Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Αντίθετοι άνεμοι για την παγκόσμια οικονομία

Οι επιθετικές εμπορικές ενέργειες Τραμπ θα συνεχίσουν να προκαλούν αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία φέτος, αν και ο Αμερικανός πρόεδρος θα επιχειρήσει να κλείσει όσο το δυνατόν περισσότερες συμφωνίες πριν τις εκλογές. Εντείνεται ο ανταγωνισμός για τεχνολογική υπεροχή, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι της κλιματικής αλλαγής.

Αντίθετοι άνεμοι για την παγκόσμια οικονομία

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θα πιέσει για την ολοκλήρωση όσο το δυνατόν περισσότερων συμφωνιών προτού οι Αμερικανοί ψηφοφόροι αποφασίσουν, τον Νοέμβριο, αν θα επιστρέψει στο Οβάλ Γραφείο.

Σε τομείς όπου οι διαπραγματεύσεις δυσκολεύονται να σημειώσουν πρόοδο, οι ΗΠΑ μπορεί να εφαρμόσουν πιο επιθετικές πολιτικές για να ενισχύσουν το διαπραγματευτικό τους πλεονέκτημα. Όμως, αυτή η στρατηγική ενέχει τον κίνδυνο να βλάψει την εκλογική στήριξη του Τραμπ αν οι ενέργειες του Λευκού Οίκου αποδειχθεί ότι επιβαρύνουν την οικονομία των ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε να μετριάσει τη στάση των ΗΠΑ στην περίπτωση που κάποιες συνομιλίες καταρρεύσουν, ενώ η χώρα θα βρίσκεται πιο κοντά στις εκλογές.

Οι οικονομικοί αντίθετοι άνεμοι παγκοσμίως, το «κατέβασμα ταχύτητας» στις αγορές μετοχών, τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα και οι χρεοκοπίες στις Μεσοδυτικές πολιτείες και μεταξύ των Αμερικανών αγροτών, θα μετριάσουν τη διαπραγματευτική στάση των ΗΠΑ σε εμπορικά ζητήματα. Η θέση των ΗΠΑ για το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα είναι λιγότερο πιθανό να μαλακώσει καθώς η κυβέρνηση και το Κογκρέσο πιέζουν για πιο ισχυρές συμφωνίες.

Βραδεία οικονομική ανάκαμψη

Η αβεβαιότητα που έχει προκληθεί στην παγκόσμια εμπορική πολιτική από τις επιθετικές ενέργειες των ΗΠΑ θα συνεχίσει να αποτελεί βασικό «οδηγό» της οικονομικής αδυναμίας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, παρά το ότι η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-Κίνας θα προφέρει κάποια αισιοδοξία για την ανάπτυξη. Αρκετοί άλλοι πτωτικοί κίνδυνοι, που θα μπορούσαν εύκολα να πυροδοτηθούν το 2020, θα περιορίσουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.

Ενώ η Κίνα έχει καταφέρει να διαχειριστεί την οικονομική της επιβράδυνση, οι στρατηγικές που ακολουθεί για να ανταπεξέλθει εξαρτώνται από αρκετές υψηλού κινδύνου τακτικές, που εγείρουν και πάλι την πιθανότητα να βιώσει μια απότομη κάμψη, ιδιαίτερα αν ενταθεί ο εμπορικός της πόλεμος με τις ΗΠΑ. Πιθανότερο, όμως, είναι πως, ενώ η ανάπτυξη τόσο της κινεζικής, όσο και της αμερικανικής οικονομίας θα επιβραδυνθούν, ωστόσο καμία δεν θα υποστεί ξαφνική συρρίκνωση.

Η οικονομική ανάπτυξη στη Δυτική Ευρώπη θα συνεχίσει να είναι αναιμική, παραμένοντας πιθανότατα κάτω του 1% στο έτος. Ένας σημαντικός παράγοντας της αδυναμίας αυτής θα είναι τα συνεχιζόμενα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας και η απροθυμία του Βερολίνου να χρησιμοποιήσει σημαντική δημοσιονομική τόνωση για να τα αντισταθμίσει.

Δύσκολο αναμένεται να είναι το 2020 και για τις αναδυόμενες αγορές. Η Αργεντινή θα μαστίζεται από την οικονομική κρίση. Η Βραζιλία και η Ινδία θα δυσκολευτούν να υλοποιήσουν τις δομικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για να εμφανίσουν και πάλι υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης. Η τουρκική οικονομία, που στηρίζεται σε μη βιώσιμα επίπεδα μέτρων τόνωσης, μπορεί να συνεχίσει την βραδεία ανάκαμψή της, αλλά δεν αναμένεται να υπάρξει γρήγορα επιτάχυνση. Η συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική αδυναμία θα συμβάλλει στην τροφοδότηση των συνθηκών για περισσότερες μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες με οικονομική ανισότητα και αδύναμη διακυβέρνηση.

Άλλοι παράγοντες που εμποδίζουν την παγκόσμια ανάπτυξη είναι οι περιορισμοί που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες στη χρήση ισχυρών νομισματικών ή δημοσιονομικών εργαλείων προκειμένου να τονώσουν την οικονομία.

Στον αναπτυγμένο κόσμο, η χρήση της νομισματικής πολιτικής και των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων για να παραχθεί  ανάπτυξη έχει σε μεγάλο βαθμό εξαντλήσει την χρησιμότητά της. σε ορισμένες χώρες με περιθώριο για εφαρμογή δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης, όπως στη Γερμανία, οι πολιτικές αντιδράσεις πιθανότατα θα αφήσουν εκτός συζήτησης την επιλογή αυτή.

Συνεχίζονται οι εμπορικές επιθέσεις παρά τη συμφωνία με την Κίνα

Καθώς επίκειται η τελική έγκριση της Συμφωνίας ΗΠΑ-Μεξικό-Καναδά και καθώς υπάρχει αρχική συμφωνία για ένα προκαταρκτικό deal με την Κίνα, είναι ξεκάθαρο πως ο Τραμπ έχει καταστήσει την ολοκλήρωση εμπορικών συμφωνιών ως βασικό στόχο εν όψει των εκλογών του 2020.

Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι απίθανο να προχωρήσουν σε έναν πιο ολοκληρωμένο εμπορικό διακανονισμό το 2020, μετά τη συμφωνία τους για μείωση δασμών, καθώς η Κίνα είναι απίθανο να κάνει σημαντικές υποχωρήσει στις απαιτήσει των ΗΠΑ για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Όταν ολοκληρωθεί η συμφωνία της πρώτης φάσης, πιθανότατα θα παραμείνει ανέπαφη το 2020, ωστόσο οι διαφωνίες ως προς την ερμηνεία και ακόμα και μια ενδεχόμενη μικρής κλίμακας κλιμάκωση (όπως μια περιορισμένη επαναφορά δασμών) θα παραμείνουν πιθανότητα. Όμως, λόγω της επιθυμίας του Τραμπ να κάνει τη συμφωνία αυτή κεντρικό σημείο της επιτυχίας της εμπορικής πολιτικής του στις εκλογές του Νοεμβρίου, η όποια κλιμάκωση θα είναι περιορισμένη προκειμένου να μην οδηγήσει σε πλήρη ανατροπή της συμφωνίας.

Εν τω μεταξύ, οι εμπορικές διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα καθυστερήσουν λόγω διαφωνιών για τα αγροτικά προϊόντα και οι ΗΠΑ θα επιβάλουν περισσότερους δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε να βρει διάφορες δικαιολογίες για να επιβάλει δασμούς, όπως η φορολογία ψηφιακών υπηρεσιών στη Γαλλία ή οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ με τις εισαγωγές αυτοκινήτων. Αλλά συγκριτικά με τον εμπορικό πόλεμο της Ουάσινγκτον με το Πεκίνο, η εμβέλεια και η κλίμακα των νέων εμπορικών επιθέσεών της κατά της Ευρώπης, θα παραμείνουν μικρές.

