«Στις χώρες μεσαίου εισοδήματος κατοικεί το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού - και περίπου τα δύο τρίτα από τους ανθρώπους αυτούς είναι αντιμέτωποι με ακραία φτώχεια. Είναι υπεύθυνες για το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ και για τα δύο τρίτα των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα. Εν ολίγοις, το κατά πόσον θα ευοδωθούν οι παγκόσμιες προσπάθειες για τον τερματισμό της ακραίας φτώχειας, την εξάπλωση της ευημερίας και της βιωσιμότητας είναι κάτι που θα κριθεί στις χώρες αυτές».
Τα λόγια αυτά του Ίντερμιτ Γκιλ, επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας, εμφανίζονται στην Έκθεση για την Παγκόσμια Ανάπτυξη το 2024 που τιτλοφορείται «Η παγίδα του μεσαίου εισοδήματος», στην οποία παρουσιάζεται η ιδέα ότι αυτές οι οικονομίες τείνουν να κολλάνε στον δρόμο προς τα υψηλότερα εισοδήματα που απολαμβάνουν οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και λίγες ακόμα χώρες.
Yπάρχει πραγματικά τέτοια παγίδα; Σε ερευνητικό άρθρο που έγραψαν οι Πάτρικ Ιμάμ και Τζόναθαν Τεμπλ για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2024 με τίτλο «Στο όριο: η αυξανόμενη σημασία της παγίδας μεσαίου εισοδήματος» εκφράζουν αμφιβολίες: «Εξετάζοντας πιο ενδελεχώς τη μετάβαση της κάθε χώρας υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι υφίσταται μια παγίδα μεσαίου εισοδήματος, αντίθετα παρατηρείται περιορισμένη κινητικότητα γενικότερα».
To άρθρο «Η νέα εποχή της άνευ όρων σύγκλισης» των Ντεβ Πατέλ, Τζάστιν Σάντεφουρ και Άρβιντ Σουμπραμανιάν του 2021 συμπέρανε με πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι «οι συζητήσεις για μια "παγίδα μεσαίου εισοδήματος" φαίνονται αναχρονιστικές: οι χώρες μεσαίου εισοδήματος έχουν καταγράψει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από οποιεσδήποτε άλλες από τα μέσα της δεκαετίας του 1980».
Μολαταύτα, το οικονομικό χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχότερων χωρών κλείνει με επώδυνα αργό και δύσκολο τρόπο. Η επιμονή του χάσματος αυτού έχει σημασία για την ανθρώπινη ευημερία, την πολιτική σταθερότητα και τη δυνατότητά μας να αντιμετωπίσουμε παγκόσμιες προκλήσεις, ιδίως την κλιματική αλλαγή. Ακόμα περισσότερο, καθιστά παράλογη την ιδέα ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί από την «αποανάπτυξη». Ποια από αυτές τις μεσαίου εισοδήματος χώρες θα αποδεχόταν μια τέτοια οικονομική στασιμότητα; Θα το έκανε η Ινδία;
Όπως τονίζει η Έκθεση για την Παγκόσμια Ανάπτυξη, «η φιλοδοξία των 108 χωρών μεσαίου εισοδήματος με κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ 1.136 και 13.845 δολαρίων είναι να ανέλθουν στην κατηγορία των χωρών υψηλού εισοδήματος εντός των επόμενων δύο ή τριών δεκαετιών. Συγκρινόμενη με τον στόχο αυτό η παρούσα κατάσταση μοιάζει απογοητευτική: ο συνολικός πληθυσμός των 34 οικονομιών μεσαίου εισοδήματος που ανέβηκαν στην κατηγορία του υψηλού εισοδήματος από το 1990 είναι μικρότερος από 250 εκατομμύρια, όσο και ο πληθυσμός του Πακιστάν».
Η πιο πολυπληθής χώρα που έγινε χώρα υψηλού εισοδήματος μετά το 1990 είναι η Νότια Κορέα. Εν τω μεταξύ, σημαντικές χώρες δεν έχουν κατορθώσει να συγκλίνουν. Ένα παράδειγμα είναι η Βραζιλία. Η άλλοτε επιτυχημένη Χιλή έχει επίσης κολλήσει. To κυριότερο είναι, ωστόσο, ότι το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στις χώρες μεσαίου εισοδήματος έχει παραμείνει κάτω από το 10% του κατά κεφαλήν εισοδήματος στις ΗΠΑ μετά το 1970.
Τα στοιχεία αυτά είναι ανησυχητικά, ανεξάρτητα από το αν είναι στατιστικά σημαντική η ιδέα της «παγίδας». Επιπλέον, προσθέτει η έκθεση, το μονοπάτι που έχει αποτελέσματα για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος δεν θα έχει αποτελέσματα για τις πιο ανεπτυγμένες. Τονίζει, επίσης, ότι το χάσμα μεταξύ των χωρών μεσαίου εισοδήματος και τις ΗΠΑ, όσον αφορά το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο, είναι πολύ μεγαλύτερο από το χάσμα στη διαθεσιμότητα φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου. Συνεπώς, η κύρια αποτυχία των χωρών μεσαίου εισοδήματος δεν έγκειται στο ό,τι συσσωρεύουν πολύ λίγα κεφάλαια, αλλά ότι τα χρησιμοποιούν με τόσο αναποτελεσματικό τρόπο.
