Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Στουρνάρας: Οποιος δεν θυμάται το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει

«Δεν αρκεί να μπορούμε να μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε επίσης και όραμα, ώστε να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Ταυτόχρονα, έχουμε καθήκον να ενισχύσουμε το δίχτυ ασφαλείας και την ετοιμότητά μας», τόνισε μεταξύ άλλων ο διοικητής της ΤτΕ μιλώντας σε συζήτηση με κεντρικούς τραπεζίτες.

Στουρνάρας: Οποιος δεν θυμάται το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει

Με μεγάλη επιτυχία ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του διεθνούς συνεδρίου οικονομικής ιστορίας με τίτλο «The birth of inter-war central banks: building a new monetary order», που διοργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος στην Αθήνα, με τη συμμετοχή δεκαπέντε διακεκριμένων επιστημόνων από ένδεκα διαφορετικές χώρες, καθώς και πέντε διοικητών από κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος. Το συνέδριο, που διοργανώθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 90 χρόνων από την έναρξη λειτουργίας της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν αφιερωμένο στην ίδρυση των κεντρικών τραπεζών της περιόδου του Μεσοπολέμου, στις οποίες συγκαταλέγεται και η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εργασίες του συνεδρίου, που διεξήχθη την Παρασκευή 2 και το Σάββατο 3 Νοεμβρίου, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», προσέλκυσαν το ενδιαφέρον 250 συνέδρων, συμπεριλαμβανομένων πολλών κορυφαίων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, τραπεζικών στελεχών και εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου.

Τους συνέδρους υποδέχθηκε ο Διοικητής της Τράπεζας, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος αφηγήθηκε το χρονικό των δοκιμασιών που πέρασε το κεντρικό τραπεζικό ίδρυμα τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, ώσπου να κατοχυρώσει σταδιακά την ανεξαρτησία του και να αναδειχθεί σε έναν από τους πρωταρχικούς πυλώνες οικονομικής σταθερότητας της χώρας. «Αυτός ακριβώς ήταν ο ρόλος που κλήθηκε να επιβεβαιώσει στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, παραμένοντας ανεξάρτητη από πολιτικές ή επιχειρηματικές παρεμβάσεις», σημείωσε στον χαιρετισμό του ο Διοικητής, τονίζοντας ταυτόχρονα τους ισχυρούς δεσμούς που συνδέουν πλέον την Τράπεζα της Ελλάδος με την οικογένεια των άλλων ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών.

Το ζήτημα της διακρατικής συνεργασίας και του ρόλου των διεθνών οργανισμών, όπως η Κοινωνία των Εθνών και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, βρέθηκε στο επίκεντρο της πρώτης συνεδρίας, στην οποία συμμετείχαν η καθηγήτρια ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Patricia Clavin, ο καθηγητής οικονομικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Rouen-Normandy, Olivier Feiertag, ο καθηγητής ιστορίας και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Princeton, Harold James, και ο προϊστάμενος του ιστορικού αρχείου της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΒIS), Piet Clement.

Κεντρικός ομιλητής του συνεδρίου υπήρξε ο Barry Eichengreen, διακεκριμένος καθηγητής οικονομικών και πολιτικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο της California, Berkeley, ο οποίος αναφέρθηκε στις καινοφανείς προκλήσεις που δημιούργησε η περίοδος του Mεσοπολέμου για τις κεντρικές τράπεζες, που κλήθηκαν να υπηρετήσουν πολλαπλούς, συχνά αντιφατικούς στόχους και να συμβιβάσουν – όχι πάντα με επιτυχία – τις προτεραιότητες των εθνικών οικονομιών με τις ανάγκες της διεθνούς νομισματικής ισορροπίας. Αντίστοιχα διλήμματα πολιτικής προέκυψαν μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008-9, γεγονός που επιτρέπει την άντληση διδαγμάτων από τις συνέπειες των μεσοπολεμικών επιλογών πολιτικής.

Η εμπειρία τριών χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, συγκεκριμένα της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας, βρέθηκε στο επίκεντρο της δεύτερης συνεδρίας, στην οποία παρουσίασαν την έρευνά τους ο λέκτορας οικονομικής ιστορίας του οικονομικού Πανεπιστημίου της Βιέννης, Johann Kernbauer, o καθηγητής ιστορίας του Νορβηγικού Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας, Györgi Péteri, και ο προϊστάμενος των αρχείων της Czech National Bank, Jakub Kunert.

Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, οι τρεις ομιλητές συνέκλιναν στους ποικίλους λόγους για τους οποίους οι χώρες που προήλθαν από τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας δυσκολεύτηκαν να εφαρμόσουν – και συχνά κατέληξαν να παρακάμπτουν – τους «κανόνες του παιχνιδιού» του νομισματικού συστήματος του μεσοπολέμου, στο οποίο εναπόθεταν της ελπίδες τους για σταθεροποίηση και εξωτερική χρηματοδότηση.

