
Tο παλιό ρητό περί έλλειψης χρημάτων που οδηγεί σε παύση εμπορίου αποτελεί τη συνοπτική αλλά και γλαφυρή αποτύπωση της κατάστασης όσον αφορά την εσωτερική κατανάλωση. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα τάσης της Focus Bari, η διαφοροποίηση των καταναλωτών από το 2008 έως σήμερα είναι ραγδαία και αποδεικνύει ότι οι δαπάνες περιορίζονται ακόμη και για είδη πρώτης ανάγκης.
Η τάση που ήθελε τους καταναλωτές να αναζητούν το value for money προϊόν ή υπηρεσία φαίνεται να έχει ξεπεραστεί πλήρως και να τη διαδέχεται η αμείλικτη τάση «ξοδεύω μόνο όσα μπορώ να διαθέσω».
Μάλιστα, το διαθέσιμο εισόδημα έχει σαφώς περιοριστεί, επηρεάζοντας ακόμη και τις δαπάνες για διατροφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και αλυσίδες χαμηλής τιμής και value for money προϊόντων δέχονται πιέσεις παρά τη μετακίνηση των καταναλωτών από την υψηλότερη κατανάλωση σε φθηνότερα είδη.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Focus Bari, το 2008 το 46% του δείγματος δήλωνε ότι δεν έχει κάνει περικοπές και το 54% ότι έχει περικόψει δαπάνες (εκ του οποίου 49% προληπτικά και το 51% εξαιτίας πραγματικού προβλήματος). Το 2010 το 34% του δείγματος δήλωνε ότι δεν έχει κάνει περικοπές και το 66% έχει περικόψει δαπάνες (εκ του οποίου 33% προληπτικά και 67% εξαιτίας πραγματικού προβλήματος).
Σήμερα, μόλις το 9% του δείγματος δηλώνει ότι δεν έχει κάνει περικοπές, με τη συντριπτική πλειονότητα, ήτοι το 91%, να δηλώνει ότι έχει περικόψει δαπάνες (εκ του οποίου μόλις 18% προληπτικά και το 82% εξαιτίας πραγματικού προβλήματος).
Το 87% των καταναλωτών συνεχίζει τις περικοπές, ποσοστό 4% έχουν σταματήσει τις περικοπές, ενώ το 9% δεν έχει κάνει περικοπές. Συγκεκριμένα και σε σχέση με το παρελθόν, το 67% του δείγματος αγοράζει μόνο τα απαραίτητα, το 59% επανεξετάζει τις ανάγκες του, το 50% προτιμά τις εκπτώσεις/προσφορές, ποσοστό 51% επιλέγει φθηνές μάρκες και private label, το 43% στρέφεται σε εναλλακτικές λύσεις, το 40% σε φθηνότερη διασκέδαση, ενώ για ένα ποσοστό 26% των καταναλωτών μια καλή λύση είναι τα εκπτωτικά κουπόνια.
Ποιοι πλήττονται περισσότερο
Οι δαπάνες για διασκέδαση αποτελούν το πρώτο πεδίο περικοπών και ακολουθούν ο κλάδος της ένδυσης και υπόδησης, οι δαπάνες για διακοπές και ταξίδια αλλά και τα έξοδα για αγορές από το σούπερ μάρκετ, ακόμη και αν αφορούν σε τρόφιμα και σε ποτά.
Συγκεκριμένα, έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι το 44% των καταναλωτών «κόβει» από το καθημερινό φαγητό (έναντι ποσοστού 23% το 2009) και το 46% από τις αγορές του σούπερ μάρκετ (έναντι 26% το 2009).
Ανάλογη εικόνα και στις υπόλοιπες κατηγορίες, οι οποίες πλήττονται περισσότερο. Συγκεκριμένα, τη διασκέδαση έχει κόψει το 74% από 41% το 2009, τις αγορές ρούχων και παπουτσιών το 72% από 39% που ήταν το 2009, τις διακοπές και τα ταξίδια έχει κόψει το 57% έναντι 26% το 2009.
Από τον περιορισμό των δαπανών δεν έχουν γλιτώσει ούτε και ανελαστικές δαπάνες, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι λογαριασμοί της ΔΕΗ αλλά και της ΕΥΔΑΠ, δίνοντας το στίγμα.
Ειδικότερα, ποσοστό 23% εμφανίζεται να μην πληρώνει τον λογαριασμό σε ΔΕΗ/ΕΥΔΑΠ από 0% το 2009. Το 24% του δείγματος αδυνατεί να πληρώσει τους λογαριασμούς στις τηλεπικοινωνίες από 0% το 2009, ποσοστό 26% από 15% που ήταν το 2009 έχει περιορίσει τα έξοδα σε καλλυντικά, το 30% των καταναλωτών περιορίζει τις δαπάνες για τη συντήρηση του αυτοκινήτου αλλά και για καύσιμα, έναντι ποσοστού 13% το 2009.
Ποσοστό 42% (από 15% το 2009) δεν δαπανά σε έπιπλα και σε οικιακό εξοπλισμό παρά τις θεαματικές προσφορές, ενώ το 23% έναντι 12% που ήταν το 2009, περικόπτει τη δαπάνη για αγορά εφημερίδων και περιοδικών.
Τι ζητούν οι καταναλωτές
Αν το 2010 το καταναλωτικό κοινό ήταν μοιρασμένο ανάμεσα στην αδιαφορία και την ανησυχία για την κρίση, σήμερα το 47% χαρακτηρίζεται ως νεόπτωχο, το 17% αποτελείται από συνταξιούχους, ενώ το 36% αντιπροσωπεύει τους ταλαντευόμενους, οι οποίοι δηλώνουν ότι η εποχή είναι κρίσιμη και οδηγούνται σε περιορισμό της κατανάλωσης.
Η πίεση για μεγαλύτερη προσοχή στις τιμές είναι εμφανής σε όλες τις τυπολογίες καταναλωτών, όπως και η αναζήτηση της καλύτερης τιμής είναι η νέα αξία. Οι ίδιοι ζητούν από τις εταιρείες να κάνουν κινήσεις για μείωση του κόστους, ενώ παράλληλα η εμπιστοσύνη (94%), η ελληνικότητα (81%), το περιβάλλον (93%) και η καλή φήμη (86%) είναι επίσης ζητούμενα από τις μάρκες.