
Δεν είναι μόνο οι εταιρείες εμπορίας και οι πρατηριούχοι που αντιδρούν στην επιβολή πλαφόν. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, στη γνωμοδότησή της επισημαίνει την κυριότερη παρενέργεια που προκαλεί το μέτρο, και μάλιστα σε βάρος της τσέπης των καταναλωτών. Αυτή δεν είναι άλλη από την ώθηση προς τα πάνω της τιμής, και σε όσα πρατήρια πουλούσαν χαμηλότερα, πριν από την επιβολή του πλαφόν.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η απόφαση της ΡΑΕ, «η επιβολή Α.Τ.Κ. (σ.σ. ανώτατης τιμής καταναλωτή) αφενός μεν μειώνει βραχυπρόθεσμα τις τιμές σε πρατήρια που πουλούν σε τιμή άνω του μέσου όρου, πλην όμως ταυτόχρονα παρατηρείται ότι κάποιες φορές ωθεί ορισμένους πρατηριούχους -οι οποίοι έως την επιβολή αυτής πουλούσαν σε χαμηλότερες τιμές - να αυξάνουν τις τιμές στα επίπεδα της ανώτατης τιμής, με αποτέλεσμα την αύξηση της μέσης τιμής λιανικής για τον καταναλωτή στην Επικράτεια.
Έτσι, η ΡΑΕ συνιστά στο υπουργείο Ανάπτυξης, «μετά τη λήξη εφαρμογής του μέτρου και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία – όπως μελετηθούν τα αποτελέσματα που θα έχει η εφαρμογή του μέτρου επιβολής Α.Τ.Κ., για διάστημα μεγαλύτερο της παρούσας εφαρμογής αυτού και ιδίως σε σχέση με τα αποτελέσματα που είχε το εν λόγω μέτρο σε προγενέστερες εφαρμογές αυτού».
Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά σε προηγούμενη, ή καλύτερα στην προηγούμενη εφαρμογή του πλαφόν τον περασμένο Νοέμβριο, τα αποτελέσματα του οποίου ήταν απογοητευτικά κυρίως σε καύσιμα όπως το πετρέλαιο ντίζελ, καθώς το συντριπτικό ποσοστό των πρατηρίων, ωθήθηκε να πουλά σε ακριβότερη τιμή από αυτή που πουλούσε προηγουμένως.
Οι εταιρείες εμπορίας από την πλευρά τους, εξέδωσαν, μέσω του Συνδέσμου τους, διαμαρτυρία ως προς την αναποτελεσματικότητα του μέτρου και τις επιπτώσεις που αυτό έχει.
Επιπλέον στελέχη του ΣΕΕΠ, επισημαίνουν ότι είναι εντελώς εσφαλμένη και αναποτελεσματική η τακτική του υπουργείου Ανάπτυξης να προσπαθεί να επιλύσει σωρευμένα προβλήματα και στρεβλώσεις, με την έκδοση αγορανομικών διατάξεων και με εισαγγελικές παρεμβάσεις.
Επισημαίνουν ότι ο ορισμός, έστω και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, διοικητικά οριζόμενου περιθωρίου κέρδους, αντιβαίνει στους κανόνες του ανταγωνισμού ιδίως όταν μία αγορά είναι απελευθερωμένη, όπως επίσης και ότι οι υψηλές τιμές είναι αποτέλεσμα της υψηλής φορολογίας που υπερβαίνει το 1 ευρώ το λίτρο και όχι των εμπορικών περιθωρίων, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό κάτω του 5% της τιμής λιανικής.
Όπως δε τονίζουν, μέχρι στιγμής η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΑΝ περιόρισε τις επαφές και την ανταλλαγή απόψεων για τη λειτουργία του κλάδου, μόνο με τους συλλογικούς φορείς των πρατηριούχων, αγνοώντας τις εταιρείες εμπορίας.
Σε ό,τι αφορά στις παρενέργειες που προκαλεί το πλαφόν στη λειτουργίας της αγοράς, σε όσες περιοχές ισχύει, από τα μέχρι στιγμής στοιχεία προκύπτουν τα εξής:
- Υπάρχουν περιπτώσεις (κυρίως Κυκλάδες) όπου οι αγορές καυσίμων έγιναν από τα πρατήρια σε τιμές υψηλότερες από αυτές που ορίζει η απόφαση για τη συγκεκριμένη περιοχή. Έτσι, οι πρατηριούχοι υποχρεούνται να πουλήσουν με ζημιά.
- Η απόφαση στηρίζεται στις τιμές που διαμορφώθηκαν στην Αττική συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ενώ οι τιμές διυλιστηρίου και άρα οι τιμές προμήθειας από τις εταιρείες, αλλάζουν σε καθημερινή βάση.
Τέλος να σημειωθεί ότι ως αποτέλεσμα των παραπάνω, μεγάλος αριθμός πρατηρίων δεν εφαρμόζει την απόφαση, ενώ στην Κέρκυρα, περίπου τα μισά πρατήρια έκλεισαν, για να μην υποχρεωθούν να πουλήσουν με ζημιά.