Δικαιολογημένα η κυβέρνηση προβάλλει όσο μπορεί τις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος στον ενεργειακό τομέα. Πρόκειται για συμφωνίες σημαντικής γεωπολιτικής και εν δυνάμει οικονομικής αξίας.
Όμως, όπως συμβαίνει συνήθως στη χώρα μας, οι εξελίξεις συνοδεύτηκαν από υπέρμετρο ενθουσιασμό, με ορισμένους να μετρούν ήδη δεκάδες δισεκατομμυρίων στο ΑΕΠ ή να προβλέπουν κυρίαρχη γεωπολιτική θέση για τη χώρα μας.
Στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη. Σε πολιτικό επίπεδο, καταλύτης των όσων συμβαίνουν είναι οι πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ. Όχι απλώς επειδή είναι οπαδός των εξορύξεων (το περίφημο «drill, baby, drill»), αλλά και διότι θέλει να εκμεταλλευτεί όσο μπορεί την επιθυμία των Βορειοευρωπαίων να απεξαρτηθούν πλήρως από το ρωσικό αέριο, πουλώντας τους το (ακριβότερο) αμερικανικό LNG.
Από την πλευρά του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέδειξε για ακόμη μία φορά την ευελιξία και την έφεση που τον διακρίνει στις πολιτικές «business» (ίσως το μοναδικό κοινό σημείο του με τον Τραμπ), υποβοηθούμενος και από την εμπειρία του υπουργού Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου στις πολιτικοοικονομικές διαπραγματεύσεις.
Παλαιότερα, η κυβερνητική πολιτική ήταν απόλυτα ταυτισμένη με τη σχεδόν ιδεοληπτική «πράσινη γραμμή», που εκπορευόταν από την κυβέρνηση Μπάιντεν και τις Βρυξέλλες. Με αποτέλεσμα να παγώσει επί έξι χρόνια οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τους ελληνικούς υδρογονάνθρακες -παρότι προϋπήρχε ο νόμος του Γιάννη Μανιάτη. Βλέποντας όμως την αλλαγή συνθηκών, ο πρωθυπουργός έκανε άμεσα τη στροφή.
Ατυχώς για την κυβέρνηση, πέραν της θετικής «αύρας» και των πηχυαίων τίτλων στα ΜΜΕ, ελάχιστη επίδραση θα έχουν αυτά «στην τσέπη» του πολίτη, εντός της τρέχουσας θητείας της. Η δοκιμαστική γεώτρηση Exxon-Energean στο Ιόνιο (με 15-20% πιθανότητες επιτυχούς κατάληξης, ποσοστό αρκετά υψηλό για τον χώρο) δύσκολα θα ξεκινήσουν πριν το 2027, λόγω των απαραίτητων αδειοδοτήσεων.
Ομοίως, η συνεργασία Venture Global-ΔΕΠΑ-Aktor έχει ορίζοντα έναρξης το 2030 και πάντως σε χρόνο μεταγενέστερο της πλήρους απαγόρευσης του ρωσικού αερίου στην Ευρώπη, που θα επέλθει το 2027.
Ευτυχές όμως για την Ελλάδα ότι ο συνδυασμός της γεωγραφίας της με την εύρεση ενός κοινού τόπου μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, στην υποκατάσταση του ρωσικού αερίου, επέτρεψε στην κυβέρνηση να κάνει κινήσεις που την αναβαθμίζουν στην τρέχουσα συγκυρία. Τόσο έναντι των ΗΠΑ όσο και έναντι του «κονκλαβίου» των βορειοευρωπαϊκών κρατών και της Κομισιόν. Τέτοιου είδους «συνέργειες» δεν είναι εύκολες στη νέα εποχή.
Γεωπολιτικές ευκαιρίες και ρίσκα
Tο αυξημένο ενδιαφέρον αμερικανικών ενεργειακών κολοσσών για την Ελλάδα πράγματι «θωρακίζει» γεωπολιτικά τη χώρα, ιδίως όταν εκδηλώνεται σε περιοχές «ευαίσθητες» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ήδη, η εμπλοκή της Exxon στο Ιόνιο εικάζεται ότι θα προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον της και για άλλα ελληνικά «οικόπεδα», ακολουθώντας και τη συμφωνία μεταξύ Chevron και Helleniq Energy.
Ομοίως, ο σημαντικός ρόλος που φαίνεται να αναλαμβάνει η Ελλάδα στον ενεργειακό εφοδιασμό της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης συνιστά γεωπολιτική «θωράκιση» για τη Θράκη και τους θαλάσσιους διαδρόμους του Αιγαίου, από την πλευρά των ΗΠΑ αλλά και της Ευρώπης.
Σε ό,τι αφορά τις εξορύξεις, οι υπογεγραμμένες συμφωνίες στρώνουν χαλί για επέκταση του ενδιαφέροντος και σε άλλες περιοχές, στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου, όμως, σχεδόν αναπόφευκτα, θα υπάρξουν προστριβές με τα τουρκικά συμφέροντα. Κατά την άποψή μας, οι ΗΠΑ θα πιέσουν και τις δύο χώρες ώστε να βρεθεί κοινός τόπος και να προχωρήσουν οι επικερδείς «δουλειές». Γεγονός όμως που, εξαιτίας της διάρθρωσης των τουρκικών απαιτήσεων, μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση την ελληνική πολιτική σκηνή.
Θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ότι δεδομένης της μεγάλης επικοινωνιακής απήχησης των τελευταίων εξελίξεων γύρω από τη σύνοδο P-TEC, oι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κάνουν αντίστοιχες δουλειές με την Τουρκία. Μια πρόχειρη αναζήτηση δείχνει ότι μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Μέσα στο 2025, η Τουρκία υπέγραψε διακρατική «στρατηγική συμφωνία» με τις ΗΠΑ στην πυρηνική ενέργεια.
