Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Εντονότατες είναι πλέον οι ανά την Ευρώπη αντιδράσεις για τις πολιτικές λιτότητας, που εμμέσως πλην σαφώς οδηγούν στην κατάρριψη θεσμών και αξιών που αποτελούν μέρος του «ευρωπαϊκού ιδεώδους», όπως είναι το κοινωνικό κράτος, η βιοποριστική ασφάλεια του πολίτη και η διασφάλιση μιας δίκαιης αναδιανομής του πλούτου, μέσω της φορολογίας.

Εντούτοις, ελάχιστες είναι οι αναφορές στη βαθύτερη αιτία της κρίσης, δηλαδή την «παγκοσμιοποίηση», με τον τρόπο που αυτή έχει συντελεστεί, καθώς τα βλέμματα έχουν επικεντρωθεί στα υψηλά κρατικά χρέη ως περίπου μοναδική αιτία του κακού.

Ασφαλώς τα ελλείμματα και τα χρέη αποτελούν τον εμφανή τρέχοντα κίνδυνο. Πίσω τους όμως κρύβονται δύο πραγματικότητες, δύο «συμπληγάδες», που προς το παρόν παραμένουν μακριά από το προσκήνιο της διεθνούς συζήτησης:

1. Οι μεγάλες διεθνείς εταιρίες, όπως και η αφρόκρεμα του διεθνούς πλούτου συνδέονται ολοένα και πιο «χαλαρά» με την έννοια του εκάστοτε «εθνικού συμφέροντος», καθώς τα συμφέροντα της «έδρας» τους συχνά ωχριούν μπροστά στο κέρδος που επιφέρει σήμερα η διεθνής τους δραστηριότητα.

Την ίδια στιγμή η διαδεδομένη χρήση «φορολογικών παραδείσων» επιτρέπει την αποφυγή φορολόγησης του μεγάλου πλούτου προς όφελος φυσικών και νομικών προσώπων, εις βάρος των εκάστοτε κρατικών εσόδων. Με άλλα λόγια, ακόμη και τα πιο ισχυρά κράτη αδυνατούν να φορολογήσουν τα πολύ υψηλά εισοδήματα προκειμένου να αναδιανείμουν αποτελεσματικά τον πλούτο.

2. Η ανταγωνιστικότητα των ανεπτυγμένων κρατών σε σχέση με το κόστος εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες περιορίζεται δραματικά από το «δημοκρατικό μέρισμα». Δηλαδή, από την ίδια την απαίτηση της κοινωνίας μιας σύγχρονης αστικής Δημοκρατίας, για κοινωνικό κράτος, βιοποριστική ασφάλεια, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας. Πρόκειται για κατακτήσεις που ξεκίνησαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση και παγιώθηκαν κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο δημοκρατικών κρατών που ήταν τότε στην ακμή τους.

Εάν οι παραπάνω παράγοντες συνεχίζουν να επιδρούν ανεξέλεγκτα στις δυτικές κοινωνίες, μάλλον δεν πρόκειται να βρεθεί λύση στο πρόβλημα που πλήττει τις οικονομίες.

Που σημαίνει ότι το πρόβλημα θα αποκτά ολοένα και εντονότερα πολιτικά χαρακτηριστικά, οδηγώντας σταδιακά στην ανάδειξη εθνικιστών και απολυταρχικών μορφωμάτων, που ίσως θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την υπόσταση του Δημοκρατικού πολιτεύματος, ακριβώς όπως θέτουν ήδη εν αμφιβόλω το μέλλον της «ενιαίας Ευρώπης»

Δυστυχώς ο κίνδυνος διολίσθησης σε δεδομένα παλαιότερων εποχών, δεδομένα που η Ευρώπη τουλάχιστον θεωρούσε ότι τα έχει αφήσει πίσω της, ενδεχομένως ακόμη και ο κίνδυνος μιας ανατροπής σε ό,τι αφορά την «πολυπολιτισμικότητα» και την ανεκτικότητα των δυτικών κοινωνιών, είναι απόλυτα υπαρκτός.

Ίσως η μόνη εναλλακτική -και δημοκρατικά εμφορούμενη- λύση για τις κοινωνίες της Δύσης είναι να καταπολεμήσουν το φαινόμενο του αφορολόγητου μεγάλου πλούτου, αλλά και τον αθέμιτο ανταγωνισμό που προκαλεί η έλλειψη κοινωνικού κράτους και η εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Με τα σημερινά «παγκοσμιοποιημένα» δεδομένα, κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο - αν όχι εντελώς αδύνατο- να προκύψει από ενέργειες μεμονωμένων κρατών, που δρουν αυτόνομα.

