Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τι δείχνουν οι αγορές για την ύφεση

Τι «ενσωματώνουν» τώρα οι διεθνείς χρηματαγορές και γιατί τα όπλα αντιμετώπισης της κρίσης δείχνουν ανεπαρκή. Ο διεθνής πολυκερματισμός και ποια θα είναι τα πρώτα μεγάλα θύματα. Γράφει ο Κώστας Μποτόπουλος.

Τι δείχνουν οι αγορές για την ύφεση
  • του Κώστα Μποτόπουλου*

Η τέλεια καταιγίδα της οικονομίας συνεχίζεται και αγριεύει. Πληθωρισμός, άρα ανεξέλεγκτη ακρίβεια. «Διεθνής» (για να μην τον πούμε με το παλιό του όνομα) πόλεμος, άρα αβεβαιότητα και φόβος. Ελλείψεις σε τρόφιμα και άλλα αγαθά, ως συνέπεια και των οικονομικών δυσκολιών και του πολέμου. Δυσλειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, λόγω του είδους της παγκοσμιοποίησης που λειτούργησε τα τελευταία 30 χρόνια, αλλά και ως απότοκο τριών μεγάλων κρίσεων (χρηματοπιστωτική, πανδημία, πόλεμος). Κίνδυνος χρεοκοπίας κρατών (με πρώτη τη Ρωσία και μετά ντόμινο), επιχειρήσεων (ιδίως στους τομείς που πλήττονται βαρύτερα από την εφοδιαστική και επισιτιστική κατάσταση) και οικονομιών.

Ένας καλός δείκτης για το πού οδηγούν όλα αυτά -δείκτης μονάχα, όχι πυξίδα- είναι η συμπεριφορά των αγορών κεφαλαίου ανά τον κόσμο. Η μεγάλη πτώση των μετοχών και των ομολόγων, άρα και των χρηματιστηρίων, σε Ευρώπη και κυρίως σε Αμερική (όπου είχαμε τη μεγαλύτερη πτώση του δείκτη κατά την τελευταία τριετία και, ακόμα σημαντικότερο, μια τέταρτη διαδοχική εβδομάδα με πτώση μεγαλύτερη από 3%), αποκτά -παρά τις πρόσκαιρες ανακάμψεις, που ακολουθούνται από νέες βυθίσεις- δομικά χαρακτηριστικά: διάρκεια, εύρος («αγγίζει» πολλούς και διαφορετικούς επιχειρηματικούς και παραγωγικούς τομείς), αίτια (μια γενικευμένη «διόρθωση» και όχι μια πρόσκαιρη αναταραχή). Συνοδεύεται δε και από μια ακόμα μεγαλύτερη πτώση της λεγόμενης «σκοτεινής αγοράς», με πρώτο θύμα τα κρυπτονομίσματα.

Οι αγορές φαίνονται να «ενσωματώνουν» (price in) μια κλασικού τύπου ύφεση παρά έναν πρόσκαιρα πιο «άγριο» αλλά μεσοπρόθεσμα πιο αντιμετωπίσιμο στασιμοπληθωρισμό. Προσπαθούν να προσαρμοστούν -με τον τρόπο τους: «χτυπώντας» πρώτα τους πιο αδύναμους -σε ένα νέο «παράδειγμα» (που δεν έχει βέβαια τίποτα το παραδειγματικό) υψηλότερων επιτοκίων, χαμηλότερης ανάπτυξης, υψηλότερου κόστους δανεισμού, μεγαλύτερης ανεργίας, λιγότερο ελεύθερου εμπορίου, διαρκούς γεωπολιτικής έντασης.

Τα «όπλα» έναντι του συνδυασμού όλων αυτών των φαινομένων είναι περιορισμένα και ανεπαρκή: αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, όπως ήδη κάνουν ή ανακοίνωσαν ότι θα κάνουν η αμερικανική και ευρωπαϊκή, πιο σφιχτή νομισματική πολιτική και συγχρόνως τεχνητή «στήριξη» των εθνικών οικονομιών, προσπάθεια διεθνούς συντονισμού.

Όμως, αν η αναγκαία υπερεθνική συνεννόηση αναβαθμίστηκε εντός του υποσυνόλου «Δύση», συγχρόνως μεγάλωσε η απόσταση -έγινε χάσμα- μεταξύ της Δύσης και των άλλων δύο-τρίτων του παγκόσμιου συστήματος, δηλαδή αφενός με τον πληθυσμιακό και γεωπολιτικό γίγαντα με πήλινα πόδια Κίνα-Ινδία-Ρωσία και αφετέρου, με τον ενωμένο μόνο από τη μη συμμετοχή του στις εξελίξεις πόλο δυναμισμού και καθυστέρησης που συγκροτούν μεγάλα τμήματα της Ασίας και ολόκληρη η Αφρική.

