Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Πακέτο μέτρων για στήριξη ενεργοβόρων εταιριών

Σε ανώτατο επίπεδο τέθηκε για άλλη μία φορά το υψηλό κόστος της ενέργειας που αντιμετωπίζει η ελληνική βιομηχανία. Τι ζητήθηκε από τον Σαμαρά και ποια είναι τα σχέδια της κυβέρνησης για το πρόβλημα.

  • του Μιχάλη Καϊταντζίδη
Πακέτο μέτρων για στήριξη ενεργοβόρων εταιριών
Σε ανώτατο επίπεδο τέθηκε για άλλη μία φορά το υψηλό κόστος της ενέργειας που καταναλώνουν οι ελληνικές βιομηχανίες και το οποίο έχει οδηγήσει σε κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, στη μείωση της απασχόλησης και σε ζημιογόνες εξαγωγές.

Μετά την ενημέρωση του πρωθυπουργού από τον ΣΕΒ τον περασμένο Ιανουάριο, ακολούθησε χθες και δεύτερη σύσκεψη στο Μαξίμου υπό τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τη συμμετοχή των υπουργών Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη και του υφυπουργού ΠΕΚΑ Ασημάκη Παπαγεωργίου.

Από την πλευρά της βιομηχανίας παρέστησαν, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο πρόεδρος του ομίλου Μυτιληναίου Ευάγγελος Μυτιληναίος, ο πρόεδρος της Κλωστοϋφαντουργίας Επίλεκτος Ευριπίδης Δοντάς, ο πρόεδρος του ομίλου Στασινόπουλου Νίκος Στασινόπουλος και ο Τάσος Βουλγαράκης, πρόεδρος της υαλουργίας ΓΙΟΥΛΑ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το πακέτο μέτρων ελάφρυνσης που ήδη επεξεργάζεται το επιτελείο του υφυπουργού ΠΕΚΑ Ασημάκη Παπαγεωργίου αφορά τόσο την εφαρμογή του μηχανισμού αντιστάθμισης, έναντι της επιβάρυνσης που υφίσταται η βιομηχανία από τον συνυπολογισμό του κόστους αγοράς δικαιωμάτων ρύπων, όσο και μέτρα στήριξης των εξαγωγών, ή διατήρησης της απασχόλησης.

Σε κάθε περίπτωση, διαμηνύουν από το ΥΠΕΚΑ, δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ενισχύσεις με τη μορφή επιδοτήσεων, οι οποίες έτσι και αλλιώς απαγορεύονται από την κοινοτική νομοθεσία. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η κατάληξη σε συγκεκριμένο πακέτο μέτρων προϋποθέτει ότι θα αξιολογηθούν οι ιδιαιτερότητες κάθε βιομηχανικού κλάδου, η σημερινή δημοσιονομική στενότητα που επιβάλλει την εύρεση εσόδων ισοδύναμου αποτελέσματος σε περίπτωση κατάργησης ή μείωσης φόρων, αλλά και την έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας, όπως στην περίπτωση του μηχανισμού αντιστάθμισης για το κόστος αγοράς ρύπων.

Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά από επανειλημμένες παραστάσεις των ενεργοβόρων βιομηχανιών στο ΥΠΕΚΑ για τις υψηλές τιμές ενέργειας υπήρξε παρέμβαση του υφυπουργού ΠΕΚΑ προς τη ΔΕΗ και τη ΔΕΠΑ, ενώ μόνιμες είναι οι προτροπές της ΡΑΕ προς τη ΔΕΗ για προσαρμογή των τιμολογίων στο καταναλωτικό προφίλ της κάθε βιομηχανίας ή ομάδας βιομηχανιών με τα ίδια χαρακτηριστικά.

Παρ' όλα αυτά, η αγορά έμεινε έκπληκτη όταν αποκαλύφθηκε ότι ο επικεφαλής της ομάδας διαπραγμάτευσης της ΔΕΗ με τις ενεργοβόρες βιομηχανίες ταυτόχρονα προέβαινε σε καταγγελία του ελληνικού δημοσίου ότι επιτρέπει την… επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος που καταναλώνουν, του οποίου η τιμή είναι ασύγκριτα υψηλότερη από αυτήν που πληρώνουν οι ανταγωνιστικές βιομηχανίες στην Ε.Ε.


Τι κόστισε η ακριβή ενέργεια

Σύμφωνα με πρόσφατη ενημέρωση της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), η κρίση στην εγχώρια αγορά, σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές ενέργειας (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο), έχει οδηγήσει σε τρομακτική συρρίκνωση της παραγωγής. Το χειρότερο, η υψηλή τιμή ενέργειας, τορπίλισε και την ανταγωνιστική παρουσία των ελληνικών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές πλέον να γίνονται εξ ανάγκης, για να μη διακοπεί πλήρως η παραγωγική διαδικασία.