Κατά συνέπεια, χρειάζεται διεθνής συνεργασία, μέσα από υπερεθνικά όργανα, προκειμένου να επέλθει μια νέα ισορροπία στο διεθνές περιβάλλον, που θα ενισχύει το βιοτικό επίπεδο των αναπτυσσόμενων κρατών, χωρίς να καταρρακώνει τις δυτικές κοινωνίες.

Πρόκειται για δύσκολο δρόμο, που θα απαιτήσει πολύ χρόνο και αποφασισμένες ηγεσίες με «όραμα» όχι μόνο για τη χώρα που εκπροσωπούν, αλλά και για το παγκόσμιο περιβάλλον.

Δεν υπάρχουν όμως άλλες αισιόδοξες εναλλακτικές. Και υπό αυτήν την έννοια το γεγονός ότι προς το παρόν η δημόσια συζήτηση δεν θίγει αυτά τα θέματα είναι κακό σημάδι.
Ο καταιγισμός των φόρων στα ακίνητα είναι γνωστός κι έχει σχολιαστεί ποικιλοτρόπως.

Πολύ λιγότερο γνωστή, όμως, είναι η κρυφή επίδραση της υπερβολικής φορολογίας, ως μοχλού αναδιανομής του πλούτου υπέρ των μεγάλων εισοδημάτων. Επίδραση που αυξάνει όσο μεγαλώνει η ανεργία και μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εξαρχής η κλίμακα που εφάρμοσε ο τότε υπουργός επί των Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος στο γνωστό χαράτσι μέσω της ΔΕΗ είχε ένα παράδοξο αποτέλεσμα:

Παρότι οι συντελεστές ανεβαίνουν υποτίθεται προοδευτικά, το Euro2day.gr είχε από τότε επισημάνει ότι ως ποσοστό της αξίας της περιουσίας που φορολογείται η επιβάρυνση μειώνεται (αντί να αυξάνεται) όσο μεγαλώνει η περιουσία!

Πέραν όμως αυτού του άμεσου -και άδικου- αποτελέσματος, το μέγιστο πρόβλημα δημιουργείται από τις έμμεσες συνέπειες της φορολογίας στην ακίνητη περιουσία. Δηλαδή την εντονότερη αδυναμία πληρωμής που έχουν τα μικρότερα εισοδήματα σε σχέση με τα μεγάλα.

Η αθέατη όψη των τακτικών φόρων που επιβάλλονται στην περιουσία -και όχι στο εισόδημα- είναι ότι αυτοί εύκολα προκαλούν προβλήματα αποπληρωμής εφόσον η περιουσία που αποκτήθηκε με φορολογημένο εισόδημα στο παρελθόν έχει πάψει να ανταποκρίνεται στο «τρέχον» εισόδημα.

Αυτό ισχύει περισσότερο σε περιόδους κρίσης, στις οποίες υπάρχουν έντονες μεταβολές και ανακατατάξεις, συνήθως προς το χειρότερο, ενω ταυτόχρονα η συγκυρία συνήθως δεν επιτρέπει τη λήψη δανείου, έναντι αδρανούς περιουσίας.

Κι αν στην περίπτωση του γνωστού χαρατσιού η φορολόγηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πρόσθετο τέλος «χρήσης» του ακινήτου, με δεδομένο ότι προϋποθέτει ηλεκτροδότηση, άρα και χρήση του ακινήτου (ιδιοκατοίκηση, ενοικίαση, ή επαγγελματική χρήση), στην περίπτωση του ενιαίου φόρου ακινήτων που πρόκειται να επιβληθεί ακόμη κι αυτό το λεπτό προκάλυμμα… κατεδαφίζεται ολοσχερώς.

Ο νέος φόρος συνιστά ολοκάθαρη φορολόγηση «κατοχής» περιουσίας, μικρής και μεγάλης, ακόμη και για οικόπεδα ή αγροτεμάχια εκτός σχεδίου πόλεως, ανεξαρτήτως του αν μπορούν να αξιοποιηθούν, ή πρόκειται για εκτάσεις που είναι καταδικασμένες λόγω πολεοδομικών όρων, χρήσεων γης κ.λπ. σε ουσιαστική αχρηστία.

Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος μετατρέπει το έκτακτο τέλος ακινήτων, που ήταν υποτίθεται έκτακτο, σε έναν πάγιο φόρο κατοχής ακίνητης περιουσίας με ελάχιστο αφορολόγητο, που ανέρχεται, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, σε 50.000 ευρώ το άτομο!

Για να φέρουμε κι ένα παράδειγμα με κάποιο άλλο είδος περιουσίας, το αντίστοιχο στην περίπτωση του αυτοκινήτου θα ήταν να αποτελεί τεκμήριο εισοδήματος, ακόμη κι όταν έχουν κατατεθεί οι πινακίδες (άρα δεν χρησιμοποιείται), απλώς και μόνο διότι κάποιος το έχει στην… κατοχή του!

