Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Πορεία σε ναρκοπέδιο για την οικονομία

Αισιόδοξη εμφανίζεται η κυβέρνηση για την ανάκαμψη της οικονομίας υπό την προυπόθεση ότι θα ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση. Μικρό καλάθι κρατούν οι επιχειρηματικοί φορείς. Το ενδεχόμενο οριακών διακυμάνσεων του ΑΕΠ. Ο «φόβος» για στασιμότητα στις μεταρρυθμίσεις.

Πορεία σε ναρκοπέδιο για την οικονομία

Σε ένα περιβάλλον που γίνεται ολοένα και πιο σύνθετο, το θετικό story του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για πρώτη αξιολόγηση και χρέος στις 22 Απριλίου, όπως προβλέπει ο υπουργός Οικονομικών, κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Το κλείδωμα της αξιολόγησης θα μπορούσε ενδεχομένως να αποφέρει ένα μίνι ράλι στον Γενικό Δείκτη, ωστόσο το μεγάλο ζητούμενο είναι πώς θα αντιδράσει η ελληνική οικονομία μετά τη συμφωνία: θα μιλάμε για μια σταδιακή πορεία προς ολοένα και υψηλότερη ανάπτυξη, όπου οι τιμές των τραπεζών θα μπορούσαν και να υπερδιπλασιαστούν ή για ένα κόλλημα στη στασιμότητα;

Οι προβλέψεις για την πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου γίνονται ολοένα και δυσκολότερες, γιατί μήνα με τον μήνα διευρύνονται οι παράγοντες αστάθειας και αβεβαιότητας που λειτουργούν προσθετικά στον ήδη γνωστό (και μεγάλο) κίνδυνο της χώρας (country risk).

Τον Δεκέμβριο του 2015 για παράδειγμα ξεκίνησαν οι φόβοι για την πορεία της διεθνούς οικονομίας μέσα στο 2016 και δεν είναι τυχαίο ότι οι τιμές των μετοχών και των εμπορευμάτων έχουν καταγράψει σημαντικές απώλειες κατά το τελευταίο τετράμηνο. Ωστόσο, ο συνδυασμός των κινήσεων των μεγάλων κεντρικών τραπεζών (ΗΠΑ, ευρωζώνης και Κίνας) φαίνεται πως -επί του παρόντος τουλάχιστον- είναι σε θέση να περιορίσει τις παρενέργειες σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.

Το δίμηνο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου εντάθηκε το προσφυγικό πρόβλημα με την αύξηση των ροών από την Τουρκία και τον ουσιαστικό εγκλωβισμό χιλιάδων μεταναστών στην Ελλάδα. Κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια πόσοι τελικά πρόσφυγες θα παραμείνουν στη χώρα, για πόσο χρονικό διάστημα, με ποιες συνθήκες και με ποια οικονομική ενίσχυση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, ότι μέχρι σήμερα οι τιμές των ελληνικών μετοχών δεν έχουν επηρεαστεί σημαντικά από το όλο πρόβλημα. Πρόκειται για τη γενικότερα αδυναμία των αγορών να αξιολογούν σύνθετα πολιτικά ζητήματα ή μήπως οι αγορές θεωρούν πως η όλη κατάσταση που θα προκύψει είτε θα είναι διαχειρίσιμη από την Ελλάδα, είτε, σε κάποιες πτυχές της, ακόμη και να την βοηθήσει;

Και τέλος, αυτήν την εβδομάδα ήρθε το νέο τρομοκρατικό χτύπημα στο Βέλγιο, το οποίο πολλαπλασίασε την ήδη υπάρχουσα αβεβαιότητα που είχε προκληθεί μετά την προηγούμενη επίθεση στο Παρίσι. Αξιοσημείωτο είναι πως οι χρηματιστηριακές αγορές αντέδρασαν με μεγάλη ψυχραιμία στο όλο θέμα, είτε γιατί είχαν προεξοφλήσει μια τέτοια κίνηση (φαινόταν και από την ειδησεογραφία των τελευταίων μηνών) είτε γιατί πιστεύουν πως τα τρομοκρατικά χτυπήματα δεν είναι σε θέση να επιφέρουν καίριο πλήγμα στην ευρωπαϊκή οικονομία, είτε τέλος γιατί απλώς δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος που πιθανόν να προκύψει.

Αρκετή ψυχραιμία επίσης δείχνει η χρηματιστηριακή αγορά και σε ό,τι αφορά τον αποκαλούμενο ελληνικό κίνδυνο. Παρότι καμιά θετική κίνηση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί (η αξιολόγηση καθυστερεί και ελπίζεται τώρα ότι θα κλείσει το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου, η συζήτηση για το χρέος δεν έχει ακόμη τεθεί ως δεδομένο, η ύφεση στην ελληνική οικονομία συνεχίζεται), το βασικό σενάριο λέει ότι θα υπάρξει τελικά συμφωνία με τους θεσμούς και πως η Ευρώπη -τουλάχιστον σε μια τέτοια συγκυρία ευρύτερων αβεβαιοτήτων, με τον ISIS και το προσφυγικό να βρίσκονται στο επίκεντρο- δεν πρόκειται να τραβήξει το χαλί στην Ελλάδα.

Από τεχνικής πλευράς, η υποβάθμιση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας από τον οίκο FTSE ήταν εκείνη που οδήγησε στην προεξόφληση της εισροής κάποιων νέων επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα και πως τώρα η αγορά απορροφά τους κραδασμούς όσων ξένων θέλουν να αποχωρήσουν, ενώ καταλύτης για μια νέα ανοδική κίνηση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η θετική αξιολόγησης μέσα στον Απρίλιο. Άρα, κάτω από προϋποθέσεις, θα μπορούσαμε να δούμε μια νέα βραχυπρόθεσμη ανοδική κίνηση μέσα στις επόμενες εβδομάδες.