Οι προσπάθειες των ΗΠΑ να "παροπλιστεί" το δευτεροβάθμιο σώμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, στερώντας του τον επαρκή αριθμό των μελών για την ακρόαση υποθέσεων διένεξης, θα εμποδίσουν τη διαδικασία των εφέσεων μέσω του μηχανισμού αυτού, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020. Οι προσπάθειες των ΗΠΑ να επιβάλουν νέες διαπραγματεύσεις για τη μεταρρύθμιση του ΠΟΕ μπορεί να αρχίσουν να αποκτούν δυναμική κατά τη διάρκεια του έτους, όμως στο μεταξύ, τα μέλη του ΠΟΕ θα προσπαθήσουν να μην σταματήσουν να κινούνται οι υποθέσεις, προχωρώντας σε τροποποίηση της διαδικασίας διακανονισμού ή βρίσκοντας εναλλακτικές.

Η ανύπαρκτη διαδικασία εφέσεων θα παρακινήσει άλλες χώρες να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ στην εφαρμογή επιθετικών και μονομερών ενεργειών στις εμπορικές διαπραγματεύσεις. Αυτό θα περιλαμβάνει μια ευρωπαϊκή «απάντηση» στους αμερικανικούς δασμούς κατά της Airbus και τη συνεχιζόμενη υπόθεση στον ΠΟΕ που αφορά στις αμερικανικές επιδοτήσεις της Boeing.

Συνεχίζεται ο ανταγωνισμός για την τεχνολογική υπεροχή

Εν μέσω του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Κίνας για τεχνολογική υπεροχή, περισσότεροι τεχνολογικοί τομείς θα χαρακτηριστούν ως προτεραιότητες εθνικής και οικονομικής ασφάλειας. Αυτός ο ανταγωνισμός θα συνεχίσει να δημιουργεί επιπλοκές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού της τεχνολογίας. Καθώς οι δημοπρασίες, οι παρουσιάσεις και η δημιουργία υποδομών για τα δίκτυα δεδομένων 5G θα επεκταθούν σημαντικά το 2020, οι ΗΠΑ πιθανότατα θα συνεχίσουν να πιέζουν την κινεζική Huawei Technologies, συνεχίζοντας να αυστηροποιούν τους εξαγωγικούς ελέγχους προκειμένου να περιορίσουν την πρόσβαση της Huawei στην αμερικανική τεχνολογία και τους προμηθευτές.

Η Ουάσινγκτον θα πιέσει επίσης τους συμμάχους της για να περιορίσουν και αυτοί την εταιρεία, απαγορεύοντας, μεταξύ άλλων τον εξοπλισμό της από τα δίκτυα 5G, ωστόσο οι προσπάθειες αυτές θα έχουν περιορισμένη μόνο επιτυχία. Αντιθέτως, οι περισσότερες χώρες θα προσπαθήσουν να κατευνάσουν την Κίνα και τις ΗΠΑ, επιτρέποντας στην Huawei να έχει πρόσβαση στα δίκτυά τους, αλλά με περιορισμένη χρήση του εξοπλισμού της στα δίκτυα εκείνα, αυξάνοντας το κόστος για την παγκόσμια ανάπτυξη του 5G.  Στο τέλος οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να λάβουν τιμωρητικά μέτρα κατά των χωρών που θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό της Huawei, κλονίζοντας ακόμα περισσότερο τις συμμαχίες των ΗΠΑ.

Η Huawei αντιπροσωπεύει μόνο μια πτυχή του εξαπλωνόμενου παγκόσμιου τεχνολογικού ανταγωνισμού που θα συνεχίσει να μαίνεται μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Το στοίχημα είναι μεγάλο: κερδίζοντας την κούρσα για την ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης νέας τεχνολογίας, ο νικητής, είτε είναι η Ουάσινγκτον, είτε είναι το Πεκίνο, θα έχει τη δυνατότητα θα αρχίσει να ορίζει από προεπιλογή τα παγκόσμια πρότυπα της τεχνολογίας εκείνης.

