Τρια σενάρια για την πορεία της οικονομίας περιγράφει ο ερευνητής του ΚΕΠΕ Σωτήρης Παπαϊωάννου σε άρθρο του στο τρίτο τεύχος του Μηνιαίου Οικονομικού Δελτίου.
Αυτά εξαρτώνται από τη δυνατότητα (ή μη δυνατότητα) της ελληνικής οικονομίας να μπορέσει να εξαλείψει, έως το τέλος του 2020, το παραγωγικό κενό (output gap), δηλαδή την απόσταση μεταξύ πραγματικού και δυνητικού ΑΕΠ, που παρατηρείται στο τέλος του 2013.
Το πρώτο και πιο αισιόδοξο σενάριο προϋποθέτει την πλήρη εξάλειψη του παραγωγικού κενού έως το τέλος του 2020, με την ταυτόχρονη υπόθεση ότι ο ρυθμός μεταβολής του δυνητικού ΑΕΠ θα σημειώνει θετική μεταβολή την περίοδο 2014-2020, κατά 1% ετησίως5. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η ελληνική οικονομία θα έχει μέσο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ 3,3% για την περίοδο 2014-2020 και το πραγματικό ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε 204,5 δισ. €, όσο περίπου ήταν δηλαδή το 2009, όταν ξεκίνησε η κρίση.
Αυτό το σενάριο κρίνεται ως σχετικά αισιόδοξο (αλλά όχι ακατόρθωτο), δεδομένης της ύφεσης που εξακολουθεί να υφίσταται η ελληνική οικονομία.
Το δεύτερο και λιγότερο αισιόδοξο σενάριο προϋποθέτει, επίσης, την πλήρη εξάλειψη του παραγωγικού κενού στο τέλος του 2020, με την ταυτόχρονη, όμως, υπόθεση, ότι ο ρυθμός μεταβολής του δυνητικού ΑΕΠ δε σημειώνει αξιοσημείωτη μεταβολή την περίοδο 2014-2020. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η ελληνική οικονομία θα έχει μέσο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ ίσο με 2,3% για την περίοδο 2014-2020 και το πραγματικό ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε 190,5 δισ. ευρώ, όσο περίπου ήταν δηλαδή την περίοδο 2004-2005.
Το τρίτο και λιγότερο αισιόδοξο σενάριο προϋποθέτει τη μερική εξάλειψη του παραγωγικού κενού (κατά 50%) στο τέλος του 2020. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η ελληνική οικονομία θα έχει μέσο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ ίσο με 1,2% για την περίοδο 2014-2020 και το πραγματικό ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε 177 δισ. ευρώ, όσο περίπου ήταν δηλαδή το 2003, όταν και η ελληνική οικονομία εισήλθε στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Όπως υποστηρίζει η τάση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ αντιστρέφεται, αν και παραμένει ελαφρώς αρνητική στο τέλος του 2013. Επιπλέον, η ύπαρξη σημαντικού πλεονάσματος παραγωγικής δυναμικότητας δείχνει ότι υπάρχει δυνατότητα σημαντικών περιθωρίων βελτίωσης του ΑΕΠ, ειδικότερα μάλιστα εάν οι πλεονάζοντες πόροι μεταφερθούν στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Όπως αναφέρει είναι ιδιαιτέρα σημαντική η πλήρης αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα και η ανάκαμψη της ρευστότητας στην αγορά. Οι βασικές παράμετροι προς αυτή την κατεύθυνση είναι η βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ο περιορισμός του πιστωτικού κινδύνου, η σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων και η βελτίωση της πρόσβασης στις διεθνείς αγορές. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με συνθήκες επαρκούς ανταγωνισμού στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, θα συμβάλουν στη δημιουργία προϋποθέσεων ώστε να επέλθει αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων που θα κατευθύνονται κυρίως σε επενδύσεις για παραγωγικές δραστηριότητες.
Ο ερευνητής σημειώνει ότι δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς απαιτείται η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ στο τέλος του 2016. Σε αυτά τα πλαίσια είναι κρίσιμη η επιτυχία στον τομέα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, προκειμένου να μην απαιτηθεί σημαντική περαιτέρω συρρίκνωση εισοδημάτων ή επιβολή νέων φόρων.
Σε άμεση σχέση με αυτό βρίσκεται και η δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος που δεν θα δημιουργεί αιφνιδιασμούς και θα επιτρέπει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να προγραμματίζουν με περισσότερη εμπιστοσύνη τη μελλοντική κατανάλωση και επένδυσή τους. Αυτό με τη σειρά του αναμένεται να αποτελέσει σοβαρό κίνητρο για εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και ανάληψη άμεσων ξένων επενδύσεων.
Επιπλέον, δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα στο ακέραιο οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλουν περαιτέρω στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Η περαιτέρω μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων και περιορισμών και η δημιουργία ενός ακόμα πιο φιλικού περιβάλλοντος είναι οι πιο κρίσιμες παράμετροι για τη μακροχρόνια αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας και την επίτευξη βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης.
Το βασικό χαρακτηριστικό της νέας εποχής που ανοίγεται για την ελληνική οικονομία είναι η προσαρμογή σε μια νέα πραγματικότητα όπου η αύξηση του εγχωρίως παραγόμενου προϊόντος δεν θα είναι αποτέλεσμα διόγκωσης της εγχώριας ζήτησης.
Το υφιστάμενο πλαίσιο διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών είναι πλέον πολύ αυστηρό για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης και ο δανεισμός από το εξωτερικό δεν θα είναι δυνατό να χρηματοδοτήσει την όποια αύξηση της ζήτησης.
Αντίθετα, η όποια ανάπτυξη και αύξηση των εισοδημάτων θα προκύπτει από την εγχώρια παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.