Η ιδέα εδώ είναι ότι εκεί που πρέπει να δοθεί έμφαση δεν είναι στις επενδύσεις αυτές καθαυτές αλλά στην εισαγωγή νέων ιδεών από το εξωτερικό και κατόπιν στην εγχώρια καινοτομία. Αυτό που απαιτείται, εν ολίγοις, είναι η δημιουργία μιας πιο εξελιγμένης οικονομίας. Αυτό εξαρτάται από την απόκτηση και την εξέλιξη τεχνογνωσίας.
Η εισαγωγή ιδεών εξαρτάται από την προσφορά εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης (μηχανικούς, επιστήμονες, μάνατζερς) και το πόσο ανοιχτή είναι μια χώρα να δεχτεί επιρροές από έξω (κυρίως μέσω των άμεσων επενδύσεων και του εμπορίου).
Η Νότια Κορέα σημείωσε εντυπωσιακή επιτυχία με την προσέγγιση αυτή. Η έμφαση στις εξαγωγές είχε ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τη διευκόλυνση της εισαγωγής ιδεών. Η Ε.Ε. προώθησε ομοίως την εισαγωγή ιδεών στην Πολωνία και άλλες χώρες που έγιναν πρόσφατα μέλη του μπλοκ.
Όσον αφορά την καινοτομία, η ανταλλαγή ανθρώπινου κεφαλαίου είναι εξαιρετικά σημαντική, μεταξύ άλλων μέσω της εκπαίδευσης και της εργασίας στο εξωτερικό. Οι απόδημοι αποτελούν ένα τεράστιο δυνητικό κεφάλαιο. Η καινοτομία εξαρτάται επίσης από την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
H έκθεση υποστηρίζει ότι οι χώρες πρέπει να ενστερνιστούν την περίφημη ιδέα της «δημιουργικής καταστροφής» του Σουμπέτερ, όπως την έχουν αναθεωρήσει οι οικονομολόγοι Φιλίπ Αγκιόν και Πίτερ Χόβιτ.
Το κρίσιμο βήμα είναι να αναγκαστούν οι κατεστημένοι επιχειρηματικοί παράγοντες να γίνουν ανταγωνιστικοί, να ενθαρρυνθεί η είσοδος νέων παικτών και να ανοίξει η οικονομία σε αυτούς που βρίσκονται παραδοσιακά στο οικονομικό περιθώριο. Αυτό περιλαμβάνει τόσο δημιουργία, όσο και καταστροφή. Η τελευταία επιταχύνεται συνήθως από το ξέσπασμα κρίσεων. Αυτό συνέβη κατεξοχήν στην περίπτωση της Νότιας Κορέας.
Η κοινωνική κινητικότητα είναι περίπου 40% χαμηλότερη στις χώρες μεσαίου εισοδήματος από ό,τι στις υψηλού. Αυτό πρέπει να αλλάξει.
Η δημιουργική καταστροφή είναι επίσης αναγκαία και για να επιταχυνθεί η ενεργειακή μετάβαση. Οι χώρες μεσαίου εισοδήματος τείνουν να σπαταλούν ενέργεια και κινούνται με πολύ αργούς ρυθμούς προς τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, αν και πολλές από αυτές μπορεί να έχουν εξαιρετικές προοπτικές.
Μέρος τού προβλήματος είναι το υψηλό κόστος κεφαλαίου, απόρροια της μεγάλης αβεβαιότητας. Οι βελτιώσεις στους θεσμούς, με στόχο την αύξηση της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας, θα βοηθήσει. Πάνω απ' όλα, οι κοινωνίες και οι οικονομίες πρέπει να γίνουν πιο ανοιχτές και αξιοκρατικές.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εύκολο, πουθενά, πόσο μάλλον σε αναπτυσσόμενες χώρες. Αλλά η άνοδος του προστατευτισμού και ο επακόλουθος κατακερματισμός αναμένεται να επιδεινώσουν περαιτέρω τις προοπτικές τους.
Ναι, θα υπάρξουν και ευκαιρίες, καθώς κάποιοι εισαγωγείς απαγκιστρώνονται από την Κίνα. Αλλά η οικονομική ενοποίηση είναι αναμφίβολα ένας από τους κινητήριους μοχλούς πίσω από τις επιτυχίες του πρόσφατου παρελθόντος: όπως σημειώνει η έκθεση, «περαιτέρω προστατευτισμός μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη διάχυση γνώσης σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος». Ομοίως, ο ακριβός δανεισμός θα καταστήσει τις συμπληρωματικές επενδύσεις που θα χρειαστούν λιγότερο προσιτές οικονομικά.
Οι αναπτυξιακές προοπτικές επιδεινώνονται. Μαζί τους εξασθενούν και οι ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation