Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τα μαθήματα για Ελλάδα από την πολιτική Τραμπ

Το κοινό αίσθημα αποκλεισμού για συγκεκριμένες ομάδες που διέκρινε ο Αμερικανός πρόεδρος και το μετέτρεψε σε πολιτικό όχημα. Πώς η Ελλάδα μπορεί να μάθει από τη δεύτερη θητεία του ηγέτη των ΗΠΑ. Γράφει ο Φώτης Βασιλείου.

Τα μαθήματα για Ελλάδα από την πολιτική Τραμπ
  • Του Φώτη Βασιλείου*

Καθώς πλησιάζουμε στην επέτειο από την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, είναι ευκαιρία για μια πρώτη αποτίμηση.

Το βέβαιο είναι ότι διαψεύστηκαν όσοι πίστευαν ότι θα ήταν «μία από τα ίδια», ότι τελικά θα ακολουθούσε την πεπατημένη με διαφορά στη ρητορική και την αισθητική.

Μαζί διαψεύδονται κι άλλες εκτιμήσεις: ότι η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήταν ένα ατύχημα, προϊόν θυμού, συγκυρίας και χαμηλού πολιτικού κριτηρίου της λεγόμενης «βαθιάς Αμερικής». Ή ότι ο ίδιος δεν κέρδισε πραγματικά τις εκλογές, αλλά ότι τις έχασαν οι Δημοκρατικοί, πρώτα με την υποψηφιότητα του Τζο Μπάιντεν και στη συνέχεια με την βιαστική αντικατάστασή του από την Κάμαλα Χάρις.

Όσο περνάει ο καιρός γίνεται ξεκάθαρο σε κάθε ψύχραιμο παρατηρητή ότι παρά τα θρυλούμενα για έναν άνθρωπο που δεν είναι σοβαρός ή συνεπής, ο Τραμπ έχτισε μεθοδικά μια ευρεία πολιτική και κοινωνική συμμαχία.

Άνθρωποι που ένιωθαν ότι το προηγούμενο πολιτικό και πολιτισμικό παράδειγμα -το παγκοσμιοποιημένο, φιλελεύθερο αφήγημα των τελευταίων δεκαετιών- τους είχε αφήσει εκτός, συνασπίστηκαν γύρω του: λευκοί εργάτες της ενδοχώρας, μικρομεσαία στρώματα που γλιστρούν στην οικονομική απαξίωση, επιχειρηματικοί κύκλοι που επιδιώκουν προστατευτισμό, θρησκευόμενοι, αλλά και Λατίνοι, Αφροαμερικανοί και ΛΟΑΤΚΙ ψηφοφόροι που διαφωνούσαν με την «woke» ατζέντα των Δημοκρατικών.

Αυτοί δεν δημιουργήθηκαν από τον Τραμπ. Αγνοήθηκαν συστηματικά επί δεκαετίες από τους προκατόχους τους. Οι αξίες τους είχαν κριθεί ξεπερασμένες, οι ευαισθησίες τους ασήμαντες, τα συμφέροντά τους αδιάφορα.

Ο Τραμπ διέκρινε το κοινό αίσθημα αποκλεισμού που τους ένωνε και του έδωσε πολιτική γλώσσα και σχήμα. Τους είπε ότι μετράνε, ότι αποτελούν την πρώτη του προτεραιότητα (America first) και τους υποσχέθηκε ότι θα ελέγχουν το μέλλον τους.

Οι οπαδοί του, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν έχουν λόγο να αισθάνονται προδομένοι. Καταπλήττοντας τον υπόλοιπο κόσμο, ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε τη διακυβέρνησή του συγκρουόμενος ανοιχτά και σκληρά με το λεγόμενο «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ, αλλά και με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του. Εδώ η συμβολή του Έλον Μασκ υπήρξε καθοριστική: ως επικεφαλής της DOGE, επέβαλε δραστικές περικοπές σε υπηρεσίες όπως η USAID (στην πράξη σχεδόν shutdown), ενώ προώθησε σημαντικές μειώσεις σε οργανισμούς όπως το FBI και η CIA.

Η καχυποψία ανάμεσα στη διακυβέρνηση Τραμπ και τον κρατικό μηχανισμό αποτυπώνεται και στο μεγαλύτερο επίτευγμά της: η ειρήνευση στη Μέση Ανατολή δεν επήλθε μέσω των παραδοσιακών μηχανισμών του αμερικανικού κράτους, αλλά μέσω προσωπικών διασυνδέσεων και σχέσεων που ανέπτυξε ο ίδιος ο πρόεδρος.

Όλα αυτά έχουν ενδιαφέρον και επηρεάζουν τα ευρωπαϊκά και ελληνικά πράγματα. Όμως, ίσως το πιο ουσιαστικό είναι ο επιθετικός τρόπος με τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ θέτει πάλι την πολιτική στο επίκεντρο.

Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν αντιμετωπίζει τις «αγορές» ως μια υπέρτερη δύναμη που βρίσκεται πάνω και πέρα από κάθε πολιτικό έλεγχο. Ενώ επί δεκαετίες το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ και της Δύσης διακήρυσσε ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πέρα από την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς, ο Τραμπ έθεσε ως απόλυτη προτεραιότητα τους πολιτικούς του στόχους, υποτάσσοντας την οικονομία σ’ αυτούς.

