, τον υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και τον υπουργό Ενέργειας Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ.
Κάθε έννοια πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής έχει εγκαταλειφθεί, ενώ αν κρίνουμε από τις τελευταίες δηλώσεις στη ΔΕΘ του Κυριάκου Μητσοτάκη (που εμφανίζεται σε σχεδόν απόλυτο συντονισμό με τις «ελίτ» της Ευρώπης), δεν πρέπει να αναμένονται αλλαγές.
Κι αυτό, αργότερα ή γρηγορότερα, θα το πληρώσει η χώρα.