Η παραπάνω τακτική του κράτους, καθαρό απότοκο της αδυναμίας πάταξης της φοροδιαφυγής (αυτή οδηγεί στο κυνήγι όχι του εισοδήματος, αλλά των περιουσιακών στοιχείων) αλλά και της άρνησης του διακομματικού κατεστημένου, «κρατιστών», να περιορίσει έτι περαιτέρω τις σπατάλες του κράτους, προφανώς θα έχει μεγάλες επιδράσεις στον «κοινωνικό ιστό».

Έτσι κι αλλιώς, κάθε οικονομική κρίση οδηγεί σε αναδιανομή «πλούτου», καθώς προσφέρει ευκαιρίες για φθηνές αγορές από τους έχοντες, εξαιτίας της ανάγκης των μη εχόντων.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι στην Ελλάδα αντί να προσπαθούμε να περιορίσουμε αυτήν την τάση, όπως επιβάλλει η απλή λογική, την επιτείνουμε. Πλήττοντας το πιο θεμελιώδες περιουσιακό στοιχείο του μικρομεσαίου Έλληνα, σε μια περίοδο όπου ακόμη και οι πωλήσεις ανάγκης είναι πολύ δύσκολες.

Οι συνέπειες αυτής της παράλογης τακτικής -θυμηθείτε το- σύντομα θα γίνουν απολύτως ορατές, με έντονο πολιτικό αντίκτυπο.
Αίσθηση σε παγκόσμιο επίπεδο έχει προκαλέσει το μέγεθος της απώλειας που αναμένεται να υποστούν όχι μόνο οι μη εγγυημένες καταθέσεις της Λαϊκής, όπου οι απώλειες ίσως να είναι ολοκληρωτικές, αλλά και αυτές στην Τράπεζα Κύπρου, που θα κινηθούν από 37,5% έως και... 60%.

Και μόνο από τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο τελευταίων ποσοστών προκύπτει ότι τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Κύπρο δεν υπήρχε καμία οργανωμένη διαδικασία υπολογισμού ΠΡΙΝ από την επιβολή του κουρέματος.

Ωστόσο, οι διαφορές και οι υπαναχωρήσεις σε βασικά δεδομένα στα οποία υποτίθεται ότι στηριζόταν το σχέδιο διάσωσης, είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη παραλλαγή του, επιβεβαιώνουν αυτήν την αίσθηση και κάνουν τους διεθνείς αναλυτές (που προσπαθούν να βρουν άκρη, αλλά... δεν μπορούν) να μιλούν για «κούρεμα στα τυφλά» και για έλλειψη διαφάνειας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους.

Στο πλαίσιο του πρώτου Eurogroup άπαντες πληροφορήθηκαν, χωρίς όμως αυτό να υπάρχει σε κάποιο επίσημο κείμενο, ότι οι ανάγκες των δύο κυπριακών τραπεζών ήταν 7 δισ. ευρώ. Εξ αυτών το 1,2 δισ. έπρεπε να καλυφθεί από τους διαφόρων ειδών ομολογιούχους και το υπόλοιπο από τους καταθέτες.

Όταν λοιπόν η Κυπριακή Βουλή αρνήθηκε την επιβολή έκτακτης εισφοράς 6,75% στις καταθέσεις έως 100.000 ευρώ και 9,9% στις υπερβάλλουσες, έπρεπε να βρει τα 5,8 δισ. ευρώ.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν τα βρήκε.

Ωστόσο, στο επόμενο Eurogroup ο ίδιος ο επικεφαλής του Γερούν Ντάισελμπλουμ, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, ανέφερε πολλάκις με αινιγματικό τρόπο «...δεν χρησιμοποιούμε πλέον αυτόν τον αριθμό», χωρίς όμως να εξηγήσει ΓΙΑΤΙ άλλαξε, αφού το πρόβλημα το είχαν οι ίδιες δύο τράπεζες.

Ο κ. Ντάισελμπλουμ πάντως ανέφερε έναν άλλον αριθμό, το ίδιο βράδυ. Έναν αριθμό με ιδιαίτερη σημασία.

Είπε ότι οι ανασφάλιστες καταθέσεις της Λαϊκής ήταν 4,2 δισ. ευρώ. Ο αριθμός όμως αυτός... διαψεύδεται από τα στοιχεία που δίνει η ίδια η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.

Σύμφωνα με την τελευταία, το σύνολο των καταθέσεων της Λαϊκής στο τέλος Φεβρουαρίου ήταν 8,5 δισ., ενώ με προχθεσινή ανακοίνωσή της αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι εγγυημένες καταθέσεις της ήταν 6,4 δισ. ευρώ.