Κίνα, Ευρώπη και ΗΠΑ θα ενισχύσουν της εγχώριες τεχνολογικές εταιρείες τους χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο εύρος υποστηρικτικών μηχανισμών και περιορίζοντας την πρόσβαση σε ξένες επενδύσεις. Οι προσπάθειες της ΕΕ να επεκτείνει τη ρύθμιση των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών θα αυξηθούν το 2020. Ως αντίδραση, η Ουάσινγκτον θα ξεκινήσει περισσότερες έρευνες για αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά και θα μπορούσε να επιβάλει τιμωρητικά εμπορικά μέτρα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιδιώξει επίσης να αυξήσει τον έλεγχο επί των προσπαθειών των στηριζόμενων από το κράτος κινεζικών εταιρειών να αποκτήσουν ευρωπαϊκές εταιρείες σε στρατηγικούς τομείς. Οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν τις αυξημένες κυρώσεις και τους ελέγχους εξαγωγών για να περιορίσουν τον τεχνολογικό τομέα της Κίνας, ιδιαίτερα για εταιρείες που εμπλέκονται σε περιοχές όπως το Χονγκ Κονγκ και η Σινγιάνγκ, και για αυτές που εμπλέκονται στην ανάπτυξη στρατηγικών τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη.

Θα αυξηθούν οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι της κλιματικής αλλαγής

Οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις θα έρχονται όλο και περισσότερο αντιμέτωπες με τους κλιματικούς κινδύνους το 2020. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι κίνδυνοι ζημιών στις υποδομές των επιχειρήσεων, καθώς και η εταιρική ευθύνη, την απόδοση της οποίας θα επισπεύσουν κυβερνήσεις και υποστηρικτές που θεωρούν πως υπάρχει εταιρική ευθύνη για τις φυσικές καταστροφές ή τη μόλυνση που επιταχύνει την κλιματική αλλαγή.

Ένας επιπλέον κίνδυνος για τα μελλοντικά κέρδη και την επιχειρηματική ανάπτυξη μπορεί να προέλθει από τη μειούμενη χρήση ορυκτών καυσίμων, καθώς η ενεργειακή μετάβαση στις ΑΠΕ ενισχύεται και επεκτείνεται ο ρόλος των ηλεκτρικών οχημάτων, οδηγώντας μελλοντικά σε κορύφωση της ζήτησης για πετρέλαιο κάποια στιγμή τα επόμενα 20 χρόνια.

Ο πρώτος έλεγχος της προόδου των εθνικών σχεδίων και στόχων στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή θα γίνει το 2020, δείχνοντας πόσο λίγη πρόοδος έχει συντελεστεί, κάτι που πιθανότατα θα ανανεώσει τη διεθνή προσοχή στο θέμα. Η χρονιά αυτή, επίσης, πιθανότατα θα σηματοδοτήσει την επίσημη έξοδο των ΗΠΑ από τη Συμφωνία.

Πολλές χώρες δεν θα πετύχουν τους κλιματικούς τους στόχους, στο πλαίσιο της συμφωνίας. Όμως ο ακτιβισμός των πολιτών θα αυξηθεί και θα υποβληθούν περισσότερες αγωγές σε μια προσπάθεια να επιβληθεί η αλλαγή στην εθνική πολιτική για το κλίμα, πέραν των περίπου 25 χωρών που ήδη αντιμετωπίζουν νομικές προσφυγές. Οι ηγέτες των κυβερνήσεων θα αναγκαστούν να εξετάσουν πιο σοβαρά την αλλαγή συμπεριφοράς και τους οικονομικούς υπολογισμούς τους. Οι ακτιβιστές θα βάλουν επίσης στο στόχαστρο των νομικών προσφυγών τις ενεργειακές εταιρείες.

Κατά τη διάρκεια του 2020, ο κλιματικός κίνδυνος θα υπολογίζεται με μεγαλύτερη συνέπεια στη λήψη πιστωτικών αποφάσεων και στις κεφαλαιαγορές. Οι ενεργειακές εταιρείες θα συνεχίσουν να αναγκάζονται να επανεκτιμούν μελλοντικές επενδύσεις καθώς οι αλλαγές πολιτικής και οι νομικές προσφυγές θα αρχίσουν να επηρεάζουν την εξάρτηση από τις παραδοσιακές μονάδες υδρογονανθράκων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα θέσει ως προτεραιότητα τους επιθετικούς στόχους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αρχίζοντας από φέτος, καθώς θα προσπαθεί και να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία αλλά και να διατηρήσει τη θέση της Ευρώπης ως παγκόσμιας δύναμης που ορίζει τα πρότυπα στα μέτρα για το κλίμα. Η ζήτηση για ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα συνεχίσει να αυξάνεται στην Κίνα, παρά το ότι η άμεση παραγωγή και οι επιδοτήσεις των καταναλωτών θα φθίνουν.