Η σώρευση αυτών των δύο παραγόντων -ξεπερασμένα εργαλεία και διεθνής πολυκερματισμός- θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση και με έναν τρίτο, που έπαψε πλέον να θεωρείται συγκυριακός, αφού πρόκειται για την τακτική εμφάνιση «πρωτοφανών» κρίσεων. Κρίσιμο στοιχείο είναι και ότι όλες αυτές οι μεμονωμένες δυσλειτουργίες συναντιούνται και αλληλοτροφοδοτούνται: ο πληθωρισμός και η αύξηση των τιμών παρασύρουν όχι μόνο τους μισθούς, που δεν μπορούν να αυξάνονται διαρκώς, και την ανάπτυξη, που αν «κολλήσει» σε κάποιο επίπεδο, θα είναι δύσκολο να ξεκολλήσει, αλλά και το «κλίμα», δηλαδή την πεποίθηση των αγορών και την ενότητα χωρών και μεγάλων «παικτών». Τα περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα, η μετακίνηση των πόρων σε άλλα πεδία αιχμής, η αποδοχή εξαιρέσεων και χρονικών μετακινήσεων πλήττουν την προσπάθεια «πράσινης μετάβασης», η οποία υποχωρώντας πλήττει τα σχέδια ανάπτυξης που είχαν οικοδομηθεί πάνω της, οι αυξομειώσεις των αγορών κεφαλαίων «τιμωρούν» ιδίως τις αγγλοσαξονικές οικονομίες, που θα είχαν, υπό άλλες συνθήκες, τη δυνατότητα να σύρουν προς τα πάνω την παγκόσμια οικονομία και που πάντως πρωτοστατούν στην αντίκρουση και της Ρωσίας και της Κίνας.

Κάθε τέτοια δομική μετακίνηση έχει κινδύνους αλλά δίνει και κάποιες δυνατότητες. Η σημαντικότερη, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η επάνοδος όχι στην «κανονικότητα» -δεν υπάρχει τέτοια στην οικονομία, ούτε και στην εποχή μας- αλλά σε μια πιο υγιή ισορροπία του συστήματος. Πολλοί, ακόμα και υποστηρικτές της μορφής που είχε πάρει ο παγκόσμιος καπιταλισμός, έχουν διαπιστώσει, ιδίως μέσα στον 21ο αιώνα, τις νέες μεγάλες «φούσκες» που γέννησε το σύστημα, με πρώτες την ανισότητα (ανάμεσα σε περιοχές, χώρες αλλά και σε κοινωνικές ομάδες, ακόμα και σε επαγγέλματα) και τη μεταφορά του βάρους των αποφάσεων σε μη εκλεγμένα πρόσωπα (κυρίως κεντρικούς τραπεζίτες αλλά και ιδιωτικά κέντρα αποφάσεων, όπως οι οίκοι αξιολόγησης). Ως αποδείξεις απώλειας ισορροπίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν η γιγάντωση της μη παραγωγικής-χρηματιστικής οικονομίας, και μάλιστα στις πιο «σκοτεινές» μορφές της (shadow banking), η αποσύνδεση των αγορών από την πραγματική οικονομία, η απόκτηση οιονεί μονοπωλιακής (καρτέλ) και σίγουρα κυριαρχικής (διαδίκτυο) θέσης των γιγάντων της τεχνολογίας (BigTech), η άνοδος και, τώρα, πτώση των κρυπτονομισμάτων.

Αν η αλλαγή που αναγκαστικά επέρχεται, έφερνε περισσότερη διαφάνεια στις αγορές, χρήση της τεχνολογίας για πιο παραγωγικούς και φιλικούς στον καταναλωτή σκοπούς, καλύτερη και πιο συντονισμένη ρυθμιστική παρέμβαση, μοίρασμα της ευθύνης ανάμεσα σε πολιτικά νομιμοποιημένα πρόσωπα και ειδικούς-τεχνοκράτες, βαθύτερη και πιο δίκαιη διεθνή συνεργασία, τότε θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάτι μεσοπρόθεσμα θετικό.

Φοβούμαι, όμως, πως, για ακόμα φορά, σε ένα σύστημα που έχει κακοφορμίσει, τα «μέλη» που πρώτα θα κοπούν θα είναι τα σχετικώς υγιή: για να το πω με ένα πρακτικό παράδειγμα, η αγοραστική δύναμη της μεσαίας τάξης θα μειωθεί και όχι οι μισθοί των golden boys. Και μάλλον τα μέτρα, που αναγκαστικά θα ληφθούν, θα έχουν ως βασικά κίνητρα την αντιμετώπιση του πρόσκαιρου, την αποφυγή της ευθύνης και την έλλειψη μεταρρυθμιστικής τόλμης.

Μακάρι να διαψευστώ.

 

* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ (www.botopoulos.gr).


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v