Παρ’ ότι και οι δυο πλευρές πιθανότατα θέλουν να αποφύγουν γενικευμένη σύρραξη, τα πλήγματα της Ινδίας στο Πακιστάν και στο διοικούμενο από το Πακιστάν Κασμίρ και τα όσα ακολούθησαν πιθανότατα θα ωθήσουν το Ισλαμαμπάντ να προχωρήσει σε δική του απάντηση, εξέλιξη που δημιουργεί τον κίνδυνο να βρεθούμε μπροστά σε μια περίοδο περισσότερων διασυνοριακών επιθέσεων που θα αυξήσουν μια σειρά κινδύνων ασφάλειας και στις δυο χώρες.Τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Μαΐου, ο ινδικός στρατός ανακοίνωσε ότι ξεκίνησε την «Επιχείρηση Sindoor», ισχυριζόμενος ότι έπληξε εννέα τοποθεσίες που συνδέονται με επιθέσεις μαχητών στο Κασμίρ. Τέσσερις από τις τοποθεσίες φέρεται να βρίσκονταν στην ανατολική επαρχία Παντζάμπ του Πακιστάν, ενώ οι υπόλοιπες πέντε στο διοικούμενο από το Πακιστάν Κασμίρ.
Αναφορές τοπικών μέσων ενημέρωσης υποστηρίζουν ότι ο στρατός της Ινδίας χρησιμοποίησε εναέρια μέσα για να αναπτύξει όπλα stand-off, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων κρουζ SCALP/Storm Shadow και έξυπνων πυραύλων AASM HAMMER, καθώς και περιφερόμενα πυρομαχικά (loitering munitions) για να στοχεύσει υποτιθέμενες υποδομές μαχητών.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ινδίας Βίκραμ Μίσρι χαρακτήρισε τα πλήγματα ως «προληπτικά και για προφύλαξη», λέγοντας ότι το Νέο Δελχί ενήργησε ως απάντηση στις πληροφορίες που είχε συλλέξει και οι οποίες έδειχναν ότι επίκεινται περαιτέρω επιθέσεις μαχητών κατά της Ινδίας.
Το Ισλαμαμπάντ αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του Νέου Δελχί, λέγοντας ότι η Ινδία στόχευσε συνολικά μόνο έξι τοποθεσίες, καμία από τις οποίες δεν ήταν στρατόπεδο μαχητών, και προσθέτοντας ότι από τα πλήγματα σκοτώθηκαν τουλάχιστον 26 άμαχοι και τραυματίστηκαν άλλοι 46 περίπου.
Ο Πακιστανός πρωθυπουργός Σεχμπάζ Σαρίφ χαρακτήρισε τα πλήγματα της Ινδίας ως «πράξη πολέμου» που ώθησε το Πακιστάν να αναλάβει μια συνεχιζόμενη «ισχυρή απάντηση» και το Ισλαμαμπάντ υποστηρίζει ότι τα αντίποινά του περιελάμβαναν την κατάρριψη πέντε ινδικών μαχητικών αεροσκαφών που συμμετείχαν στην επιχείρηση της 7ης Μαΐου.
Η Ινδία δεν έχει επιβεβαιώσει την υποτιθέμενη κατάρριψη των αεροσκαφών από το Πακιστάν, αλλά τοπικές κυβερνητικές πηγές στο υπό ινδική διοίκηση Κασμίρ ανέφεραν ότι τρία ινδικά μαχητικά συνετρίβησαν σε διάφορα σημεία της περιοχής.
* Παράλληλα με τις τοποθεσίες στο υπό πακιστανική διοίκηση Κασμίρ, ινδικά μέσα ενημέρωσης αναφέρουν ότι ο ινδικός στρατός στόχευσε διάφορα στρατόπεδα τρομοκρατών στην επαρχία Παντζάμπ του Πακιστάν.

Τα πλήγματα της Ινδίας ως αντίποινα για τις επιθέσεις ανταρτών στις 22 Απριλίου στο διοικούμενο από την Ινδία Κασμίρ ήταν από τα βαθύτερα στο έδαφος του Πακιστάν που έχει πραγματοποιήσει ο στρατός της χώρας εδώ και χρόνια, αλλά επίσης φαίνεται πως σκοπό είχαν να είναι μετρημένα.
Ο στρατός της Ινδίας είχε πραγματοποιήσει στο παρελθόν πλήγματα κατά του Πακιστάν το 2019 και το 2016 μετά από μεγάλες επιθέσεις μαχητών στο Κασμίρ. Ωστόσο, η πιο εκτεταμένη γεωγραφικά και σοβαρή αντίδραση της Ινδίας στην επίθεση της 22ας Απριλίου υπογραμμίζει τη μεγαλύτερη σοβαρότητα με την οποία αντιλαμβάνεται την τελευταία επίθεση, η οποία σκότωσε πάνω από 20 αμάχους, σηματοδοτώντας μία από τις πιο θανατηφόρες επιθέσεις μαχητών με στόχο αμάχους στην Ινδία εδώ και χρόνια.
Αν και η Ινδία έχει κατηγορήσει το Ισλαμαμπάντ για συνενοχή στην επίθεση της 22ας Απριλίου, η κατηγορία αυτή φαίνεται να βασίζεται περισσότερο στη γενική υποστήριξη του Πακιστάν προς τους μαχητές του Κασμίρ παρά σε αποδείξεις άμεσης εμπλοκής του Ισλαμαμπάντ, τις οποίες το Νέο Δελχί δεν έχει ακόμη δημοσιοποιήσει.
Ενώ υποκινείται επίσης από την ευρύτερα εκφρασμένη επιθυμία του Νέου Δελχί να περιορίσει την περαιτέρω κλιμάκωση, η επιλογή της Ινδίας να στοχεύσει συγκεκριμένα φερόμενα στρατόπεδα μαχητών στα αντίποινά της, μαζί με την έμφαση που έδωσε στο ότι απέφυγε να στοχεύσει τον στρατό του Πακιστάν, μπορεί να υποστηρίξει περαιτέρω την ιδέα ότι το Νέο Δελχί πιστεύει ότι το Ισλαμαμπάντ έχει αδύναμες μόνο διασυνδέσεις με την επίθεση της 22ας Απριλίου.
Στις 26 Απριλίου, το Πακιστάν ζήτησε να διεξαχθεί ουδέτερη έρευνα για την επίθεση της 22ας Απριλίου, απορρίπτοντας τις κατηγορίες της Ινδίας για εμπλοκή και εκφράζοντας την προθυμία του να συνεργαστεί προς το συμφέρον της ειρήνης.
Το Πακιστάν πολύ πιθανόν να προβεί σε αντίποινα για τα πλήγματα της Ινδίας και ίσως προβεί σε ενέργειες πέραν του Κασμίρ που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω διασυνοριακές επιθέσεις τις επόμενες ημέρες· ωστόσο, οι δυο χώρες πιθανόν θα κρατήσουν η διάρκεια και ένταση των περαιτέρω ανταλλαγών χαμηλότερα του ορίου που θα προκαλούσε μια μεγαλύτερη και παρατεταμένη αντιπαράθεση.
Η μεγαλύτερη σοβαρότητα και γεωγραφική έκταση των ινδικών πληγμάτων, σε συνδυασμό με την ισχυρή εσωτερική πίεση στο Ισλαμαμπάντ να επιδείξει τη δική του ισχύ και αποφασιστικότητα, σημαίνει ότι το Πακιστάν είναι πολύ πιθανό να προβεί στα δικά του αντίποινα ως απάντηση στα χτυπήματα.
Αν και το Πακιστάν δήλωσε ότι τα αντίποινά του ήταν ήδη σε εξέλιξη και περιλάμβαναν την υποτιθέμενη κατάρριψη πέντε ινδικών αεροσκαφών, εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το Ισλαμαμπάντ να επιδιώξει μια πιο διακριτή, ξεχωριστή απάντηση τις επόμενες ημέρες και ενδεχομένως εβδομάδες, ιδίως αν το Πακιστάν πιστεύει ότι τα αντίποινά του έχουν αποδειχθεί μέχρι στιγμής ανεπαρκή.
Μια τέτοια απάντηση θα περιλαμβάνει πιθανότατα τη στόχευση από τον στρατό του Πακιστάν ινδικών στρατιωτικών θέσεων κατά μήκος των συνόρων των δύο χωρών στην περιοχή του Κασμίρ με πυροβολικό, πυρά μικρών όπλων και ενδεχομένως αεροπορικές επιδρομές.
Τούτου λεχθέντος, η ευρύτερη γεωγραφική εμβέλεια των χτυπημάτων της Ινδίας μπορεί να αναγκάσει το Πακιστάν να στοχεύσει ομοίως ινδικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις πέραν της περιοχής του Κασμίρ, όπως εκείνες στα δυτικά ινδικά κρατίδια κοντά στα πακιστανικά σύνορα.
