Αντώνης Ζαΐρης: Πού θα κριθεί η μάχη κατά της ακρίβειας

Γιατί η ελληνική αγορά είναι ακριβότερη από την Ευρώπη. Πώς επιδρούν τα κυβερνητικά μέτρα, οι προοπτικές των εμπορικών επιχειρήσεων. Συνέντευξη του αναπληρωτή αντιπροέδρου του ΣΕΛΠΕ στην Ειδική Εκδοση Turning Points του Euro2day.gr και των New York Times.

Αντώνης Ζαΐρης: Πού θα κριθεί η μάχη κατά της ακρίβειας

Τις αιτίες που οδηγούν στην παρατεταμένη ακρίβεια αναλύει ο Αντώνης Ζαΐρης, Αναπληρωτής Αντιπρόεδρος ΣEΛΠΕ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων & Λιανικής Πώλησης Ελλάδος), Καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων. Ακόμα, αναφέρεται στην ανάγκη παρέμβασης ως προς τη λειτουργία του ανταγωνισμού, κρίνει τα κυβερνητικά μέτρα κατά της ακρίβειας και σκιαγραφεί τόσο τις τάσεις της ζήτησης, όσο και τις προοπτικές των ελληνικών εμπορικών επιχειρήσεων στο σύγχρονο περιβάλλον.

Γιατί η ακρίβεια επιμένει και πώς επηρεάζει την κατανάλωση;

Η ακρίβεια που ταλαιπωρεί ολόκληρη την Ευρώπη, άρα και την Ελλάδα, προέρχεται από τον επίμονο πληθωρισμό. Μετά την πανδημία εκτιμήθηκε πως η επανεκκίνηση της οικονομίας και οι επιδοματικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν θα εκτόξευαν τη ζήτηση, οδηγώντας έτσι την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε αυξήσεις επιτοκίων, προκειμένου να αποφευχθεί η υπερθέρμανση στην αγορά και να συγκρατηθεί η ζήτηση. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η επιλογή ήταν λανθασμένη, καθώς η ζήτηση παρέμεινε ανεπηρέαστη αφού αφορούσε ανελαστικά προϊόντα για τον καταναλωτή, π.χ. τρόφιμα, ενέργεια. Αντιθέτως, ο πληθωρισμός προέκυπτε και από την προσφορά, δηλαδή την εκτόξευση της τιμής των α΄ υλών, που μεταφέρθηκε βεβαίως σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Πέραν αυτού, οι διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας περιόδου -από τους πολέμους έως την κλιματική αλλαγή- επηρέασαν δραστικά το κόστος ενέργειας, μεταφορών και πρωτογενούς παραγωγής. Η εφοδιαστική αλυσίδα διαταράχθηκε δημιουργώντας πιέσεις στη βιομηχανία και αναπόδραστα και στο εμπόριο, οι οποίες δεν έχουν εξισορροπηθεί.

Πέραν της συγκυρίας και των διεθνών συνθηκών, έχει επισημανθεί πολλές φορές ότι η ελληνική αγορά είναι ακριβότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Πού αποδίδετε αυτή την εικόνα;

Είμαστε μια μικρή, ρηχή αγορά με έλλειμμα ανταγωνιστικότητας σε σειρά προϊόντων και υπηρεσιών. Θα αναφέρω την πάγια συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής του υπάρχοντος μοντέλου που διατηρεί τη χώρα εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Χρειάζεται να δοθεί έμφαση στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και να τονωθεί η εξωστρέφεια της οικονομίας. Πρέπει να προβάλλουμε ελληνικά προϊόντα που μπορούν να αναμετρηθούν με τον διεθνή ανταγωνισμό. Εδώ υπάρχει καθυστέρηση και δεν έχει δοθεί έμφαση σε hitech υψηλής εξειδίκευσης προϊόντα ή προϊόντα του πρωτογενούς τομέα. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι διαρθρωτικές αδυναμίες που καθιστούν την εγχώρια παραγωγή ακριβή και μη ανταγωνιστική.