Η κρατική εταιρεία πετρελαίων της Τουρκίας TPAO υπέγραψε τον Μάρτιο του 2025 συμφωνία για Joint Venture με την αμερικανική Continental για την ανάπτυξη σχιστολιθικών πεδίων στην ηπειρωτική Τουρκία (περιοχή Ντιγιάρμπακιρ).
Επιπλέον τον προηγούμενο μήνα υπογράφτηκε 20ετής συμφωνία μεταφοράς αμερικανικού LNG στην Τουρκία, μεταξύ της ελβετικής Mercuria και της τουρκικής κρατικής εταιρείας BOTAS, καθώς και MOU στρατηγικής συμφωνίας μεταξύ της αμερικανικής Argent και της τουρκικής EPIAS (operator του ενεργειακού χρηματιστηρίου της Τουρκίας) για τη διοχέτευση μέσω της χώρας αμερικανικού LNG στην Ευρώπη αλλά και τη Συρία.
Η Ελλάδα σαφώς αναβαθμίζεται. Δεν πρόκειται όμως για ένα παιχνίδι «μηδενικού αθροίσματος», στο οποίο υποβαθμίζεται αντίστοιχα η Τουρκία, παρότι είναι γεγονός ότι η άμεση και ισχυρή σύνδεσή της με τη ρωσική ενέργεια αποτελεί σήμερα σοβαρό «χάντικαπ».
Όπως συμβαίνει στον χώρο της άμυνας, έτσι και στην ενέργεια, η Τουρκία είναι «πολύ μεγάλη για να αγνοηθεί», τουλάχιστον ενόσω κινείται στα όρια της επιρροής της Δύσης. Από τα οποία άλλωστε, ουδείς ισχυρός σε αμφότερες τις όχθες του Ατλαντικού θα ήθελε να τη δει να εξέρχεται.
Ενδιαφέρον θα έχει να δούμε βεβαίως και τι θα γίνει στη συνέχεια με το σχήμα «3+1», που περιλαμβάνει Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ με την υψηλή συμμετοχή και των ΗΠΑ, καθώς επίσης και με το περιβόητο πλέον καλώδιο του Great Sea Interconnector.
Για το οποίο, υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να προχωρήσει εντασσόμενο στο ευρύτερο σχέδιο IMEC που εκτυλίσσεται με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, δηλαδή τον οικονομικό διάδρομο Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Ινδίας.
Οικονομικές ευκαιρίες και ρίσκα
Πέρα από τον βαθμό επιτυχίας της γεώτρησης στο Ιόνιο, κι εκείνων που ελπίζουμε να ακολουθήσουν σε άλλα οικόπεδα, πολλά θα εξαρτηθούν από το ελληνικό κράτος και τη… γραφειοκρατία.
Στο παρελθόν, όσοι θέλησαν να επιχειρήσουν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες στην Ελλάδα, απέκτησαν πικρή εμπειρία. Εάν πράγματι θέλουμε να γίνουν τα όνειρα πραγματικότητα και να εδραιωθεί όσο μπορεί η χώρα μας, στο παγκόσμιο τοπίο της ενέργειας, θα πρέπει να προκύψουν σοβαρές αλλαγές νοοτροπίας και πρακτικής.
Σε ό,τι αφορά τον ρόλο της Ελλάδας (και της Τουρκίας, όπως είδαμε) στη διοχέτευση αμερικανικού αερίου στην Ευρώπη, ο βαθμός επιτυχίας των επιχειρηματικών κινήσεων, όπως αναφέρουν πηγές με βαθιά γνώση του χώρου, θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες:
- Από τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία.
- Από την απαγόρευση χρήσης ρωσικού αερίου στην Ευρώπη για δεκαετίες.
To αμερικανικό αέριο LNG πρέπει να πάει στα τέρμιναλ του Ατλαντικού, να υγροποιηθεί, να ταξιδέψει με καράβι περίπου 10.000 χιλιόμετρα, να αεριοποιηθεί ξανά και εν συνεχεία, να περάσει σε αγωγούς για να φτάσει στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Κάθε μια από αυτές τις ενέργειες προσθέτει κόστος. Από την άλλη πλευρά, το φυσικό αέριο της Ρωσίας βρίσκεται πιο κοντά στις περιοχές κατανάλωσης και ταξιδεύει αποκλειστικά με αγωγούς, που λειτουργώντας επί δεκαετίες, έχουν αποσβεστεί στο μακρινό παρελθόν. Με απλά λόγια, είναι αισθητά φθηνότερο.
Κρίνοντας από το σημερινό πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη, η απαγόρευση ίσως κρατήσει για πολλά χρόνια, εξυπηρετώντας και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Σε αυτή την περίπτωση, οι σχετικές επενδύσεις ενδέχεται να αποδειχθούν χρυσοφόρες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος την επιστροφή της Ευρώπης στο ρωσικό αέριο, με τον τρόπο που είχε συμβεί στο παρελθόν.
Που σημαίνει ότι σε συνάρτηση και με άλλους παράγοντες (όπως το ενδεχόμενο υπερπροσφοράς αερίου, μετά την είσοδο στην αγορά των νέων πεδίων παραγωγής του Κατάρ), το αμερικανικό αέριο μάλλον θα εξακολουθήσει να αποτελεί συμπληρωματικό παράγοντα ενεργειακής διαφοροποίησης και ασφάλειας. Ιδίως για εκείνες τις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης που βλέπουν τις ΗΠΑ ως μοναδική «άγκυρα» της γεωπολιτικής τους επιβίωσης.