Συνεδριάζει σήμερα το ΔΣ του ΔΝΤ για την εκταμίευση των 3,3 δισ. ευρώ που αναλογούν για την πέμπτη δόση του ελληνικού δανείου, ενώ αμέσως μετά αναμένεται και η δημοσίευση του πορίσματος του Ταμείου για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια ώρα, την αρχική πρόταση της ΕΚΤ και της Κομισιόν για επαναγορά μέρους του ελληνικού χρέους με το υφιστάμενο στη δευτερογενή αγορά discount, μέσω του προσωρινού μηχανισμού EFSF, ανασύρουν και πάλι ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Το σχέδιο είχε συζητηθεί τον Μάιο και αφορούσε είτε στην παραχώρηση δανείου στην Ελλάδα, ώστε να επαναγοράσει χρέος της αξίας 50 δισ. ευρώ, είτε στην απευθείας παρέμβαση του EFSF ώστε να αγοράσει το ίδιο ισόποσο χρέος. Η πρόταση είχε τότε απορριφθεί κυρίως από την Γερμανία, την Ολλανδία και την Φιλανδία που δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την πιστοληπτική ικανότητα «ΑΑΑ» του Ταμείου.
Λίγα μόλις εικοσιτετράωρα πριν το κρίσιμο Eurogroup της Δευτέρας, η ΕΕ δείχνει ανέτοιμη να καταθέσει έστω και το βασικό πλαίσιο γύρω από το οποίο θα κινηθούν οι διαπραγματεύσεις για την νέα βοήθεια προς την Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επιχειρούν τις τελευταίες ώρες να χαμηλώσουν τις προσδοκίες για τις ανακοινώσεις που θα γίνουν, τις οποίες οι ίδιοι κρατούσαν μέχρι τώρα ψηλά.
Και αυτό γιατί ακόμα μια συνεδρίαση στη Ρώμη, την Πέμπτη, μεταξύ των τραπεζών, έληξε χωρίς σαφείς αποφάσεις ως προς την συμμετοχή των ιδιωτών στο νέο δάνειο. Από Ελληνικής πλευράς έλαβε μέρος ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ, Πέτρος Χριστοδούλου.
Οι τραπεζίτες φαίνεται πως καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Γαλλική (rollover) και η Γερμανική (swap) πρόταση για χρέος θα τους κοστίσει, ενώ η Ιταλική αντιπρόταση (που ουσιαστικά αποτελούσε μια προσπάθεια συγκερασμού των δυο πρώτων) συναντά νομικές δυσκολίες.
Από την άλλη, η ΕΚΤ επιθυμεί και πιέζει για την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του EFSF ώστε η ίδια να αποκολληθεί σύντομα από την υποχρέωση να αγοράζει τα «τοξικά» ομόλογα της Ελλάδας, και όπως ανακοίνωσε χθες, και της Πορτογαλίας. Η λογική της επαναγοράς του δημοσίου χρέους με discount αντιμετωπίζεται θετικά και από την Ελληνική κυβέρνηση.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν Κλωντ Τρισέ, είχε χαρακτηρίσει την πρόταση του Παρισιού για την συμμετοχή των ιδιωτών «κοντόφθαλμη» και παρασκηνιακά εξακολουθεί να πιέζει για άλλου είδους διευθετήσεις. Τις τελευταίες ημέρες αρκετοί είναι και οι υπουργοί της ευρωζώνης που μιλούν για περισσότερες από 3 προτάσεις στο τραπέζι, με μια σειρά επιλογών, όπως η ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους με νέα μεγαλύτερης διάρκειας και μικρότερου κόστους. Την πρόταση αυτή φαίνεται να επαναφέρει ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε , βλέποντας ότι η πρόταση roll over δεν μπορεί να φέρει συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα ύψους 35 δισεκατομμυρίων, όπως επιθυμεί το Βερολίνο.
Από την άλλη, ο Ολλανδός υπουργός οικονομικών, Γ. Γιάκερ διαφοροποιήθηκε από την συνήθως ενιαία γραμμή των σκληροπυρηνικών χωρών και δήλωσε χθες ότι η εθελοντική συμμετοχή των ιδιωτών δεν είναι ρεαλιστική και ενδεχομένως να πρέπει να γίνει υποχρεωτική, κάτι όμως που θα θεωρείτο από τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης ως πιστωτικό γεγονός.
«Αν κάποια αναγκαστική συνεισφορά από την πλευρά των τραπεζών οδηγήσει σε ένα βραχυπρόθεσμο και μεμονωμένο γεγονός πιστοληπτικής αξιολόγησης , αυτό δεν θα ήταν καταστροφή. Η Ελλάδα δεν έχει σήμερα πρόσβαση στις αγορές και ούτως ή άλλως και δεν θα έχει για αρκετό καιρό» δήλωσε ο κ. Γιάκερ.
Αλλά ούτε οι δηλώσεις του επικεφαλής του IIF, Τσάρλς Νταλλάρα, βοήθησαν το ήδη χαοτικό κλίμα. Ο κ. Νταλλάρα δήλωσε ότι μια βραχυχρόνια τοποθέτηση της Ελλάδας στην κατηγορία «επιλεκτική χρεοκοπία» δεν είναι απαραίτητα κακή εξέλιξη για τις προσπάθειες της χώρας μας να βγει από τη κρίση.
Η δήλωση αυτή θεωρήθηκε από αξιωματούχους της ΕΕ ως μια πολιτική πίεση ενόψει των κρίσιμων διαπραγματεύσεων του Eurogroup. Δεν πέρασε όμως απαρατήρητη από τον πρόεδρο της ΕΚΤ, ο οποίος την απέρριψε κατηγορηματικά.
Όλα αυτά τη στιγμή που η ΕΕ έχει ανοίξει νέο επικοινωνιακό πόλεμο με τους οίκους αξιολόγησης χωρίς ωστόσο να υπάρχει ένας σοβαρός σχεδιασμός για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας τους και ας διανύουμε την τρίτη χρονιά της κρίσης χρέους.