H οικονομία μπορεί να μπει σε ανοδική τροχιά (ήπια έστω) μέσα στο 2017, οι εισηγμένες εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν την κερδοφορία τους και οι τράπεζες, με μειωμένο πλέον κόστος, να αρχίσουν να διαχειρίζονται με περισσότερο ενεργό τρόπο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Στο σενάριο αυτό ποντάρουν οι αγοραστές ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, θεωρώντας το αρκετά πιθανό, αρκεί βέβαια το πολιτικό σύστημα της χώρας να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να κλείσουν οι εκκρεμότητες στο θεσμικό πλαίσιο για τα κόκκινα δάνεια.
Οι αγορές το τελευταίο χρονικό διάστημα δείχνουν να δίνουν περισσότερες πιθανότητες στην ελληνική επενδυτική νίκη, ωστόσο αναγνωρίζουν πως η όποια βελτίωση είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και μπορεί εύκολα να αναστραφεί.
Παρά τις πολλές και έντονες διεθνείς και εγχώριες αβεβαιότητες, το μόνο βέβαιο είναι ότι κατά τους τελευταίους λίγους μήνες, η επενδυτική κοινότητα βλέπει με σαφώς καλύτερο μάτι τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία σε σχέση με το παρελθόν. Ειδικότερα:
1. Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου έχει αυξηθεί με παράλληλη αύξηση και στον όγκο συναλλαγών. Μετά από ένα αναιμικό πρώτο εννεάμηνο, οι ξένοι θεσμικοί έδειξαν να αντιδρούν -αντίστοιχα με αγορές ή πωλήσεις- στις εκάστοτε εξελίξεις που αφορούσαν την ελληνική οικονομία και το Χ.Α., γεγονός που δείχνει πως υπάρχει ένα ρεαλιστικό σενάριο χρηματιστηριακής ανόδου μέσα στο 2017, στον βαθμό φυσικά που εξελιχθούν ομαλά τα πράγματα.
2. Οι αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων ξεκινώντας από το 8,5% υποχώρησαν κάτω από το 7%, φλερτάροντας με τα χαμηλά επίπεδα του 2014. Και μάλιστα, αυτό σε μια περίοδο που τα ευρωπαϊκά yields σημείωσαν άνοδο.
3. Οι εκτιμήσεις των διεθνών αναλυτών για τον ελληνικό κίνδυνο είναι πιο ήπιες σε σχέση με το παρελθόν (προς αυτή την κατεύθυνση λειτούργησε και η ανακοίνωση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους), παρά την επιδείνωση των διεθνών συνθηκών και παρά την καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης.
Μάλιστα, οι περισσότεροι ξένοι παράγοντες πιστεύουν πως -αργότερα ή γρηγορότερα- η κυβέρνηση, οι Ευρωπαίοι και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα οδηγηθούν τελικά σε κάποια συμβιβαστική λύση.
Επίσης, οι αγορές δεν φαίνεται να ανησυχούν για τις πολιτικές εξελίξεις στην χώρα, είτε γιατί θεωρούν πως η σημερινή κυβέρνηση θα συνεχίσει κανονικά τη θητεία της, είτε τέλος γιατί ακόμη και σε περίοδο πρόωρης προσφυγής στην κάλπη δεν θα κινδυνεύσει η σταθερότητα της ελληνικής πολιτικής, ενώ, ανεξάρτητα από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, δεν θα διαφοροποιηθεί η ελληνική πολιτική βούληση για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου και μέσα στα πλαίσια της Ευρωζώνης.
Κατά πόσο βέβαια θα επιβεβαιωθούν στην πράξη οι διαφαινόμενες εκτιμήσεις της αγοράς, αποτελεί μέγα ζητούμενο και ο βασικός παράγοντας που είτε θα προκαλέσει ζημίες στους τολμηρούς αγοραστές είτε θα τους στείλει στο... ταμείο.
Η οικονομία και οι εταιρείες
Λίγο πριν από το τέλος του 2016, οι αναλυτές και οι επενδυτές προσπαθούν να εκτιμήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας, των εισηγμένων εταιρειών και φυσικά των τραπεζών για το 2017. Ανάλογα με τις συγκεκριμένες εκτιμήσεις που θα κάνουν, θα επηρεαστεί και η επενδυτική πολιτική που τελικά θα ακολουθήσουν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους περισσότερους παράγοντες της αγοράς, ο κυβερνητικός στόχος για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% κρίνεται φιλόδοξος, ωστόσο οι περισσότεροι βλέπουν πως τελικά θα υπάρξει ανοδική πορεία που ΑΕΠ που μάλλον θα υπερβεί το 1% (και αυτό παρά το μπαράζ των νέων φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, που θα επηρεάσει πτωτικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και τη ζήτηση στην οικονομία). Το κυριότερο συμπέρασμα, ωστόσο, είναι πως η ελληνική οικονομία δείχνει να έχει δημιουργήσει «πάτο» στο επίπεδο των 170-180 δισ. ευρώ, επίπεδο από το οποίο δεν υποχώρησε κατά την τριετία 2014-2016, παρά τα capital controls και τα βαρύτατα μέτρα του τρίτου μνημονίου.