Αυτές οι τοποθεσίες θα είναι πιθανότατα στρατιωτικά μέσα χαμηλότερου επιπέδου που είναι λιγότερο σημαντικά από στρατηγικής άποψης για την Ινδία, όπως αποθήκες πυρομαχικών, αεροδρόμια και προωθημένες επιχειρησιακές βάσεις, η στοχοποίηση των οποίων θα επέτρεπε στο Πακιστάν να διαταράξει τις ινδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις χωρίς να αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο μιας οξύτερης και σοβαρότερης κλιμάκωσης.
Ενώ τέτοιες επιθέσεις θα εξακολουθούσαν να ενέχουν την πιθανότητα να προκαλέσουν μια πιο έντονη ή και παρατεταμένη σύγκρουση, και οι δύο πλευρές έχουν μεταφέρει την επιθυμία να αποφευχθεί ένας γενικευμένος πόλεμος, ο οποίος θα αποδεικνυόταν δαπανηρός και για τις δύο χώρες, αλλά κυρίως για το Πακιστάν, το οποίο αντιμετωπίζει μεγαλύτερες οικονομικές προκλήσεις, παράλληλα με μια κρίση ασφαλείας που τροφοδοτείται από τους ανεξέλεγκτους μαχητές στις δυτικές επαρχίες του.
Πράγματι, το Νέο Δελχί τόνισε ότι τα χτυπήματα της 7ης Μαΐου ήταν «εστιασμένα, μετρημένα και μη κλιμακούμενα», ενώ Πακιστανοί αξιωματούχοι του τομέα της άμυνας δήλωσαν ότι το Πακιστάν «προσπαθεί να αποφύγει» τον ολοκληρωτικό πόλεμο και ότι θα πλήξει μόνο στρατιωτικούς και όχι πολιτικούς στόχους.
Οι δηλώσεις αυτές, παράλληλα με το κόστος που θα συνεπαγόταν μια γενικευμένη σύρραξη, υποδηλώνουν ότι θα εξακολουθήσουν να ασκούνται πιέσεις και στις δύο πλευρές να περιορίσουν τη διάρκεια, την ένταση και το πεδίο οποιασδήποτε περαιτέρω ανταλλαγής - ιδίως δεδομένου ότι άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, θα συνεχίσουν να πιέζουν το Ισλαμαμπάντ και το Νέο Δελχί να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση.
Το ιστορικό προηγούμενο
Οι προηγούμενες αναζωπυρώσεις των εντάσεων Ινδίας-Πακιστάν το 2019 και το 2016 τελικά αποκλιμακώθηκαν εβδομάδες μετά το ξέσπασμά τους, παρά τις αρχικές διασυνοριακές επιθέσεις και από τις δύο πλευρές. Πιο συγκεκριμένα, οι συγκρούσεις του 2019 περιλάμβαναν μια αερομαχία μεταξύ ινδικών και πακιστανικών πολεμικών αεροσκαφών που είχε ως αποτέλεσμα το Πακιστάν να καταρρίψει ένα ινδικό μαχητικό αεροσκάφος και να πάρει όμηρο τον πιλότο του.
Το Πακιστάν απελευθέρωσε τον αιχμάλωτο Ινδό πιλότο ημέρες αργότερα, χαρακτηρίζοντας την κίνηση αυτή ως χειρονομία ειρήνης. Αυτές οι ενδεχόμενες αποκλιμακώσεις υπογραμμίζουν την ιστορική αποφυγή της ολοκληρωτικής σύγκρουσης και από τις δύο πλευρές, πιθανότατα σε μεγάλο βαθμό λόγω της αμοιβαίας επιθυμίας να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη κλιμάκωση μεταξύ των δύο πυρηνικά εξοπλισμένων χωρών.
Πέρα από τη θέση και τη σημασία των τοποθεσιών που μπορεί να στοχεύσουν η Ινδία και το Πακιστάν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ανταλλαγή, τα είδη των πυρομαχικών που χρησιμοποιούν οι δύο χώρες θα καθορίσουν επίσης τους κινδύνους πρόκλησης ενός γενικευμένου πολέμου.
Η χρήση βαλλιστικών πυραύλων, για παράδειγμα, θα έδειχνε ιδιαίτερη κλιμάκωση, δεδομένης της δυνατότητάς τους να εξοπλιστούν είτε με συμβατικές είτε με πυρηνικές κεφαλές, τροφοδοτώντας μια μεγαλύτερη πιθανότητα λανθασμένου υπολογισμού και ξεκάθαρου πολέμου.