Η πρώτη ημέρα του συνεδρίου κορυφώθηκε με μία συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, με θέμα τη νομισματική πολιτική και την τραπεζική εποπτεία στην Ευρώπη μετά την κρίση. Στη συζήτηση πήραν μέρος οι διοικητές πέντε κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος: οι Ewald Nowotny (Αυστρία), Olli Rehn (Φινλανδία), Jan Smets (Βέλγιο), Mario Vella (Μάλτα) και Γιάννης Στουρνάρας (Ελλάδα).

Στη διάρκεια της συζήτησης, οι διοικητές δεν αναφέρθηκαν μόνο στην πρόσφατη κρίση και την αντίδραση των νομισματικών και εποπτικών αρχών, αλλά και στα πολλά βήματα που έχουν γίνει για τη θωράκιση της ευρωζώνης έναντι μελλοντικών κρίσεων και προκλήσεων. «Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει», επεσήμανε ο Έλληνας διοικητής, προσθέτοντας πως «δεν αρκεί να μπορούμε να μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε επίσης και όραμα, ώστε να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Ταυτόχρονα, έχουμε καθήκον να ενισχύσουμε το δίχτυ ασφαλείας και την ετοιμότητά μας να ανταποκριθούμε σε κάθε ενδεχόμενο». Στην κατεύθυνση αυτή, οι κεντρικοί διοικητές συμφώνησαν πως έχουν γίνει πολλά τα τελευταία χρόνια, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραμένει σε εγρήγορση για να διασφαλίσει τη νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ευρωζώνη.

Η ιστορία της ίδρυσης της ελληνικής κεντρικής τράπεζας πρωταγωνίστησε στην έναρξη της δεύτερης ημέρας του συνεδρίου, το Σάββατο 3 Νοεμβρίου. Ο καθηγητής οικονομικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κώστας Κωστής, προσέφερε μια ζωντανή αφήγηση των πολιτικών ζυμώσεων και των οικονομικών προκλήσεων μέσα από τις οποίες γεννήθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, το 1928, δίνοντας έμφαση στην επιφυλακτικότητα με την οποία το νεοσύστατο ίδρυμα έγινε αρχικά δεκτό στους τραπεζικούς και πολιτικούς κύκλους της εποχής. Την ελληνική περίπτωση πλαισίωσαν η εμπειρία της Βουλγαρίας, στην οποία αναφέρθηκε ο επίκουρος καθηγητής του Centre for Advanced Studies της Σόφιας, Roumen Avramov, και της Τουρκίας, για την οποία μίλησε ο καθηγητής οικονομικής ιστορίας του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου, Şevket Pamuk. Αμφότεροι αναφέρθηκαν στις συνέπειες της κρίσης του 1929 στις αγροτικές οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στο βαθμό ανάμειξης του κράτους στο νομισματικό τομέα.

Ξεπερνώντας τα όρια της Ευρώπης, που αποτελεί συνήθως το επίκεντρο των ιστορικών συζητήσεων για τις νομισματικές εξελίξεις του μεσοπολέμου, η τελευταία συνεδρία ήταν αφιερωμένη στις πρωτοβουλίες για την ίδρυση κεντρικών τραπεζών στη Λατινική Αμερική, τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νότια Αφρική και την Ινδία. Ορισμένα από τα νέα ιδρύματα αποτελούσαν, όπως και στην ελληνική περίπτωση, προϊόντα μιας συμφωνίας για την αποκατάσταση της νομισματικής ισορροπίας και την άντληση διεθνούς δανεισμού. Σε άλλες περιπτώσεις, πρωτίστως στις βρετανικές αποικίες και επικράτειες, οι νέες τράπεζες ξεκίνησαν ως εργαλεία εξυπηρέτησης των νομισματικών πολιτικών της μητρόπολης, με την οποία δεν άργησαν να έρθουν σε αντιπαράθεση.

Ομιλητές ήταν ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης, Juan Flores Zendejas, ο καθηγητής οικονομικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Sheffield Hallam, John Singleton, και ο καθηγητής διεθνούς ιστορίας του Graduate Institute of International and Development Studies της Γενεύης, Gopalan Balachandran. Ενώ νέοι οργανισμοί ιδρύονταν κατά τα πρότυπα που ευαγγελίζονταν η Τράπεζα της Αγγλίας, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών και η Κοινωνία των Εθνών, αρκετοί ήταν αυτοί που αμφισβήτησαν την καταλληλότητα αυτών των θεσμών σε χώρες όπου επικρατούσαν διαφορετικές οικονομικές συνθήκες.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v