Θα συνεχιστεί το «ξήλωμα» του ελέγχου των εξοπλιστικών

Δεν αναμένεται να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος το 2020 στην επέκταση ή την αντικατάσταση της Νέας Συνθήκης START. Οι υπεύθυνοι χάραξης της αμερικανικής πολιτικής δεν θα βρουν χρησιμότητα στη διατήρηση των συμφώνων για τον έλεγχο των εξοπλιστικών εν μέσω των εξελίξεων σε ό,τι αφορά τα στρατηγικά όπλα της Ρωσίας και την εξαίρεση της Κίνας από τις υφιστάμενες συμφωνίες. Η ασταμάτητη εξέλιξη νέων τεχνολογιών για τα στρατηγικά όπλα, που είτε δεν εμπίπτουν στους ορισμούς που χρησιμοποιούνται στις τρέχουσες συνθήκες ή μεταβάλλουν την ισορροπία που προβλέπουν οι συνθήκες αυτές, θα διαβρώσουν ακόμα περισσότερο την όποια αξία έχει απομείνει στις υφιστάμενες συνθήκες, και θα μπορούσαν να εγκαταλειφθούν ακόμα και συνθήκες που δεν αναμένεται να ανανεωθούν, όπως η Συνθήκη για τους Ανοικτούς Ουρανούς.

Η Ρωσία, ιδιαίτερα, θα συνεχίσει να δοκιμάζει νέα στρατηγικά οπλικά συστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και θα μπορούσε δυνητικά να επιταχύνει την ανάπτυξη πυραύλων μέσου βεληνεκούς τώρα που έχει εγκαταλειφθεί η Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς. Η περιοχή του Ειρηνικού θα προσφέρει το πιο άμεσο θέατρο για τη δυνητική παράταξη νέων συστημάτων καθώς αυτά θα αναπτύσσονται, στο πλαίσιο της αύξησης των δυνατοτήτων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρξει παρόμοια παράταξη από τη Ρωσία στην Ευρώπη, αν και η Ρωσία θα αντιμετώπιζε μεγαλύτερη αντίσταση από τους συμμάχους των ΗΠΑ στη Δυτική Ευρώπη. Η απροθυμία για εκτροπή πόρων από μια πιθανή συσσώρευσή τους στην περιοχή του Ειρηνικού, θα οδηγήσει τις ΗΠΑ θα θέσει σε προτεραιότητα το συγκεκριμένο θέατρο, αντί της Ευρώπης.

Μικρή η επίπτωση των μειώσεων παραγωγής του OPEC+

Οι πετρελαιοπαραγωγοί που συμμετέχουν στο συνασπισμό OPEC+ έχουν συμφωνήσει να περιορίσουν την παραγωγή ώστε το 2020 να ξεκινήσει με την ελπίδα της αποτροπής μιας μείωσης των τιμών του πετρελαίου, εν μέσω της υποτονικής ανάπτυξης της ζήτησης και της αυξανόμενης προμήθειας. Ωστόσο, οι ανακοινωθείσες μειώσεις των επιπλέον 500.000 βαρελιών ημερησίως (που φέρνουν τις συνολικές περικοπές σε 1,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως) που σχεδιάζει να εφαρμόζει ο OPEC+ πιθανότατα δεν θα οδηγήσουν σε μεγάλη απόσυρση πετρελαίου από την αγορά. Η Σαουδική Αραβία και άλλοι παραγωγοί θα συνεχίσουν να μάχονται αυτή τη δύσκολη μάχη για τη διαχείριση της αγοράς το 2020 και θα επεκτείνουν τις περικοπές παραγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ωστόσο δεν είναι πιθανό να υπάρξει κάποια δραματική περαιτέρω μείωση στην πραγματική παραγωγή.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v