Έτσι, στην τσιμεντοβιομηχανία, από τους 16 εκατομμύρια τόνους ετησίως που είναι το παραγωγικό δυναμικό των ελληνικών εργοστασίων, η πλεονάζουσα δυναμικότητα το 2012 (δηλαδή αυτή δεν αξιοποιείται) ανήλθε στο 60%, έναντι 2,5% το 2005 και 8% το 2008.

Στη χαλυβουργία, από τους 2,5 εκατομμύρια τόνους παραγωγικού δυναμικού, η πλεονάζουσα δυναμικότητα ανέρχεται σε 55%, έναντι 13% το 2005 και 11% το 2008.

Στη διέλαση αλουμινίου, από τους 170.000 τόνους παραγωγικού δυναμικού, η πλεονάζουσα δυναμικότητα ανήλθε το 2012 στο 42%, έναντι 11% το 2005 και 10% το 2008.


Βουτιά στην εγχώρια ζήτηση

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια ζήτηση, στην τσιμεντοβιομηχανία, το 2012 περιορίστηκε σε 2,8 εκατομμύρια τόνους, όταν τις χρονιές προ κρίσης βρισκόταν σταθερά πάνω από τους 10 εκατομμύρια τόνους.

Στη χαλυβουργία, στους 350.000 τόνους, έναντι 1.800.000-2.000.000 προ κρίσης, και στη διέλαση αλουμινίου στους 40.000 τόνους, έναντι 90-98.000 τόνων προ κρίσης.

Συμπληρωματικά σε αυτά, να πούμε ότι η μείωση της απασχόλησης στη διέλαση αλουμινίου ξεπέρασε το 40% από το 2005 μέχρι το 2012 και το 32% στη χαλυβουργία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των εταιρειών, το κόστος ενέργειας στους συγκεκριμένους τομείς αντιπροσωπεύει πλέον το 30% - 50% του παραγωγικού κόστους και είναι αποτέλεσμα:

• Της υψηλότατης φορολόγησης ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου που στο πρώτο αντιστοιχεί στο 5% του τελικού κόστους και στο φυσικό αέριο στο 10%.

Της ανυπαρξίας εναλλακτικών προμηθευτών στο φυσικό αέριο, λόγω των μονοπωλίων της ΔΕΠΑ και των ΕΠΑ που λειτουργούν με εξωπραγματικά περιθώρια 15-20% έναντι των τιμών εισαγωγής.

• Των τεχνικών και ρυθμιστικών εμποδίων στην είσοδο και άλλων προμηθευτών.

• Των υπέρμετρων επιβαρύνσεων των τιμολογίων με τέλη ΑΠΕ, Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας, χρήσης δικτύων κ.λπ.


ΠΣΕ: Θετική η πρωτοβουλία Σαμαρά

Ως ιδιαιτέρως θετική χαρακτηρίζει με ανακοίνωσή του, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων, την πρωτοβουλία και προσωπική ενασχόληση του Πρωθυπουργού, κ. Αντώνη Σαμαρά, για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στις ελληνικές επιχειρήσεις.

Όπως τόνισε η Πρόεδρος του ΠΣΕ, κυρία Χριστίνα Σακελλαρίδη «η άμεση επαφή του Πρωθυπουργού με παραγωγικούς φορείς και εκπροσώπους της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας, αποτελεί υπόδειγμα γρήγορων αντανακλαστικών και ευαισθησίας σε θέματα που αφορούν τη βιωσιμότητα χιλιάδων ελληνικών επιχειρήσεων.

Οι πρωτοβουλίες για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση και αποτελούν παράδειγμα για αντίστοιχες παρεμβάσεις για την άρση και άλλων βαρών που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας».

Η ίδια σημείωσε ότι: «περισσότερο από τις θεωρίες των πολλαπλασιαστών της δημοσιονομικής προσαρμογής, η πραγματική ελληνική οικονομία κινδυνεύει από διαιρέτες της ανάκαμψης και τα αρνητικά πρόσημα ανάπτυξης.

Οι Έλληνες Εξαγωγείς, το δυναμικότερο τμήμα της ελληνικής οικονομίας, ζητούν το αυτονόητο: να απαλλαγούν τα ελληνικά προϊόντα από αχρείαστα πρόσθετα βάρη μη ανταποδοτικών φόρων, τελών, εισφορών και γραφειοκρατίας, ώστε να ανταπεξέλθουν στο ήδη δυσμενές διεθνές περιβάλλον, που δυσχεραίνει το σκληρό ευρώ και η αύξηση των διεθνών τιμών των καυσίμων».


ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v