Το μείζον ζήτημα της αδειοδότησης των εταιρειών που επιδιώκουν να δραστηριοποιηθούν στη νέα -τουλάχιστον για τη χώρα- αγορά των κρυπτονομισμάτων, ανοίγουν Υπουργείο Οικονομικών και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ορίζοντας τη διαδικασία χορήγησης των αδειών.
Με απόφαση που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (Εφημερίδα της Κυβέρνησης) μεταφέρεται ουσιαστικά για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το πλήρες πλαίσιο του ευρωπαϊκού Κανονισμού MiCA, αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού για ανταλλακτήρια, εφαρμογές ψηφιακών πορτοφολιών και κάθε επιχείρηση που θέλει να παρέχει υπηρεσίες με crypto.
Η διαδικασία αδειοδότησης δε θα είναι πλέον «ξέφραγο αμπέλι». Δε θα μπορεί οποιαδήποτε εταιρεία να ανοίγει απλώς ένα γραφείο στην Ελλάδα και να… διαλαλεί υπηρεσίες σε επενδυτές. Θα πρέπει να περάσει από Επιτροπή, με προκαταρκτική συνάντηση και στη συνέχεια πλήρη φάκελο αδειοδότησης, που περιλαμβάνει επιχειρηματικό πλάνο, στοιχεία μετόχων και διοίκησης, αλλά και μηχανισμούς για την προστασία των πελατών. Εάν λείπει κάποιο έγγραφο, η αίτηση επιστρέφεται για συμπλήρωση και η τελική έγκριση ή απόρριψη έρχεται μέσα σε 40 εργάσιμες ημέρες.
Οι υπηρεσίες που θα παραμείνουν στην αγορά θα έχουν «ευρωπαϊκή σφραγίδα αξιοπιστίας» και οι επενδυτές θα έχουν τη δυνατότητα να τις «σκανάρουν» προτού αποφασίσουν να αγοράσουν υπηρεσίες τους.
Όποια πλατφόρμα δεν πάρει άδεια από την Επιτροπή, δεν θα μπορεί να απευθύνεται σε Έλληνες πελάτες. Συνεπώς, μεγάλοι διεθνείς παίκτες (όπως ανταλλακτήρια τύπου Binance που εξυπηρετούν εκατομμύρια εγγεγραμμένους χρήστες σε περισσότερες από 180 χώρες) θα χρειαστεί να ακολουθήσουν τους ελληνικούς κανόνες αν θέλουν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται εδώ.
Έλεγχοι για ξέπλυμα και φοροδιαφυγή
Η νέα διαδικασία θα συνδεθεί με ένα πιο αυστηρό πλέγμα ελέγχων για το ξέπλυμα χρήματος και τη φοροδιαφυγή. Η Αρχή Καταπολέμησης του Ξεπλύματος Μαύρου Χρήματος και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) θα μπορούν να παρακολουθούν τις ροές κεφαλαίων, ενώ σε περίπτωση ύποπτων συναλλαγών θα ενεργοποιούνται έλεγχοι «πόθεν έσχες» και ακόμα και δέσμευση ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων.
Η φορολόγηση
Όσον αφορά στη φορολόγηση των crypto, οι αποφάσεις του οικονομικού επιτελείου αναμένονται το φθινόπωρο, μετά την υποβολή των προτάσεων της ομάδας εργασίας που έχει αναλάβει τον καθορισμό του πλαισίου φορολόγησης και ελέγχου των κρυπτονομισμάτων και των ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η υπεραξία που προκύπτει μεταξύ της τιμής αγοράς τους και της πώλησής τους θα φορολογηθεί με συντελεστή 15%, ενώ ταυτόχρονα θα αναγνωρίζονται τα ποσά, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των τεκμηρίων. Δεν αποκλείεται για τις εταιρείες να επιβληθεί υψηλότερος συντελεστής. Στο τραπέζι βρίσκεται και η επιβολή ΦΠΑ 24% σε ορισμένες υπηρεσίες γύρω από τα crypto, χωρίς όμως να αλλάζει το καθεστώς των ίδιων των συναλλαγών.
Παράλληλα, η νομοθετική ρύθμιση που θα ετοιμάσει η κυβέρνηση θα προβλέπει και την υποχρεωτική δήλωσή τους στο φορολογικό έντυπο Ε1.
Μέχρι τούδε, τα κρυπτονομίσματα είναι «άγνωστη γη» για την Εφορία, καθώς υπάρχει κενό στη φορολόγηση τους, με αποτέλεσμα να προκαλούνται τεράστια προβλήματα στις συναλλαγές των φορολογουμένων, που έχουν επενδύσει σε αυτά. Στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεν ξεκαθαρίζεται η φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος που αποκτάται από επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα ενώ μόνο εκτιμήσεις γίνονται κατά περίπτωση σύμφωνα με τις οποίες μπορούν να φορολογούνται ως προερχόμενα από άυλες κινητές αξίες.
* Δείτε όλο το ΦΕΚ στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό.