«Σχέδιο, συνεννόηση, σοβαρός δημόσιος διάλογος χωρίς διχασμό» είναι η πρόταση του Νίκου Ανδρουλάκη για το εσωτερικό της χώρας και τη μετάβαση στη νέα εποχή που δημιουργούν οι συνεχόμενες ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες.
«Έχουμε ιδεολογικές διαφορές αλλά πρέπει να μάθουμε να κουβεντιάζουμε περισσότερο και πιο συνεκτικά», πρόσθεσε, από το βήμα του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, δίνοντας για πρώτη φορά τέτοια έμφαση στις συνεργασίες.
Αλλά και για τη σχέση της χώρας με την ΕΕ, τόνισε ότι «πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στο όραμα της ενωμένης Ευρώπης, πρωταγωνιστικά ως Έλληνες, όχι να ακολουθούμε την πολιτική ατζέντα των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επέκρινε τους «πανηγυρισμούς» της κυβέρνησης για το θηριώδες υπερπλεόνασμα, το οποίο, όπως είπε, δεν μπορεί να συμβαδίζει με τα τεράστια ληξιπρόθεσμα χρέη, τη στάση πληρωμών σε δημόσια έργα, την εξάρτηση από τους υπέρογκους έμμεσους φόρους, το δυσανάλογο κόστος ζωής σε σχέση με τα εισοδήματα.
«Χρειάζεται ισχυρή πολιτική βούληση για να μπει τέλος στην ασυδοσία των καρτέλ. Εμείς δεσμευόμαστε για ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που θα θέσει κανόνες στην αγορά, για πραγματική ενίσχυση των εισοδημάτων και για πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα», είπε μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνοντας ότι τα επιδόματα είναι παυσίπονα.
Μιλώντας για «ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς» έναντι των «απαρχαιωμένων που παραμένουν σήμερα», δεσμεύτηκε ότι το κόμμα του θα παρουσιάσει «πλαίσιο παρεμβάσεων για τις ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών, για τη λειτουργία Επιτροπής Ανταγωνισμού και τη θέσπιση Ενιαίας Αρχής Καταναλωτών».
Ώστε, όπως τόνισε, «ο ελληνικός λαός να αποκτήσει ισχυρή καταναλωτική συνείδηση και να μην πληρώνει καπέλο για τα ίδια προϊόντα».
Σε αυτό το πλαίσιο, σημείωσε την ανάγκη να επενδύσει η χώρα «σε όλους τους συντελεστές ισχύος, όχι μόνο στην άμυνα». Εξηγώντας ότι δεν πρέπει «να είμαστε (ως χώρα) μόνο καταναλωτές εξοπλιστικών προγραμμάτων» αλλά συμπαραγωγοί στην ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Προς επίρρωση, ανέφερε ότι στο 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα 25 δισ. ευρώ, τα 16 δισ. έχουν ήδη διατεθεί και μόνο το 1% στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
Σύμφωνα με τον κ. Ανδρουλάκη:
- Πώς είμαστε σε πορεία σύγκλισης με την Ευρώπη αφού είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα από τις 27 που το ΑΕΠ μας παραμένει μικρότερο από όσο ήταν το 2010 και αυτό εξηγεί γιατί έχουμε τη δεύτερη αγοραστική δύναμη.
- Το ότι η Ελλάδα είναι μία μικρή αγορά δεν δικαιολογεί το τεράστιο κόστος ζωής σε σχέση με τα εισοδήματα. Η ακρίβεια έχει πλέον καταστεί ενδημικό φαινόμενο με την ανοχή της κυβέρνησης. Ο δομικός πληθωρισμός είναι σταθερά υψηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό σε στρατηγικούς τομείς: τρόφιμα, τράπεζες, υγεία, ενέργεια.
Η αγορά μας είναι αιχμάλωτη ισχυρών ολιγοπωλίων και ο πολίτης ανοχύρωτος απέναντί τους. Εδώ είναι ο ρόλος που πρέπει να έχει το κράτος.
Εμείς δεσμευόμαστε να υλοποιήσουμε ένα ισχυρό σχέδιο και για τη στέγαση και για κανόνες απέναντι στα ολιγοπώλια.
Προκλήσεις και «πρέπει» για την ΕΕ
Η ενιαία αγορά δεν είναι τόσο ενιαία όσο νομίζουμε. Ισχύουν υψηλοί εσωτερικοί ανταγωνισμοί στο εμπόριο και στις υπηρεσίες, ενώ δεν είναι ενιαία ούτε η ενεργειακή αγορά ούτε η κεφαλαιαγορά.
Επίσης σημαντική παράμετρος για την ενίσχυση της Ένωσης είναι η διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσουν και οι 27, ας ξεκινήσουμε όσοι θέλουμε και μπορούμε.
Τα γρήγορα και αποφασιστικά βήματα είναι:
- Η ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες να μη γίνει ρήτρα αποφυγής για περαιτέρω βήματα οικονομικής ενοποίησης.
Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ πρέπει να εγγυηθεί το σύνολο των 800 δισ. ευρώ για την αμυντική βιομηχανία και όχι να έχουμε πρόσθετα βάρη σε χώρες ήδη επιβαρυμένες όπως η Ελλάδα.
- Πολιτική βούληση για την έκδοση ειδικού ευρωομολόγου για αμυντικούς σκοπούς, όπως έγινε και με το Ταμείο Ανάκαμψης.
- Δεν πρέπει να μειωθούν κονδύλια για πολιτικές κοινωνικής συνοχής.
- Να αποκλειστεί η Τουρκία από τη νέα ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική.
Μεγάλο τμήμα της ανάλυσης που επιχείρησε ο κ. Ανδρουλάκης αφορούσε στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας μετά τις αποφάσεις Τραμπ και στην εξάρτηση της Ευρώπης από τρίτες χώρες με αποτέλεσμα τη μεγάλη ευαλωτότητά της.