Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει να προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης, τόνισε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αφού οι ΗΠΑ επέβαλαν ταξιδιωτική απαγόρευση σε πέντε Ευρωπαίους πολίτες, μεταξύ των οποίων είναι και ο πρώην Επίτροπος Τιερί Μπρετόν.
«Η ελευθερία του λόγου είναι το θεμέλιο της ισχυρής ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Είμαστε υπερήφανοι γι' αυτή. Θα την προστατεύσουμε», υπογράμμισε σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα Χ.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα από την πλευρά του είπε ότι οι κυρώσεις στους πέντε Ευρωπαίους είναι κάτι «απαράδεκτο μεταξύ συμμάχων, εταίρων και φίλων». «Η ΕΕ είναι ανυποχώρητη σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, των δίκαιων ψηφιακών κανόνων και της κυριαρχίας της για την επιβολή ρυθμιστικών κανόνων», σημείωσε σε δική του ανάρτηση στην ίδια πλατφόρμα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταδίκασε κατηγορηματικά τις «αδικαιολόγητες» κυρώσεις των ΗΠΑ σε βάρος του πρώην επιτρόπου της ΕΕ Τιερί Μπρετόν και άλλων τεσσάρων προσωπικοτήτων, που τάχθηκαν υπέρ της επιβολής κανονιστικών ρυθμίσεων στις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας και ζήτησε εξηγήσεις από την Ουάσιγκτον.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταδικάζει κατηγορηματικά την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλουν ταξιδιωτικούς περιορισμούς σε πέντε Ευρωπαίους υπηκόους, μεταξύ των οποίων ο πρώην επίτροπος Τιερί Μπρετόν», αντέδρασε η ΕΕ με ανακοίνωσή της.
«Ζητήσαμε διευκρινίσεις από τις αμερικανικές αρχές (...). Αν είναι απαραίτητο, θα απαντήσουμε γρήγορα και με αποφασιστικό τρόπο για να υπερασπισθούμε την κανονιστική αυτονομία μας έναντι αδικαιολόγητων μέτρων», διαβεβαίωσε.
Οι Βρυξέλλες αμφισβητούν όλες τις κατηγορίες περί άσκησης «λογοκρισίας» εκ μέρους της ΕΕ εναντίον των Αμερικανών γιγάντων της ψηφιακής οικονομίας, τις οποίες επικαλέστηκε η κυβέρνηση Τραμπ.
«Η ελευθερία της έκφρασης είναι θεμελιώδες δικαίωμα στην Ευρώπη και ουσιώδης αξία, την οποία μοιραζόμαστε με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον δημοκρατικό κόσμο. Η ΕΕ είναι μια ανοιχτή ενιαία αγορά, θεμελιωμένη πάνω σε κανόνες, με το κυρίαρχο δικαίωμα να επιβάλλει κανονιστικές ρυθμίσεις στην οικονομική δραστηριότητα σύμφωνα με τις δημοκρατικές αξίες μας και τις διεθνείς δεσμεύσεις μας», υπογράμμισε το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ.
Εξάλλου, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε πως οι απαγορεύσεις που ανακοινώθηκαν από τις ΗΠΑ σε βάρος πέντε ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων «αποτελούν εκφοβισμό και καταναγκασμό έναντι της ευρωπαϊκής ψηφιακής κυριαρχίας».
«Η Γαλλία καταγγέλλει τις αποφάσεις επιβολής περιορισμών στις θεωρήσεις εισόδου που λήφθηκαν από τις ΗΠΑ σε βάρος του Τιερί Μπρετόν και άλλων τεσσάρων ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων», έγραψε ο Εμανουέλ Μακρόν σε μήνυμά του στο X, υπογραμμίζοντας ότι οι Ευρωπαίοι θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται την «ψηφιακή κυριαρχία» τους και την «κανονιστική αυτονομία» τους.
Η Γερμανία καταδίκασε επίσης σθεναρά την ταξιδιωτική απαγόρευση που επέβαλαν οι ΗΠΑ στους πέντε Ευρωπαίους, τους οποίους κατηγορούν ότι λογοκρίνουν τις διαδικτυακές πλατφόρμες.
Πέραν του Μπρετόν, που ήταν ο πρωτεργάτης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) με την οποία επιβάλλονται στις πλατφόρμες κανονιστικές ρυθμίσεις, όπως να επισημαίνουν προβληματικά περιεχόμενα, οι κυρώσεις στρέφονται εναντίον τεσσάρων διευθυντών και ιδρυτών μη κυβερνητικών οργανώσεων που μάχονται ή καταγράφουν τη ρητορική μίσους στο διαδίκτυο. Πρόκειται για τις Ζόζεφιν Μπάλον και Άννα-Λένα φον Χόντεμπεργκ, τις γενικές διευθύντριες της γερμανικής οργάνωσης HateAid, τον Ιμράν Αχμέντ, ιδρυτή του Κέντρου Αντιμετώπισης Ψηφιακού Μίσους ΗΠΑ/ΗΒ, και την Κλερ Μέλφορντ, ιδρύτρια του Παγκόσμιου Δείκτη Παραπληροφόρησης (GDI) που εδρεύει στη Βρετανία.
Να σημειωθεί ότι η Φον Χόντεμπεργκ τιμήθηκε τον Οκτώβριο από το γερμανικό κράτος για το έργο της κατά της ψηφιακής βίας.
Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ χαρακτήρισε «απαράδεκτα» τα μέτρα που έλαβε η Ουάσιγκτον, σημειώνοντας ότι η DSA εγκρίθηκε με δημοκρατικές διαδικασίες και εφαρμόζεται μόνο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Ό,τι είναι παράνομο εκτός του διαδικτύου είναι παράνομο και εντός αυτού», ανέφερε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, προσθέτοντας ότι τυχόν διαφωνίες θα έπρεπε να επιλυθούν με διάλογο.
Η υπουργός Δικαιοσύνης της Γερμανίας επισήμανε ότι η HateAid στηρίζει θύματα παράνομης ρητορικής μίσους στο διαδίκτυο, αλλά δεν λογοκρίνει καμία άποψη. «Όποιος το αποκαλεί λογοκρισία παρερμηνεύει το συνταγματικό σύστημά μας», είπε, τονίζοντας ότι «οι κανόνες υπό τους οποίους θέλουμε να ζήσουμε στον ψηφιακό κόσμο στη Γερμανία και την Ευρώπη δεν αποφασίζονται στην Ουάσιγκτον».
Ο ίδιος ο Μπρετόν καταδίκασε τα μέτρα κάνοντας λόγο για «κυνήγι μαγισσών». Την εποχή που ήταν Επίτροπος, μεταξύ 2019-24, είχε συγκρουστεί κατ’ επανάληψη με τον δισεκατομμυριούχο Ελον Μασκ, στην πλατφόρμα του οποίου πρόσφατα οι Βρυξέλλες επέβαλαν πρόστιμο ύψους 120 εκατομμυρίων ευρώ για παραβιάσεις των κανονισμών περί διαφάνειας.
Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ δικαιολόγησε τις κυρώσεις κατηγορώντας τα πέντε πρόσωπα και τις οργανώσεις τους ότι ενεργούν ως «ριζοσπάστες» ακτιβιστές και επιδιώκουν να ασκήσουν πιέσεις στις αμερικανικές πλατφόρμες για να αποσιωπήσουν «τις αμερικανικές απόψεις».
«Για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδεολόγοι στην Ευρώπη ηγήθηκαν οργανωμένων προσπαθειών για να εξαναγκάσουν αμερικανικές πλατφόρμες να τιμωρούν αμερικανικές απόψεις με τις οποίες διαφωνούν», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X. «Η κυβέρνηση Τραμπ δεν θα ανεχθεί πλέον αυτές τις κατάφωρες πράξεις εξωεδαφικής λογοκρισίας».
Ο Ρούμπιο πρόσθεσε ότι οι αμερικανικές αρχές «είναι έτοιμες και πρόθυμες να επεκτείνουν αυτόν τον κατάλογο, εάν άλλοι δεν αλλάξουν πορεία».
Το Global Disinformation Index χαρακτήρισε τις κυρώσεις, σε ανακοίνωσή του, «αυταρχική επίθεση κατά της ελευθερίας του λόγου και κατάφωρη πράξη κρατικής λογοκρισίας», κατηγορώντας την κυβέρνηση Τραμπ ότι χρησιμοποιεί την εξουσία της για να «εκφοβίζει, να λογοκρίνει και να φιμώνει φωνές με τις οποίες διαφωνεί».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Λευκός Οίκος έχουν επανειλημμένα συγκρουστεί για ζητήματα ελευθερίας του λόγου και ρύθμισης της τεχνολογίας. Στο κοινωνικό δίκτυο X του Μασκ επιβλήθηκε προ ημερών πρόστιμο 120 εκατ. ευρώ (140 εκατ. δολάρια) για παραβίαση του αμφιλεγόμενου ευρωπαϊκού νόμου περί εποπτείας περιεχομένου. Αξιωματούχος της ΕΕ αρνήθηκε ότι η κίνηση αυτή σχετιζόταν με λογοκρισία, υποστηρίζοντας ότι εστίαζε στη διαφάνεια.