Τα περιθώρια τελείωσαν

Η επικράτηση τεχνοκρατικών αντιλήψεων και απόψεων ενάντια στην κοινωνική ευημερία χαρίζει την Ε.Ε. στους λαϊκιστές και στην ακροδεξιά.

  • του Μιχάλη Σπουρδαλάκη
Τα περιθώρια τελείωσαν

Την τελευταία περίοδο όλο και περισσότερο σημαντικά ιστορικά φαινόμενα, εκ διαμέτρου διαφορετικά και με σαφή ανταγωνιστική κοινωνική και ιδεολογική γείωση, χαρακτηρίζονται λαϊκιστικά. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που είναι αδύνατον να αναδείξουν τον λαϊκισμό σε αναλυτική έννοια. Η εμπειρική ποικιλομορφία των φαινομένων που χαρακτηρίζονται και ταξινομούνται ως «λαϊκιστικά» καθορίζουν και την πληθώρα των ορισμών που έχει παράξει η σχετική πλούσια διεθνής και ελληνική βιβλιογραφία

Έτσι, έχουμε ορισμούς που βασίζονται στα οργανωτικά χαρακτηριστικά και υπογραμμίζουν τη σημασία της ηγεσίας. Εδώ η κύρια παρατήρηση είναι ότι η ηγεσία αναπτύσσει μεγάλη απόσταση από την κοινωνική και κομματική της βάση και διαθέτει τόσο μεγάλο βαθμό αυτονόμησης, που το μέλλον της ταυτίζεται με το μέλλον του πολιτικού υποκειμένου του οποίου ηγούνται.

Άλλοι πάλι αποδίδουν τον λαϊκισμό σε συγκυριακές έντονες πολιτικές εξελίξεις, λ.χ. ιστορικών φαινομένων «μετάβασης» ή και ως αποτέλεσμα κοινωνικών διεκδικήσεων, όπου ο «λαός» ως αδιαφοροποίητο σύνολο αντιπαρατίθεται στην ελίτ, στο κατεστημένο, στο σύστημα. Υπ’ αυτήν την έννοια ο «λαϊκισμός» ιδεολογικά φαίνεται να έχει αναφορές σε όλη την γκάμα του πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος, καθώς κάθε στρατηγική κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας, στον βαθμό που εκφράζει κοινωνικές ανισότητες ή και πολιτικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς μπορεί να χαρακτηριστεί ως λαϊκισμός (Θάτσερ και Λένιν, Ρούσβελτ και Τραμπ κ.ά.). Έτσι, κατά την άποψή μου, ο πολυσυζητημένος λαϊκισμός δύναται ιστορικά να παίρνει χίλια πρόσωπα και μόνο ως υβριδικό φαινόμενο μπορεί να προσεγγίζεται.

Αν ωστόσο κανείς ήθελε να δώσει ένα είδος ορισμού από την πολυποίκιλη εμπειρία «λαϊκιστικών φαινομένων», θα έλεγε ότι λαϊκιστικό είναι καθετί που το σύνολο των ρητών, σιωπηρών και συμβολικών λόγων και πρακτικών του αναφορών, υπεραπλουστεύει πολιτικά και κοινωνικά επίδικα και εξισώνει άνισες σχέσεις, δομές και θεσμούς.

Ωστόσο, παρότι ο «λαϊκισμός» αποτελεί ένα κέλυφος που αποκτά περιεχόμενο και συγκεκριμένο κανονιστικό προσανατολισμό, τα τελευταία χρόνια σημαντικοί μετασχηματισμοί στο πλαίσιο των θεσμών, των σχέσεων και των αντιλήψεων του «πολιτικού» έχουν προσδώσει στον «λαϊκισμό» αποκλειστικά αρνητικό αξιακό περιεχόμενο. Η εξέλιξη αυτή, που εκφράζεται από τον κυρίαρχο λόγο των πολιτικών δυνάμεων κυρίως στην Ευρώπη, δυστυχώς φαίνεται να φέρνει στο προσκήνιο τη μεσοπολεμική λογική των θεωριών των δύο άκρων.