Παρότι επιχειρηματίας, περιφρονεί την αντίδραση των χρηματιστηρίων και των αγορών και κινείται πολιτικά με τρόπο πιο αποφασιστικό από μεγάλο μέρος του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού. Δεν υποσχέθηκε απλώς οικονομική ανάπτυξη· υποσχέθηκε ένα συγκεκριμένο μοντέλο κοινωνικής και εθνικής προτεραιότητας. Στο πλαίσιο αυτό η οικονομία είναι εργαλείο και όχι αυθύπαρκτο δόγμα.

Η τιμή των αυγών, που συζητήθηκε πολύ κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Προεκλογικά κατηγορούσε τους Δημοκρατικούς για την ακρίβεια. Τον ίδιο όμως δεν τον ενδιαφέρει τόσο να λάβει μέτρα που θα φθηνύνουν τα αυγά στο ράφι· θέλει, πρώτα απ’ όλα, να τα γεννάνε αμερικάνικες κότες.

Απέναντι σε αυτή την καταιγιστική κινητικότητα και τις συγκρούσεις, επικοινωνιακές ή ουσιαστικές, σε εσωτερικά κι εξωτερικά μέτωπα, η Ευρώπη στέκει τουλάχιστον αμήχανη. Με μια νέα αμερικανική ηγεσία που αρνείται να ηγηθεί -τουλάχιστον με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει- οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και κυβερνήσεις δείχνουν να έχουν χάσει στόχους και προσανατολισμό.

Απαξιωμένες ηγεσίες, αποκομμένες από τις κοινωνικές πλειοψηφίες, με ατζέντες που ελάχιστα ανταποκρίνονται στις κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις, μοιάζουν περισσότερο να προσπαθούν να γαντζωθούν στην εξουσία παρά να διαμορφώσουν ένα σχέδιο για το μέλλον.

Τα πράγματα στην Ελλάδα είναι ακόμα χειρότερα. Αντί για την πνοή που πολλοί ελπίζαμε μετά την πολυετή κρίση, έχουμε μια αναιμική ανάπτυξη που κόβει τα φτερά των νέων και της κοινωνίας. Οι αντοχές των πολιτών δοκιμάζονται καθημερινά: στα νοσοκομεία, στα σχολεία, στα δικαστήρια, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε κάθε συναλλαγή με το κράτος. Ταυτόχρονα, ενώ η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά από σοβαρές προκλήσεις στην εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια, το πολιτικό σκηνικό παραμένει εύθραυστο.

Η κυβέρνηση δείχνει σημάδια εξάντλησης, η αντιπολίτευση δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας βρίσκονται σε αναμονή για κάτι καινούργιο. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σαφή μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς πιο συντηρητικές θέσεις. Αυτή η μετατόπιση δεν είναι ιδεολογική με την παραδοσιακή έννοια· πηγάζει από την κόπωση και τις απανωτές ματαιώσεις.

Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και μια διάσταση καθαρά ελληνική. Πέρα από τη γενικευμένη δυσαρέσκεια από την παγκοσμιοποίηση -η οποία διατρέχει ολόκληρο τον δυτικό κόσμο- η Ελλάδα κουβαλά ένα ιδιαίτερο φορτίο: την απογοήτευση από τη στάση συμμάχων και εταίρων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, μέχρι το μεταναστευτικό και τα ζητήματα ασφάλειας, η αίσθηση ότι η χώρα έχει αδικηθεί και βρίσκεται στο περιθώριο έχει διαποτίσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας.

Αυτή η βαθιά και πολύπλευρη δυσαρέσκεια άλλοτε εκφράζεται ως θυμός, άλλοτε ως απόσυρση. Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί πρώτη ύλη, ακατέργαστη και άμορφη, που αναζητά το καλούπι της. Μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική, αυτοκαταστροφική ή -αν υπάρξει πολιτικός λόγος ικανός να της δώσει σχήμα- δημιουργική.

Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν δεν είναι ποιος θα την εκφράσει ή θα την εκμεταλλευτεί πολιτικά· αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Κόμματα και ηγετίσκοι που απλώς δίνουν φωνή στο δημόσιο αίσθημα της στιγμής εμφανίζονται και χάνονται σαν πυροτεχνήματα. Το δύσκολο είναι ποιος θα μπορέσει να τη μετατρέψει σε θετική δύναμη, σε πολιτικό σχέδιο που θα στοχεύει σε μια μακρόπνοη και ριζική αλλαγή της λειτουργίας του κράτους και της σχέσης του με τον πολίτη.

Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η περιλάλητη «αλλαγή παραγωγικού μοντέλου» και να αποκτήσουν πραγματικό περιεχόμενο ακρωνύμια όπως το ΕΣΥ -ως Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Νομίζω ότι οι πολιτικοί μας -και όσοι φιλοδοξούν να ηγηθούν- έχουν πολλά να μάθουν από το παράδειγμα του Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς να είναι ή να γίνουν τραμπικοί. Για να υπάρξει πραγματική αλλαγή απαιτούνται πλατιές κοινωνικές συμμαχίες, ξεκάθαροι πολιτικοί στόχοι και ένα καθαρό αξιακό πλαίσιο.

Χρειάζεται η πολιτική να ξαναγίνει πρωταγωνίστρια και να τεθεί στην υπηρεσία του λαού -μιας έννοιας δυσφημισμένης και ξεχασμένης, που όμως παραμένει θεμελιώδης για τη λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.

 

* Ο Φώτης Βασιλείου είναι επίκουρος καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο