Tο 2026 βρίσκει τις ελληνικές τράπεζες σε µια θέση που θα φάνταζε, πριν από λίγα χρόνια, σχεδόν αδιανόητη. Το αφήγηµα της εξυγίανσης έχει κλείσει οριστικά και στη θέση του κυριαρχεί πλέον η συζήτηση για την ανάπτυξη, την αξιοποίηση των κεφαλαιακών πλεονασµάτων και τη σύγκλιση των αποτιµήσεων µε την υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι εκθέσεις των μεγάλων διεθνών οίκων συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα: ο κλάδος μπαίνει στο νέο έτος με ισχυρά θεμελιώδη, σαφή στρατηγική και μετοχές που παραμένουν στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Στο σκέλος της αποτίμησης, οι εκθέσεις συγκλίνουν στο ότι οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές έχουν ήδη καταγράψει σημαντική άνοδο, χωρίς ωστόσο να έχει εξαλειφθεί το discount έναντι των ευρωπαϊκών ομοειδών τους.
Το σημείο εκκίνησης του 2026 βρίσκει με τον κλάδο να τελεί υπό διαπραγμάτευση περίπου στις 7,5 φορές τα κέρδη του 2027 και στις 1,1 φορές τα ενσώματα ίδια κεφάλαια, όταν οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης κινούνται σε 10,1 φορές P/E και 1,5 φορές P/TBV, με παρόμοια επίπεδα κερδοφορίας.
Στις αποτιμήσεις ξεχωρίζει η Εθνική Τράπεζα, η οποία αποτιμάται σε περίπου 8,5 φορές τα κέρδη του 2027 και 1,3 φορές P/TBV, με την αποτίμηση να συνδέεται με την προοπτική των αυξημένων διανομών. Η Eurobank χαρακτηρίζεται ως το πιο «φθηνό ποιοτικό» όνομα, με αποτίμηση 7,1 φορές P/E 2027, ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς η Morgan αναφέρει αποτίμηση 6,9 φορές P/E 2027. Για την Alpha Bank, η έμφαση δίνεται στην αποτίμηση 0,9 φορές P/TBV, επίπεδο που, κατά την έκθεση, αντανακλά επιφυλακτικότητα της αγοράς παρά τη βελτίωση της λειτουργικής εικόνας.
Η Jefferies επισημαίνει ότι, παρά το γεγονός πως η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει τον υψηλότερο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης στην Ευρώπη, η επόμενη φάση ανάπτυξης δεν περιορίζεται στα νέα δάνεια. Στο προσκήνιο έρχεται η επαναγορά δανείων που σήμερα διαχειρίζονται οι εταιρείες εξυπηρέτησης απαιτήσεων. Η αγορά αυτή, αν και δεν αλλάζει τον βασικό κορμό του επενδυτικού αφηγήματος, λειτουργεί ως συμπληρωματική επιλογή αξιοποίησης πλεονάζοντος κεφαλαίου. Από τα περίπου 80 δισ. ευρώ δανείων υπό διαχείριση, μόνο 10-20 δισ. ευρώ θεωρούνται δυνητικά αξιοποιήσιμα, καθώς οι εποπτικές αρχές απαιτούν αυστηρή τεκμηρίωση ποιότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Jefferies θεωρεί ότι η Εθνική Τράπεζα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω κεφαλαίων και εσωτερικών δυνατοτήτων διαχείρισης. Ο οίκος διατηρεί συστάσεις «αγορά» και για τις τέσσερις συστημικές, με τιμές στόχους 15,50 ευρώ για την Εθνική, 4,15 ευρώ για την Αlpha Bank , 4,25 ευρώ για τη Eurobank και 8,60 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς.
Η Autonomous Research βλέπει το 2026 ως χρονιά μετάβασης, όπου η ισχυρή μακροοικονομική βάση της χώρας -επενδυτική βαθμίδα, χαμηλά spreads και υψηλή συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος- επιτρέπει την αποτελεσματική απορρόφηση της πιστωτικής ζήτησης.
Ο οίκος αναβαθμίζει την σύσταση για την Εθνική Τράπεζα σε Outperform, με τιμή στόχο τα 15,8 ευρώ, αναδεικνύοντας κεφαλαιακό πλεόνασμα σχεδόν 2 δισ. ευρώ και αυξημένες εκτιμήσεις για payout στο 70% το 2025 και 80% το 2026. Η Eurobank παραμένει η προτιμώμενη επιλογή της Autonomous, με σύσταση Outperform και τιμή στόχο τα 4,5 ευρώ, χάρη στη διεθνή παρουσία και την ισχυρή παραγωγή προμηθειών. Για την Τράπεζα Πειραιώς, η σύσταση είναι Neutral με τιμή στόχο τα 7,8 ευρώ, ενώ η Αlpha Bank διατηρεί αξιολόγηση Underperform και τιμή στόχο τα 3,1 ευρώ.
Στο λειτουργικό σκέλος, η Autonomous εκτιμά ότι το 2026 οι ελληνικές τράπεζες θα διατηρήσουν ρυθμούς αύξησης δανείων υψηλού μονοψήφιου ποσοστού, στηρίζοντας την επιστροφή των καθαρών εσόδων από τόκους σε θετική τροχιά, με ετήσιο ρυθμό 6%-8% για την περίοδο 2026-2027.
Παράλληλα, οι προμήθειες αναμένεται να αυξηθούν κατά 10%-15%, με asset management και bancassurance να προσφέρουν σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης, ιδίως για Αlpha Bank και Eurobank, όπου οι σχετικές δραστηριότητες αυξάνονται με ρυθμούς 30%-50% τα τελευταία χρόνια.
Η UBS δίνει ξεκάθαρα τον τόνο στο επενδυτικό σκέλος, αναδεικνύοντας την Τράπεζα Πειραιώς ως top pick όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή αγορά. Με τιμή στόχο τα 9,2 ευρώ, η Πειραιώς συνδυάζει, σύμφωνα με τον οίκο, υψηλή αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων με χαμηλή αποτίμηση, υποστηριζόμενη από ισχυρή κεφαλαιακή παραγωγή και υψηλό μερίδιο καταθέσεων όψεως.
Η UBS βλέπει συνολικά το ελληνικό banking ως υποτιμημένο, με Eurobank και Εθνική Τράπεζα να καταγράφουν ισχυρές επιδόσεις αποδοτικότητας και χρηματοροών, και την Αlpha Bank να ενισχύει την εικόνα του κλάδου μέσω της παρουσίας της στο θετικό τμήμα των σχετικών κατατάξεων.
Η Goldman Sachs, στο ευρωπαϊκό της outlook για το 2026, τοποθετεί τις ελληνικές τράπεζες στο επίκεντρο της νέας ισορροπίας του κλάδου. Ο οίκος προτείνει σύσταση «αγορά» για Αlpha Bank με τιμή στόχο τα 4,20 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα στα 15,10 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς στα 8,00 ευρώ, ενώ για τη Eurobank διατηρεί ουδέτερη στάση με τιμή στόχο τα 3,50 ευρώ.
Το ενδιαφέρον, σύμφωνα με τη Goldman Sachs, μετατοπίζεται από τα επιτόκια στον όγκο, στις καταθέσεις και στη λειτουργική μόχλευση, με τις ελληνικές τράπεζες να ξεχωρίζουν για τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης καταθέσεων και χορηγήσεων, τη βελτίωση του δείκτη κόστους προς έσοδα και τη σταθερή ποιότητα ενεργητικού. Με μέσο δείκτη CET1 κοντά στο 14,9% και ισχυρή παραγωγή κεφαλαίου, ο κλάδος εμφανίζεται έτοιμος για υψηλές διανομές.
Τέλος, η JP Morgan τοποθετεί και τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σε σύσταση Overweight, με τιμές στόχους 4,2 ευρώ για την Αlpha Bank, 4,5 ευρώ για τη Eurobank, 16,4 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και 9,4 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς. Παρά το ισχυρό ράλι των τελευταίων ετών, ο οίκος εκτιμά ότι οι αποτιμήσεις παραμένουν σε discount έναντι των τραπεζών της Νότιας Ευρώπης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην Εθνική Τράπεζα, όπου η πιθανή αύξηση του payout έως και στο 100% από το 2026 θεωρείται δυνητικός καταλύτης επαναξιολόγησης για ολόκληρο τον κλάδο.
Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες ξεκινούν το 2026 με κοινό παρονομαστή την ισχυρή πιστωτική επέκταση, τη διεύρυνση των μη επιτοκιακών εσόδων και, κυρίως, την αξιοποίηση κεφαλαίων. Οι διαφοροποιήσεις στις επιλογές των οίκων αφορούν το ποια μετοχή προσφέρει το μεγαλύτερο περιθώριο ανόδου, όχι όμως τη βασική εικόνα: ο κλάδος έχει περάσει σε μια νέα, πιο ώριμη φάση, όπου το ελληνικό banking διεκδικεί πλέον θέση ισότιμου παίκτη στο ευρωπαϊκό τοπίο.