Έτσι, χαρακτηρίζεται ως αρνητική και κατακριτέα κάθε κοινωνική διεκδίκηση, κάθε αναζήτηση που εκφεύγει της δεδομένης πολιτικής θεσμικής διευθέτησης. Και τούτο παρότι είναι πλέον φανερό, τόσο στο επίπεδο των χωρών-μελών όσο και σε εκείνο της συγκρότησης και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δεδομένες θεσμικές και πρακτικές διευθετήσεις οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεν «δουλεύουν».

Πώς, λοιπόν, φτάσαμε ως εδώ; Πώς το δημοκρατικό και το κοινωνικά ευαίσθητο εγχείρημα (τουλάχιστον δυνάμει) της ενωμένης Ευρώπης έφτασε να παρουσιάζει τραγικά δημοκρατικά ελλείμματα; Ελλείμματα που σε συνδυασμό με τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές (λιτότητα) να δημιουργεί το εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη μιας πολυδιάστατης ακροδεξιάς απειλής;

Κατά την άποψή μου, το παραπάνω φαινόμενο είναι αποτέλεσμα σημαντικών μετατοπίσεων που άλλαξαν τη βάση της πολιτικής και του πολιτικού. Αφετηρία αυτών των αλλαγών ήταν η έμπρακτη αμφισβήτηση της πολιτικής ως πεδίου αντιπαράθεσης και σύγκρουσης συμφερόντων. Άποψη που δεν υιοθετήθηκε μόνο από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από την κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατική και μεταρρυθμιστική αριστερά. Η πολιτική ορίστηκε ως διαφορά συνήθως τεχνοκρατικών αντιλήψεων και απόψεων, η οποία μπορεί να διευθετηθεί με κάποια συμφωνία κοινωνικού διαλόγου.

Διαδήλωση υποστηρικτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Τορίνο της Ιταλίας. Οι ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 θεωρούνται οι κρισιμότερες στην ιστορία της Ε.Ε. καθώς η Ένωση βρίσκεται μπροστά σε πρωτόγνωρες προκλήσεις.

Διάλογος φυσικά που, ενώ αναφέρεται συνεχώς στην «κοινωνία των πολιτών», φαίνεται να αποφεύγει συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές σε τάξεις και κοινωνικά στρώματα και ακόμη περισσότερο να απεχθάνεται τον «λαό» ξεχνώντας ότι αυτός, συνταγματικά τουλάχιστον, αποτελεί το υποκείμενο της δημοκρατίας. Κατά συνέπεια, η πολιτική ευτελίζεται σε ηθική και μιντιακή αντιπαράθεση. Η δημοκρατία, από τη θεσμική της συγκρότηση ως κομματική δημοκρατία, εκπίπτει σε δημοκρατία της κοινής γνώμης.

Η αναστροφή αυτής της δημοκρατικής αποκένωσης, που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντα φυσικά σε συνδυασμό με την ανατροπή των οικονομικών πολιτικών που βάζουν τη δημοσιονομική «ευταξία» πάνω από την κοινωνική ευημερία, αποτελεί το μείζον διακύβευμα των ευρωεκλογών. Είναι ακριβώς αυτός ο λόγος που έχουν χαρακτηριστεί ως οι κρισιμότερες εκλογές στην ιστορία της Ε.Ε. Η Ε.Ε. ή θα αλλάξει προς το δημοκρατικότερο και το έμπρακτα κοινωνικά ευαίσθητο ή δεν θα υπάρξει. Αν παραμείνει ως έχει ή έστω αν προχωρήσει σε προσχηματικά φτιασιδώματα, τότε κινδυνεύουμε η ακροδεξιά απειλή να γίνει καθεστώς.

*Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κοσμήτωρ της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών. Μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας. Υποψήφιος Ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ.

v