Οι περαιτέρω ανταλλαγές θα απειλήσουν την προσωπική ασφάλεια και θα διαταράξουν τα ταξίδια και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στην περιοχή του Κασμίρ και ενδεχομένως πέραν αυτής, μαζί με αυξημένες απειλές για εθνικιστικές ταραχές, επιθέσεις μαχητών και δραστηριότητα στον κυβερνοχώρο τόσο στην Ινδία, όσο και στο Πακιστάν.
Η κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν θα αυξήσει επίσης σημαντικά τον κίνδυνο εθνικιστικών διαδηλώσεων και στις δύο χώρες, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, οι οποίες μπορεί να γίνουν βίαιες και να προκαλέσουν περαιτέρω τοπικές διαταραχές στα ταξίδια και την επιχειρηματική συνέχεια.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επίσης πιθανή η βία με στόχο τους μουσουλμάνους στην Ινδία ή και τους ινδουιστές στο Πακιστάν, γεγονός που θα αυξήσει την πιθανότητα επιθέσεων μαχητών, με τους ισλαμιστές εξτρεμιστές να επιδιώκουν ενδεχομένως να πραγματοποιήσουν επιθέσεις στην Ινδία και διάφορους μαχητές στο Πακιστάν να εκμεταλλεύονται ενδεχομένως την εστίαση των δυνάμεων ασφαλείας στην Ινδία για να πραγματοποιήσουν επιθέσεις στις δυσαρεστημένες δυτικές επαρχίες του Πακιστάν.
Κυβερνοεπιθέσεις
Επιπλέον, οι συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν, μαζί με την επακόλουθη αύξηση του εθνικιστικού συναισθήματος, θα οδηγήσουν πιθανότατα σε πιο συχνή και δυνητικά σοβαρή δραστηριότητα κυβερνοαπειλών από φορείς που συνδέονται με το κράτος και από ακτιβιστές.
Αν και μεγάλο μέρος αυτής της δραστηριότητας θα είναι σχετικά απλοϊκή, με κατανεμημένη άρνηση παροχής υπηρεσιών και επιθέσεις παραποίησης ιστότοπων με στόχο κυβερνητικές οντότητες, αν υπάρξει πιο σοβαρή δράση θα αναγκαστούν πιθανώς οι φορείς απειλών να επιχειρήσουν πιο αποδιοργανωτικές κυβερνοεπιθέσεις, ενδεχομένως κατά υποδομών ζωτικής σημασίας, για να υποστηρίξουν οποιαδήποτε πλευρά.
Σε προηγούμενες κρίσεις, οι περισσότερες δραστηριότητες κυβερνοαπειλών που συνδέονται με την Ινδία και το Πακιστάν επικεντρώνονταν στην κυβερνοκατασκοπεία και συνήθως συνίσταντο σε λιγότερο εξελιγμένες τακτικές όπως οι κοινωνικοί μηχανισμοί. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, τόσο το Νέο Δελχί όσο και το Ισλαμαμπάντ έχουν επίσης πιθανότατα επενδύσει σε πιο διασπαστικές ικανότητες που θα μπορούσαν να αναδυθούν εάν οι εντάσεις επιδεινωθούν τις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες.
Για παράδειγμα, οι υποστηριζόμενες από το κράτος και ενδεχομένως ακόμη και ανεξάρτητες ομάδες ακτιβιστών και στις δύο χώρες θα μπορούσαν να στοχεύσουν σε κρίσιμες υποδομές μέσω της ανάπτυξης κακόβουλου λογισμικού data wiper ή κακόβουλου λογισμικού για βιομηχανικά συστήματα ελέγχου.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, η επιτυχής παραβίαση και η κρυπτογράφηση ή καταστροφή δεδομένων, παράλληλα με πιθανές διαταραχές στις αυτοματοποιημένες επιχειρησιακές τεχνολογικές διαδικασίες, θα μπορούσε να προκαλέσει τοπικές διακοπές σε κρίσιμες υπηρεσίες, όπως το νερό, η ηλεκτρική ενέργεια ή το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και στις δύο χώρες, ακόμη και οι τοπικές ή βραχύβιες διαταραχές αυτών των υπηρεσιών θα μπορούσαν να έχουν δευτερογενείς επιπτώσεις για τις πολυεθνικές, οι οποίες μπορεί να αναγκαστούν να κλείσουν τις θυγατρικές τους ή να μειώσουν το ωράριο εργασίας ανάλογα με τη σοβαρότητα των διαταραχών.