Θα πρέπει, ωστόσο, να λάβουμε υπόψη και κάποιες άλλες παραμέτρους κόστους που επηρεάζουν τις τιμές στην ελληνική αγορά. Κατ’ αρχάς η γεωγραφική ιδιαιτερότητα και η νησιωτική διάρθρωση, που επιβάλλει μεγάλο κόστος για τη μετακίνηση των προϊόντων. Επιπρόσθετα, το ενεργειακό κόστος, που είναι ήδη υψηλό στην Ελλάδα και αναμένεται να επηρεαστεί περαιτέρω στο πλαίσιο της «πράσινης» μετάβασης. Είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν σαφώς το κόστος προϊόντων και τη λειτουργία των επιχειρήσεων.

Τέλος, έχουμε και έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρώπη, τόσο στα τρόφιμα όσο και σε άλλα ανελαστικά είδη κατανάλωσης. Στο πλαίσιο της προσπάθειας για την καταπολέμηση της ακρίβειας, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα περιθώρια μείωσης του ΦΠΑ, τουλάχιστον για κάποιες βασικές κατηγορίες προϊόντων.

Ωστόσο, ο ανταγωνισμός λειτουργεί στην Ελλάδα;

Θα μπορούσε να λειτουργεί καλύτερα. Πάντα μετά από περιόδους κρίσης εμφανίζονται περιπτώσεις ολιγοπωλίων, ωστόσο υπάρχουν εποπτικά όργανα, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού που παρακολουθεί τη λειτουργία της αγοράς. Να σημειώσω, ωστόσο, ότι στο εγχώριο λιανικό εμπόριο υπάρχουν επιλογές για προϊόντα διαφόρων τιμολογιακών επιπέδων, γεγονός που καθιστά τον καταναλωτή τελικό ρυθμιστή του ανταγωνισμού.

Άρα εκτιμάτε πως τα μέτρα κατά της ακρίβειας που έλαβε το υπουργείο Ανάπτυξης θα φέρουν αποτελέσματα;

Προφανώς σ’ ένα περιβάλλον ακρίβειας έπρεπε από πλευράς κυβέρνησης να στηριχθεί το εισόδημα, τόσο με προγράμματα επιδότησης όσο και με πρωτοβουλίες μείωσης τιμών. Ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων & Λιανικής Πώλησης Ελλάδος (ΣEΛΠΕ) αγκάλιασε τις πρωτοβουλίες αυτές, όπως για παράδειγμα τη θέσπιση του «καλαθιού» για διάφορες κατηγορίες προϊόντων. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, οι περιορισμοί στο περιθώριο κέρδους για ευρεία γκάμα προϊόντων ή η παρότρυνση για μόνιμη μείωση τιμών δεν θα φέρει την επιθυμητή αποκλιμάκωση. Χρειάζεται παρέμβαση πριν το προϊόν φθάσει στο ράφι, ώστε να ελεγχθεί ολόκληρη η αλυσίδα, τουλάχιστον για τις κατηγορίες προϊόντων ανελαστικής κατανάλωσης.

«Οι περιορισμοί στο περιθώριο κέρδους για ευρεία γκάμα προϊόντων ή η παρότρυνση για μόνιμη μείωση τιμών δεν θα φέρει την επιθυμητή αποκλιμάκωση. Χρειάζεται παρέμβαση πριν το προϊόν φθάσει στο ράφι, ώστε να ελεγχθεί ολόκληρη η αλυσίδα, τουλάχιστον για τις κατηγορίες προϊόντων ανελαστικής κατανάλωσης».

Τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν τόσο σε λιανεμπορικές επιχειρήσεις, όσο και σε προμηθεύτριες εταιρείες το τελευταίο διάστημα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση;

Ασφαλώς πρέπει να ελέγχονται οι εταιρείες για τυχόν παραβατικότητα και να τιμωρούνται εφόσον αυτή διαπιστωθεί. Εξάλλου αυτό ευνοεί, πέρα από τον καταναλωτή, και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Υπάρχει, ωστόσο, ποιοτική διαφορά. Είναι άλλο να μην έχεις τοποθετήσει σωστά το sticker τιμής και άλλο να παραπλανάς τον καταναλωτή σκοπίμως. Θα πρέπει να υπάρξουν κάποιες διαφοροποιήσεις στην επιβολή προστίμων, τα οποία δεν μπορεί να είναι εξαντλητικά. Θα πρέπει να κρίνεται το είδος της παράβασης.

Παραμένοντας στο ζήτημα της ακρίβειας, εκτιμάτε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια απορρόφησης των ανατιμήσεων από τις επιχειρήσεις;

Είναι απαραίτητο κάθε επιχείρηση να χαράσσει και να αναπροσαρμόζει τη στρατηγική της σε δύσκολες περιόδους κρίσης. Δεν είναι μόνο ζήτημα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, αλλά και επιβίωσης, καθώς ο ανταγωνισμός και οι απαιτήσεις του καταναλωτή θα «τιμωρήσουν» τον ανακόλουθο. Μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό λιανεμπόριο έχει ξεπεράσει διάφορες κρίσεις κατά καιρούς εξαιτίας της προσαρμοστικότητάς του. Εξάλλου, καμιά επιχείρηση δεν ευνοείται από τον πληθωριστικό τζίρο, αντιθέτως επιθυμεί την υγιή ανάπτυξη της ζήτησης.

Παρά την ακρίβεια, τα στοιχεία αποδεικνύουν πως η κατανάλωση δεν έχει υποχωρήσει. Θεωρείτε ότι πρόκειται για ένδειξη πραγματικής ζήτησης;

Όντως, το 2022, με βάση επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο κύκλος εργασιών στο λιανεμπόριο διαμορφώθηκε στα 63,7 δισ., ενώ το 2023 έκλεισε στα 68,14 δισ. ευρώ. Εκτιμώ πως ένα μέρος αυτού του τζίρου ενσωματώνει και τις ανατιμήσεις και δεν συμπίπτει με αντίστοιχη αύξηση του όγκου πωλήσεων. Ωστόσο, σημαντικό ρόλο στην εγχώρια κατανάλωση παίζουν και οι τουριστικές ροές, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα αυξημένες πέρσι. Δεν παραβλέπω, βεβαίως, και το σκέλος της «μαύρης οικονομίας» ή της κατανάλωσης από υψηλά εισοδήματα που μπορούν να «αντικρούσουν» την ακρίβεια, συντηρώντας εν μέρει και τις υψηλές τιμές.

Πώς διαμορφώνεται σήμερα η εικόνα στο εγχώριο λιανικό εμπόριο; Υπάρχουν περιθώρια νέας συγκέντρωσης;

H τάση υπέρ των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων είναι σαφής, όπως εξάλλου συμβαίνει παγκοσμίως. Οι αλυσίδες - μέλη του ΣEΛΠΕ αναπτύσσονται σημαντικά, ενώ προσελκύουν και το επενδυτικό ενδιαφέρον όπως είδαμε από τις συμφωνίες εξαγορών της τελευταίας περιόδου. Ασφαλώς υπάρχει κινητικότητα και στο μεσαίο και μικρό μέγεθος των ανεξάρτητων εμπορικών επιχειρήσεων, ωστόσο η κρίση δεν ευνόησε τη συγκέντρωση και την ισχυροποίηση, παρότι το ανέμενα. Υπάρχει βέβαια και ένα μέρος της αγοράς θνησιγενές, που προέρχεται από την επιχειρηματικότητα της «αμηχανίας» και απόγνωσης, αφού χωρίς απτό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ο κύκλος ζωής αυτής της κατηγορίας των επιχειρήσεων είναι μικρός.

Το ηλεκτρονικό κανάλι πωλήσεων έχει πλήξει το εγχώριο λιανεμπόριο;

Κάθε άλλο, θα έλεγα ότι έχει βοηθήσει. Κατ’ αρχάς παρέχει ένα σημαντικό εργαλείο σύγκρισης τιμών στον καταναλωτή, ενώ ταυτόχρονα του προσφέρει πολλές εναλλακτικές επιλογές. Μετά την περίοδο των πανδημικών περιορισμών, το ψηφιακό κανάλι πωλήσεων έχει ισορροπήσει πέριξ του 10%-12% των πωλήσεων, ωστόσο θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, υποστηριζόμενο ιδίως από τις νέες γενιές καταναλωτών. Οι ελληνικές επιχειρήσεις επένδυσαν στη δημιουργία ηλεκτρονικών καταστημάτων, αλλά και σε συστήματα logistics, δημιουργώντας έτσι ένα πολύ αποδοτικό και προσοδοφόρο πολυκαναναλικό μοντέλο. Όμως, και το φυσικό κατάστημα έχει μέλλον, καθώς προσφέρει καταναλωτική εμπειρία και ατμόσφαιρα που δεν υποκαθίσταται. Εκτιμώ πως και οι δύο χώροι -ηλεκτρονικός και φυσικός- θα αλληλοσυμπληρώνονται και θα αναπτύσσονται παράλληλα. Παρατηρούμε ήδη την επιτυχία των μεγάλων εμπορικών κέντρων και των bigboxes, των μεγάλων αλυσίδων hard discount, αλλά και την ανθεκτικότητα των μικρών εμπορικών καταστημάτων που έχουν δημιουργήσει δυνατές σχέσεις με την τοπική κατανάλωση.

Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει το σύγχρονο λιανεμπόριο στην οικονομική ανάπτυξη;

Αναφέρθηκα στην ανάγκη αλλαγής του εσωστρεφούς μοντέλου της χώρας και προφανώς μια οικονομία δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στην κατανάλωση. Όμως, το λιανεμπόριο είναι μεγάλος εργοδότης, απορροφώντας το 17,4% της απασχόλησης, ενώ συνεισφέρει στο 16% του ΑΕΠ. Είναι δε λίγο… «αδικημένος» κλάδος στην αντίληψη των ανθρώπων όσον αφορά την επαγγελματική σταδιοδρομία. Σήμερα υπάρχει σοβαρή έλλειψη προσωπικού, η οποία δεν νομίζω ότι σχετίζεται μόνο με τις αμοιβές, αλλά και με την αντίληψη πως η εργασία στο λιανεμπόριο δεν δημιουργεί προϋποθέσεις καριέρας. Σ’ αυτόν τον τομέα χρειάζεται επένδυση και από τις επιχειρήσεις για να προσελκύσουν εργαζομένους. Το εμπόριο είναι ζωντανός και πολυσύνθετος οικονομικός κλάδος, που μπορεί να προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες καριέρας και επαγγελματικής ανέλιξης.

Τα στοιχεία δείχνουν πως βρισκόμαστε σε φάση ανάπτυξης. Πώς εκτιμάτε ότι θα αποτυπωθεί αυτό στην πραγματική οικονομία και στην αγορά;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η οικονομία βελτιώθηκε και προσβλέπει σε περαιτέρω ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, παραμένουν ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως η έλλειψη προσωπικού, που εντέλει δημιουργεί πρόβλημα παραγωγικότητας. Επίσης, χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, ώστε να απελευθερωθούν οι υγιείς δυνάμεις της εγχώριας παραγωγής. Εκτιμώ δε πως χρειάζονται κινήσεις και σε επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης. Επιπλέον, θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το «δώρο» των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, για να δημιουργήσουμε πολλαπλασιαστικά οφέλη που θα διαχυθούν σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Κι όλα τα παραπάνω, βέβαια, υπό το πρίσμα μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον συσσωρεύονται σημαντικές πληρωμές του δημόσιου χρέους.

Πέννυ Κούτρα [email protected]

v