Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν, λέει μια γνωστή παροιμία. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τα άτομα και τις επιχειρήσεις αλλά και για τα κράτη.
Όπως, διαπιστώνετε, όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο χειροτερεύουν οι προβλέψεις για το μέγεθος της φετινής ύφεσης και γίνεται αναγκαίο να ανακάμψει η ελληνική οικονομία το 2021. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας ξεκίνησε προβλέποντας ύφεση έως 3% και πλέον έχει αναθεωρήσει την εκτίμησή του στο 5%-10%. Ξένοι οίκοι και άλλοι τοποθετούν την ύφεση στην οικονομία της ευρωζώνης κοντά στο 10% και της Ελλάδας ακόμη ψηλότερα, λόγω του μεγάλου ειδικού βάρους του τουρισμού, των μεταφορών και του εμπορίου στην οικονομία της.
Όσο σημαντικό είναι να ανασχεθεί η φετινή ύφεση, άλλο τόσο είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να καλυφθεί μεγάλο μέρος του χαμένου εδάφους το 2021. Οι 4 πυλώνες για την αποτροπή των χειρότερων είναι γνωστοί:
Πρώτον, τα δημοσιονομικά μέτρα κάθε είδους, π.χ. πληρωμές μισθών και ασφαλιστικών εισφορών, αναβολή πληρωμής φορολογικών υποχρεώσεων για μήνες κ.λπ.
Δεύτερον, η έξτρα ρευστότητα από στοχευμένα δάνεια με κρατικές και κοινοτικές εγγυήσεις. Η στήλη αναφέρθηκε χθες στα προβλήματα που υπάρχουν στη χώρα μας.
Τρίτον, το πρόγραμμα αγοράς τίτλων από την ΕΚΤ (PSPP) ύψους 750 δισ. ευρώ, συνεπικουρούμενο από τις αγορές στο πλαίσιο του κλασικού QE και τα δάνεια TLTRO-III.
Τέταρτον, οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις μέσω πιστωτικών γραμμών από τον ESM, το πρόγραμμα ενίσχυσης της απασχόλησης (SURE) της Κομισιόν και τα δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Μια ματιά στους 4 πυλώνες αποκαλύπτει κάποια από τα εμπόδια για την οικονομική ανάκαμψη την επόμενη χρονιά. Τα δημοσιονομικά περιθώρια από το περίφημο «μαξιλάρι» και τον επιπλέον δανεισμό από τις αγορές θα έχουν πιθανόν εξαντληθεί το 2020. Ο πρωθυπουργός μίλησε χθες για 14 δισ. ευρώ συν 10 δισ. από κοινοτικές πηγές.
Επιπλέον, η έξοδος στις αγορές για την αναχρηματοδότηση δανείων ή ομολόγων που λήγουν θα είναι πιο δύσκολη. Το ονομαστικό χρέος της χώρας θα έχει αυξηθεί και το ΑΕΠ μειωθεί, επομένως ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ ίσως πλησιάσει το 190%-200%. Επιπλέον, το απόθεμα ρευστότητας θα είναι πιθανόν μικρότερο της τάξης των 15,7-20 δισ. ευρώ και το έκτακτο πρόγραμμα ομολόγων για την πανδημία της ΕΚΤ ύψους 750 δισ. ευρώ ενδεχομένως να λήξει.
Γι’ αυτό η στήλη επισήμανε την προηγούμενη εβδομάδα την ανάγκη να εξασφαλισθεί η αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρα από την ΕΚΤ για ρευστότητα με αξιοποίηση των δανείων του ESM που δίνονται χωρίς όρους. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να είναι αγοραστές των ελληνικών ομολόγων, όταν εκδίδονται. Ακόμη, το τραπεζικό σύστημα θα βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μάλλον θα αυξηθούν.
Από την άλλη πλευρά, πιθανόν κάποιες από τις υφιστάμενες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις να συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά εκείνη με τα δάνεια από τον ESM υπό μνημονιακούς όρους δεν θα θέλουμε να την αγγίξουμε.
Η μεγάλη αλλά αβέβαιη ελπίδα είναι το Ταμείο για την Ανάκαμψη της ευρωζώνης, για το οποίο έγινε πολύς λόγος μετά το τελευταίο Eurogroup. Κάποιος ίσως αναρωτηθεί τι απομένει να κάνει η ελληνική πλευρά πέραν των ανωτέρω, ώστε η οικονομία να καλύψει μεγάλο μέρος του χαμένου εδάφους το 2021, πέραν της ελπίδας να βρεθεί κάποιο εμβόλιο εναντίον του ιού.
Η απάντηση είναι να αρχίσει να καλλιεργεί το έδαφος για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων και το 2021. Επειδή στην Ελλάδα ξεχνάμε, καλό θα ήταν να θυμηθούμε πως δεσμευόμαστε για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ το 2021 και το 2022.
Ακόμη και αν μειωθούν στο 2,5% ή 1,5% του ΑΕΠ, δεν θα είναι αρκετό για να υποβοηθηθεί η ανάκαμψη. Θα πρέπει να διεκδικήσουμε ακόμη μεγαλύτερη χαλάρωση, για να αυξηθεί πολύ το ΑΕΠ. Το ίδιο ισχύει για τους κανόνες του SSM σχετικά με τις τράπεζες.
Θα πρέπει λοιπόν να αρχίσουμε να κοιτάμε την επόμενη μέρα. Ακόμη και αν είμαστε στην αρχή, με μέσο της φετινής μάχης με τον κορωνοϊό.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.