Το μεγάλο ερώτημα

Όμως, το ουσιαστικότερο ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν οι χρηματιστηριακοί επενδυτές είναι πώς θα μπορέσει να αντιδράσει η πραγματική οικονομία μετά την (αναμενόμενη) λήψη της θετικής αξιολόγησης τον επόμενο μήνα.

Η έκθεση της Citigroup για τις ελληνικές τράπεζες βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο. Ο οίκος, αφού υπολογίζει τις ζημιές των ελληνικών τραπεζών μέσα στο 2015 γύρω στα 7,7 δισ. ευρώ, θεωρεί πως οι εγχώριοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι μπορούν να επιστρέψουν φέτος σε κερδοφόρο πορεία, βασισμένοι στο μικρότερο κόστος χρηματοδότησης (μετά τη θετική αξιολόγηση) και στις χαμηλότερες λειτουργικές δαπάνες. Υποστηρίζει επίσης ότι ο κλάδος θα μπορούσε να διπλασιάσει τις τιμές του από τα τρέχοντα επίπεδα, συμπληρώνοντας ωστόσο το «αν υπάρξει εμφανής οικονομική ανάκαμψη» και πως οι αναλυτές της «παραμένουν επιφυλακτικοί σε ό,τι αφορά τις πολιτικές εξελίξεις και τον κίνδυνο υλοποίησης του σχεδίου για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων».

Συμπερασματικά, αν δεχτούμε πως οι αγορές θέτουν σε δεύτερη μοίρα το προσφυγικό και το θέμα της τρομοκρατίας (πιθανόν κάτι τέτοιο να αποδειχτεί εσφαλμένο), το μεγάλο ζητούμενο για το Χρηματιστήριο της Αθήνας είναι πώς θα αντιδράσει η ελληνική οικονομία μετά την επικείμενη συμφωνία που ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος οριοθετεί στις 22 Απριλίου.

Μικρό καλάθι

Απέναντι σ' αυτό το ερώτημα, η κυβέρνηση έχει απαντήσει με ενθουσιασμό μιλώντας δια στόματος πρωθυπουργού για «διπλή Ανάσταση» τον προσεχή Μάιο (μαζί με τη χριστιανική εορτή και αυτή της οικονομίας).

Από την πλευρά τους, επιχειρηματικοί φορείς, όπως ο ΣΕΒ, θεωρούν τη θετική αξιολόγηση ως προϋπόθεση της ανάπτυξης, την οποία μάλλον προβλέπουν να έρχεται, έστω και σταδιακά, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα επικρατήσει κλίμα πολιτικής ομαλότητας.

Υπάρχουν ωστόσο και πολλές φωνές μέσα στον επιχειρηματικό κόσμο που κρατούν μεγάλες αποστάσεις από μια τόσο αισιόδοξη θεώρηση.

Χαρακτηριστική είναι η θέση γνωστού χρηματιστή: «Ακόμη και μετά την αξιολόγηση, πολύ λίγα πράγματα θα αλλάξουν στην ελληνική οικονομία. Η θετική αξιολόγηση από μόνη της δεν αρκεί για την προσέλκυση υψηλών επενδύσεων από το εξωτερικό, καθώς χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά για να γίνει κάτι τέτοιο. Επίσης, ούτε η κατανάλωση θα τονωθεί ιδιαίτερα, καθώς τα νέα μέτρα που θα επιβληθούν όχι μόνο θα μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, αλλά απ' ό,τι φαίνεται και το κίνητρο για εργασία και επενδύσεις. Όταν σε μια χώρα με τόσο εκτεταμένη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή ανεβάζεις κι άλλο τους ήδη υψηλούς συντελεστές επιβάρυνσης, είναι βέβαιο πως θα προκαλέσεις εντονότατες παρενέργειες χωρίς να εισπράξεις σχεδόν τίποτε. Τα μέτρα που φαίνεται να δρομολογούνται, κινούνται αναμφίβολα προς την λάθος κατεύθυνση».

Ο γενικότερος φόβος βέβαια δεν είναι μια ενδεχόμενη έξοδος από την ευρωζώνη ή ένα κούρεμα στις τραπεζικές καταθέσεις όπως πέρσι, αλλά το ότι αντί να δούμε μια οικονομία που θα ανεβαίνει με 3% ή και 4%, θα περιοριστούμε σε οριακές διακυμάνσεις του ΑΕΠ στα τρέχοντα -πολύ χαμηλά- επίπεδα. Θα μιλάμε για μια οικονομία με διατήρηση της πολύ υψηλής ανεργίας, με νέες μειώσεις αποδοχών για τους εργαζόμενους και με ακόμη χαμηλότερη ρευστότητα.

Ορισμένοι εστιάζουν στον φόβο της στασιμότητας, στην αδυναμία των πολιτικών να προχωρήσουν στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και στη δυσκολία που θα συναντήσουν οι τράπεζες στο ζήτημα της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων (επιχειρηματικών κυρίως) δανείων.

Και κάποιοι άλλοι διευρύνουν ακόμη περισσότερο το θέμα, μιλώντας για μεγάλες κοινωνικές ομάδες που συνήθισαν στην εποχή της ευμάρειας και που πλέον δεν είναι σε θέση να προχωρήσουν στις μεγάλες αλλαγές και ανατροπές που πρέπει όλοι μας να υιοθετήσουμε στη ζωή μας.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο