Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Μπορεί ο κίνδυνος της γήρανσης να αντιμετωπιστεί ατομικά;

Γιατί δεν ευσταθεί η εκτίμηση πως λύση στο ασφαλιστικό είναι τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα και οι ατομικοί λογαριασμοί. Πώς η «συνταγή» ευνοεί τις πλούσιες και ισχυρές χώρες του Βορρά. Γράφουν οι Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης.

  • Των Σ. Ρομπόλη και Β. Μπέτση*
Μπορεί ο κίνδυνος της γήρανσης να αντιμετωπιστεί ατομικά;

Στον δημόσιο πολιτικό και επιστημονικό διάλογο που διεξάγεται στη χώρα μας, η αντίληψη που εμπνέεται, κατά βάση, από τις απόψεις της Σχολής του Σικάγου (Μ. Friedman), υποστηρίζει, με άλλοθι τη γήρανση του πληθυσμού (δημογραφικό πρόβλημα), την αντικατάσταση του διανεμητικού συστήματος καθορισμένων παροχών από κεφαλαιοποιητικά συστήματα ατομικών λογαριασμών, προκειμένου η προκαλούμενη αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών να επιβαρύνει τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους αντί να επιβαρύνει τον Κρατικό και τον Κοινωνικό Προϋπολογισμό.

Με άλλα λόγια, προτείνεται ο κίνδυνος της φτώχειας των ηλικιωμένων να μην αντιμετωπίζεται συλλογικά (αρχή της αλληλεγγύης των γενεών) και με την ευθύνη του κράτους (πολιτικές αποφάσεις), αλλά να αντιμετωπίζεται ατομικά (ατομική ευθύνη) κατά τις περιόδους της ανεργίας, των χαμηλών αποδοχών, της ευέλικτης απασχόλησης, των επιπτώσεων της ρομποτικής στην εργασία κ.α., χωρίς την παρέμβαση του κράτους (πολιτική ευθύνη), αφού οι αυτόματοι σταθεροποιητές θα προσαρμόζουν το ύψος της σύνταξης ανάλογα με τους οικονομικούς κύκλους και την αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού.

Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι η ρητορική αυτή βασίζεται στη λανθασμένη αντίληψη ότι τα διανεμητικά συστήματα που βασίζονται στην αλληλεγγύη των γενεών είναι μακροπρόθεσμα μη βιώσιμα εξαιτίας του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού (αύξηση του δείκτη εξάρτησης από 33,4% το 2016 σε 63,1% το 2070), ενώ αντίθετα τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ατομικών λογαριασμών δεν επηρεάζονται από το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού.

Όμως, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι και τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ατομικών λογαριασμών επηρεάζονται από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής (μακροζωία) και μάλιστα έχει υπολογιστεί ότι το χρηματοδοτικό κενό των έξι μεγαλύτερων συνταξιοδοτικών συστημάτων κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα (Αμερικανικό, Βρετανικό, Ιαπωνικό, Ολλανδικό, Καναδικό, Αυστραλιανό) θα αυξηθεί από τα 70 τρισ. δολάρια το 2016 στα 400 τρισ. δολάρια μέχρι το 2050 (Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ Νταβός, 2017), εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής.

Ειδικότερα, για την Ελλάδα έχει εκτιμηθεί σε πρόσφατη έρευνά μας ότι ένας σημερινός εργαζόμενος ο οποίος θα συνταξιοδοτηθεί μετά από 35 έτη εργασίας, θα λάβει κατά 30% μικρότερη σύνταξη σε σχέση με έναν σημερινό συνταξιούχο. Εάν, όμως, ο εργαζόμενος αυτός ήθελε να λάβει το ίδιο επίπεδο συνταξιοδοτικής παροχής με τον σημερινό συνταξιούχο, τότε θα του ζητηθεί κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου να αποταμιεύσει 35% περισσότερο από ό,τι θα αποταμίευε ένας σημερινός συνταξιούχος και αυτό χωρίς να ληφθούν υπόψη οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν τα συστήματα αποταμιευτικών ατομικών λογαριασμών, όπως του κόστους μετάβασης (π.χ. για την Ελλάδα υπολογίζεται μέχρι 55 δισ. ευρώ για την επικουρική ασφάλιση και 120 δισ. ευρώ για την κύρια ασφάλιση), αλλά και των επενδύσεων, των επιτοκίων, του πληθωρισμού, της φερεγγυότητας του εργοδότη, της πολιτικής και της οικονομικής σταθερότητας κ.λπ. (Blake D., “Pension Economic”, England 2006).

Με άλλα λόγια, κάθε φορά που θα συμβαίνει κάποια χρηματοπιστωτική κρίση όπως αυτή του 2008, θα ζητείται από τον εργαζόμενο που σχεδιάζει τη συνταξιοδότησή του μόνος του (ατομικοί λογαριασμοί, χωρίς της ευθύνη του κράτους), ή να αποδεχθεί ένα χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης κατά τη συνταξιοδότηση από αυτό που αρχικά είχε σχεδιάσει (λόγω των διακυμάνσεων των αγορών) ή να αποταμιεύσει όλο και περισσότερο, προκειμένου να επιτύχει το επίπεδο διαβίωσης που είχε σχεδιάσει.

Στις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που προκύπτει είναι πόσο εύκολο θα είναι για έναν μελλοντικό εργαζόμενο να του ζητείται να αυξάνει συνεχώς την αποταμίευσή του (δηλαδή να μειώνει το βιοτικό του επίπεδο) σε ένα εργασιακό περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης και αναμένεται να μειωθούν αρκετές θέσεις εργασίας, λόγω της ραγδαίας αύξησης της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της νέας τεχνολογίας;

Ένα δεύτερο επιχείρημα της άποψης που υποστηρίζει την αντικατάσταση της κοινωνικής ασφάλισης από τα συστήματα των ατομικών λογαριασμών είναι ότι βοηθά στην ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της αύξησης της αποταμίευσης, αφού τα συσσωρευμένα κεφάλαια θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε επενδύσεις οι οποίες θα επιφέρουν ανάπτυξη και μεγέθυνση του ΑΕΠ.

Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα αυτό: α) παραβλέπει τη θετική επίδραση που προκαλούν οι δαπάνες της κοινωνικής ασφάλισης στη μεγέθυνση της οικονομίας, αφού οι κοινωνικές μεταβιβάσεις πόρων από τους εργαζόμενους προς τους συνταξιούχους δεν είναι μονόδρομη αλλά αμφίδρομη ροή καθώς αυξάνουν τόσο τη δημόσια όσο και την ιδιωτική κατανάλωση μέσω της αύξησης της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες, και β) ο ισχυρισμός ότι η χρήση των αποταμιευτικών κεφαλαίων των ατομικών λογαριασμών για επενδύσεις θα συμβάλει στην ώθηση της οικονομίας, επαληθεύεται εφόσον οι επενδύσεις αναφέρονται στην πραγματική οικονομία και όχι στους κινδύνους των κεφαλαιαγορών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει μέχρι σήμερα θεωρεί τις επενδύσεις αυτές (επενδύσεις σε υποδομές, σε νεοφυείς επιχειρήσεις, σε venture capitals) ως αυξημένου κινδύνου και κατ' επέκταση απαιτεί τη διατήρηση υψηλών κεφαλαίων ως περιθώρια φερεγγυότητας. Αντίθετα επενδύσεις σε τράπεζες και κρατικά ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης θεωρούνται μικρού κινδύνου από τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άρα δεν απαιτείται να διακρατούνται αυξημένα περιθώρια φερεγγυότητας.

Οι χώρες όμως που προωθούν και προτείνουν μέσω διεθνών οργανισμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα) την αντικατάσταση των αναδιανεμητικών συστημάτων με τους ατομικούς λογαριασμούς (Γερμανία, Γαλλία, ΗΠΑ, Αγγλία) είναι και αυτές που έχουν τις υψηλότερες πιστοληπτικές διαβαθμίσεις. Άρα, ποιο θα είναι το όφελος για την οικονομία της χώρας, όταν οι ίδιες οι κοινοτικές οδηγίες κατευθύνουν τις επενδύσεις των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και των ασφαλιστικών εταιρειών σε κρατικά ομόλογα και τράπεζες αυτών των χωρών και όχι σε υποδομές και επιχειρηματικότητα της χώρας τους, αφού οι επενδύσεις χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου, ενώ οι επενδύσεις στα ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και τις τράπεζες των χωρών τους θεωρούνται χαμηλού κινδύνου;

Με άλλα λόγια, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κεφάλαια του χρηματοπιστωτικού και ασφαλιστικού τομέα των ασθενέστερων χωρών κατευθύνονται προς αυτές τις χώρες και μετά χρησιμοποιούνται για τον δανεισμό τους όπως συνέβη με την πρόσφατη κρίση δανεισμού και χρέους κρατών-μελών της ευρωζώνης.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η παρουσίαση στον δημόσιο πολιτικό και επιστημονικό διάλογο της διείσδυσης των ατομικών λογαριασμών στην κοινωνική ασφάλιση για την αντιμετώπιση του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού και της συμβολής στην ανάπτυξη της οικονομίας δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι οι συσσωρευμένοι πόροι των ασθενέστερων χωρών κατευθύνονται επενδυτικά, ως χαμηλού κινδύνου, στην αγορά ομολόγων και μετοχών των χωρών και των τραπεζών των ανεπτυγμένων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε βάρος της επενδυτικής δυναμικής των αναπτυσσόμενων χωρών της Ένωσης.

Από την άποψη αυτή, η στέρηση των συγκεκριμένων πόρων για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων των ασθενέστερων χωρών της Ένωσης οδηγεί, μεταξύ των άλλων, τις ασκούμενες πολιτικές να αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της αύξησης του προσδόκιμου ζωής περισσότερο ως απειλή των συνταξιοδοτικών συστημάτων και λιγότερο ως πρόκληση κατάκτησης της επιστημονικής και κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης και της συμβολής της στη μεγαλύτερη διάρκεια του ανθρώπινου βίου.

Στην κατεύθυνση αυτή, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα αλλαγής του υφιστάμενου ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου μεταφοράς των αποταμιευτικών και άλλων πόρων των οικονομιών των ασθενέστερων χωρών προς τις οικονομίες των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ένωσης καθώς και υλοποίησης μίας επιστημονικά τεκμηριωμένης, σταθερά χρηματοδοτούμενης και ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού στο πλαίσιο ενός διανεμητικού και αλληλέγγυου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, οικονομικά βιώσιμου και κοινωνικά αποτελεσματικού.

*  Άρθρο των Σάββα Γ. Ρομπόλη (αριστερά στη φωτό), Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v