Έτσι, το ελληνικό ΑΕΠ έχοντας κάνει βάση στα προαναφερόμενα επίπεδα, εκτιμάται (και ελπίζουν αρκετοί...) ότι σιγά-σιγά θα μπει σε μια ελαφρά ανοδική τροχιά, αρχής γενομένης από το 2017.
Εξετάζοντας τώρα τις εισηγμένες εταιρείες, η κερδοφορία του 2017 αναμένεται αυξημένη, ακόμη και αν δεν συνυπολογιστούν οι επιδόσεις των τραπεζών. Γενικότερα, οι κερδοφορίες των εταιρειών συνεχίζουν να ανεβαίνουν από το 2014, εξέλιξη που επιβεβαιώθηκε και στα αποτελέσματα του φετινού εννεαμήνου (παρά την αρνητική επίδραση της υπόθεσης Μαρινόπουλος).
Γενικότερα, λόγω μιας σειράς παραγόντων (π.χ. εξωγενής προσανατολισμός, τουρισμός, εταιρείες που διευρύνουν μερίδια αγοράς, υλοποίηση προγραμμάτων αναδιοργάνωσης) η μέση κερδοφορία των εισηγμένων βελτιώνεται και πολλές από αυτές είναι σε θέση να ανταμείβουν τους μετόχους τους με μερίσματα ή και επιστροφές κεφαλαίου. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των αναλυτών, η τάση αυτή θα συνεχιστεί και μέσα στο 2017, ίσως με χαμηλότερους ρυθμούς.
Η μάχη των τραπεζών
Όσον αφορά στις τράπεζες, που αποτελούν τον βασικότερο κλάδο της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς και παράλληλα είναι οι επιθετικότερες (αυξημένη προσδοκώμενη απόδοση, μεγαλύτερος κίνδυνος) στο Χ.Α., ξεκινώντας από την αρχή του 2016 και φτάνοντας έως και το τέλος του επόμενου έτους, έχουμε τις παρακάτω εξελίξεις:
1. Πώληση θυγατρικών εταιρειών, όπως των Eurolife, ΑΤΕ Ασφαλιστική, Ιονική Ξενοδοχειακή, Αστέρας Βουλιαγμένης, Trastor ΑΕΕΑΠ, του 30% της Ευρωπαϊκή Πίστη και της θυγατρικής της Τράπεζας Πειραιώς στην Κύπρο.
2. Το πρόγραμμα των ρευστοποιήσεων θα συνεχιστεί με ταχείς ρυθμούς και την επόμενη χρονιά, με δρομολογημένες κινήσεις τη διάθεση της Εθνικής Ασφαλιστικής και της θυγατρικής της Εθνικής Τράπεζας στη Βουλγαρία.
3. Όπως και φέτος, έτσι και μέσα στην επόμενη χρονιά θα συνεχιστούν οι κινήσεις κλεισίματος υποκαταστημάτων και περιορισμού του αριθμού των εργαζομένων (τελευταίο παράδειγμα η εθελούσια έξοδος στην Εθνική Τράπεζα).
4. Παρατηρείται μια σταδιακή υποχώρηση του κόστους άντλησης κεφαλαίων. Έτσι, τα επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων έχουν υποχωρήσει κατά 80-100 μονάδες βάσης κατά το τελευταίο δεκαοκτάμηνο, ενώ παράλληλα μειώνεται σταδιακά η έκθεσή τους προς τον ακριβό μηχανισμό του ELA. Η τάση αυτή θα συνεχιστεί, ιδιαίτερα αν η χώρα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέσα στο 2017.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, σε βελτίωση ρευστότητας και σε μείωση τόσο του λειτουργικού όσο και του κόστους άντλησης κεφαλαίων.
Παρ’ όλα αυτά, η μητέρα των τραπεζικών μαχών θα κριθεί στο πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα έχουμε τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τομέας που φαίνεται μέχρι σήμερα να κινείται με αργούς ρυθμούς. Δεν είναι μόνο η κυβερνητική καθυστέρηση στην ψήφιση του απαιτούμενου θεσμικού πλαισίου, αλλά και η δυσκολία των τραπεζιτών να αναλάβουν ευθύνες φοβούμενοι νομικές περιπλοκές, με αποτέλεσμα η ταχεία αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που αναμενόταν να ξεκινήσει από τον περασμένο Σεπτέμβριο, τώρα ουσιαστικά μεταφέρεται για τον προσεχή Φεβρουάριο.
Συνολικότερα, οι αγορές το τελευταίο χρονικό διάστημα δείχνουν να δίνουν περισσότερες πιθανότητες στην ελληνική επενδυτική νίκη, ωστόσο αναγνωρίζουν πως η όποια βελτίωση είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και εύκολα αναστρέψιμη.