Από τις 480 μονάδες στις οποίες βρισκόταν ο δείκτης των τραπεζικών μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών στις 31 Δεκεμβρίου του 2020 μέχρι τις 2.314 μονάδες στις οποίες έκλεισε χθες, η σωρευτική απόδοση είναι εντυπωσιακή. Υπερβαίνει το 380% χωρίς να συνυπολογίζονται τα μερίσματα. Φέτος, ο ίδιος δείκτης καταγράφει κέρδη κοντά στο 79%. Μόνο που αυτή την χρονιά δεν είναι μόνος. Έχει συντροφιά τον πανευρωπαικό τραπεζικό δείκτη EURO Stoxx Banks. Μετά από μια δεκαετία και πλέον υποαπόδοσης, ο τελευταίος σημειώνει άνοδο μεγαλύτερη από 75%.
Αν διατηρήσει τα κέρδη του μέχρι το τέλος της χρονιάς θα έχει κατορθώσει κάτι ιστορικό για τα τελευταία 40 χρόνια. Θα ξεπεράσει την ετήσια απόδοση ρεκόρ του 74% το μακρινό 1997. Σημειώνεται ότι οι μεγαλύτερες πτώσεις του καταγράφτηκαν το 2020 με -23%, το 2018 με -31%, το 2011 με -35,5%, το 2010 με -25,1% και το 2008 με -62,3%.
Οι μετοχές μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών όπως η Banco Santander και η BBVA της Ισπανίας, η ABN Amro, η γαλλική Societe Generale και η γερμανική Commerzbank έχουν διπλασιασθεί φέτος. Η αλλαγή στάσης της επενδυτικής κοινότητας απέναντί τους δεν ήταν τυχαία. Η ΕΚΤ μείωσε τα βασικά επιτόκιά της το 2025 αλλά παραμένουν πάνω από τα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν πριν από την πανδημία. Αυτό επέτρεψε στις ευρωπαϊκές τράπεζες να διατηρήσουν τα επιτοκιακά περιθώριά τους σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Επιπλέον, η οικονομία της ΕΕ τα πήγε καλύτερα απ’ ότι περίμενε η αγορά με την Γερμανία να αποφεύγει την ύφεση την οποία προέβλεπαν αρκετοί. Αυτό βοήθησε τόσο τους όγκους όσο και την ποιότητα των δανείων που έχουν στα βιβλία τους οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι τελευταίες είχαν και έχουν επίσης υψηλούς διψήφιους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας CET1. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις πολύ φθηνότερες αποτιμήσεις σε σύγκριση με άλλες τράπεζες διεθνώς προσέλκυσαν θεσμικά κεφάλαια από όλο τον κόσμο, στρώνοντας τον δρόμο για το φετινό ράλι.
Για τις ελληνικές τράπεζες, το στοίχημα ήταν και είναι να αυξηθούν οι όγκοι των δανείων, καθώς το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο ήταν ήδη υψηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ και θα μειωνόταν, να αυξηθούν τα έσοδα από προμήθειες και να περιοριστεί περαιτέρω το λειτουργικό κόστος.
Αναμφισβήτητα, το Ταμείο Ανάκαμψης έχει βοηθήσει τον στόχο για σημαντική αύξηση της νέας παραγωγής δανείων αλλά τελειώνει το 2026. Από την άλλη πλευρά, η επαναγορά «θεραπευθέντων» δανείων από τους servicers σε σημαντική κλίμακα που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στους όγκους δεν βρίσκει ανταπόκριση από τον SSM (εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ) μέχρι στιγμής.
Ούτε όμως οι συστημικές τράπεζες θέλουν να διευρύνουν σημαντικά την περίμετρο των εγχώριων μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις οποίες θα ήθελαν να δανείσουν καθώς έχουν καεί στο παρελθόν. Προτιμούν τις μεγάλες εταιρείες που έχουν χαμηλότερο ρίσκο, τις γνωρίζουν καλύτερα και έχουν χαμηλότερο κόστος διαχείρισης.
Όμως, φαίνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν βρεί εναλλακτική οδό για να αυξήσουν τους όγκους τους χωρίς να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο αν και σίγουρα θα δυσαρεστήσουν πολλούς άλλους δυνητικούς εγχώριους πελάτες τους.
Αναφερόμαστε στη συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών σε κοινοπρακτικά ευρωπαϊκά δάνεια με άλλους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς ομίλους. Πρόκειται για δάνεια υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης. Η αρχή έγινε πριν από δύο χρόνια περίπου και η τάση είναι ξεκάθαρα αυξητική όπως αναφέρουν οι επαίοντες. Εκτιμάται ότι ανέρχονται σήμερα σε 5 δισ. ευρώ περίπου και αναμένεται να αυγατίσουν κι άλλο τα επόμενα χρόνια.
Φυσικά, είναι επόμενο να δεχθούν κριτική από πολλούς εντός των συνόρων καθώς προτιμούν να διοχετεύσουν μέρος από την ρευστότητά τους στο εξωτερικό αντί για το εσωτερικό. Όμως, είναι η νέα πραγματικότητα.
Υπό αυτή την έννοια, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες βρήκαν «θησαυρό» στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σε βάθος χρόνου θα φανεί αν αυτός ο «θησαυρός» είναι άνθρακας. Πάντως, ευθυγραμμίζονται ακόμη περισσότερο με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.