Άρα οι κατά τον Ντάισελμπλουμ ανασφάλιστες καταθέσεις ύψους 4,2 δισ. ευρώ (που θα εξαϋλώνονταν στην εκκαθάριση της Λαϊκής) κατά την Κεντρική Τράπεζα είναι οι… μισές. Μόλις... 2,1 δισ. ευρώ!

Πρόκειται για τεράστια διαφορά, από την οποία κατά πάσα πιθανότητα θα επιβαρυνθούν τελικά και οι... καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου, αφού το ίδιο το κυπριακό κράτος δεν πρόκειται να επιβαρυνθεί από τη διάλυση της Λαϊκής ούτε υπάρχει κυπριακό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για να πληρώσει τον λογαριασμό!

Το ερώτημα είναι πώς προκύπτει αυτή η διαφορά, αν δεχτούμε ότι κατά κανόνα τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας μιας χώρας είναι σωστά, αλλά και γιατί δεν είχαν σωστή ενημέρωση το Eurogroup, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ τις ώρες όπου λαμβάνονταν τόσο κρίσιμες αποφάσεις.

Δυστυχώς, αυτά που ΔΕΝ ξέρουμε για τον τρόπο και το συνολικό κόστος με το οποίο λύνεται το θέμα των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών είναι πάρα πολλά. Και δείχνουν προς το παρόν όχι μόνο έλλειψη προετοιμασίας, αλλά και αδιαφάνεια από πρόθεση.

Πρακτικά, η Λαϊκή Τράπεζα εξαφανίζεται, καθώς το προσωπικό και οι εργασίες της πέρασαν είτε στην Τράπεζα Κύπρου, είτε στην Τράπεζα Πειραιώς, με εξαίρεση συγκριτικά ασήμαντες θυγατρικές. Ό,τι απομείνει και έχει κάποια αξία θα πουληθεί.

Κι όμως, ακόμη και προχθές η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου επέμενε να χρησιμοποιεί επισήμως για τη Λαϊκή τον όρο «εξυγίανση».

Η ίδια η Τράπεζα Κύπρου φαίνεται, σύμφωνα με το διάταγμα, να λαμβάνει όλο το δανειακό χαρτοφυλάκιο της Λαϊκής (άρα και τα προβληματικά δάνεια), τις εγγυημένες καταθέσεις, αλλά και τα ποσά του μηχανισμού χρηματοδότησης ELA που είχε η Λαϊκή. Το τίμημα που θα πληρώσει για τις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων μέχρι στιγμής παραμένει άγνωστο, αφού δεν έχει γίνει αποτίμηση.

Ουδείς λοιπόν γνωρίζει πόσο θα επιβαρυνθεί η Τράπεζα Κύπρου από αυτήν τη διαδικασία και άρα πόσο θα επιβαρυνθούν στη συνέχεια οι δικοί της καταθέτες εξαιτίας αυτών των μεταβιβάσεων από τη Λαϊκή. Έτσι κι αλλιώς, έμμεση επιβάρυνση προκύπτει από τη μεγέθυνση του ισολογισμού της, καθώς αυτή θα επιφέρει αύξηση και στα απαιτούμενα «εποπτικά κεφάλαια»

Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι η διαδικασία «αναδιάρθρωσης» στις δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες έχει εξελιχθεί... τεχνοκρατικά σε έναν «αχταρμά», που ως μόνο στόχο έχει να μην επιβαρυνθεί όχι απλώς το κυπριακό κράτος και η Κεντρική Τράπεζα, αλλά και η ίδια η ΕΚΤ.

Το πόσο -και για πόσο καιρό- θα «πονέσουν» οι μεγαλοκαταθέτες, ακόμη και στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, ή το αν η τελευταία θα καταφέρει να διασωθεί φαίνεται να είναι τα τελευταία που ενδιαφέρουν.

Και το μόνο βέβαιο είναι ότι στρατιές δικηγόρων θα ψάχνουν σύντομα αυτήν την πρωτοφανή υπόθεση.
Από τις απανωτές δηλώσεις του κ. Ντάισελμπλουμ, που δείχνει να ενεργεί πλέον ως καθαρόαιμος «γκαουλάιτερ», προς όφελος των γερμανικών θέσεων, φαίνεται πως ο κ. Σόιμπλε και οι λοιποί υποστηρικτές των… Ethonomics στον πυρήνα της ευρωζώνης υπέπεσαν σε τρία σοβαρά λάθη:

Το πρώτο είναι ότι θεώρησαν πως η κρίση στην ευρωζώνη έχει περάσει το στάδιο της κορύφωσης και είναι πλέον «διαχειρίσιμη». Αυτό υποστήριξε ο ίδιος ο Ολλανδός πρόεδρος του Eurogroup, το ίδιο προκύπτει και από την επιμονή αρκετών παραγόντων να καθιερώσουν τώρα ως κανόνα μέτρα που καθιστούν τους καταθέτες υπόλογους όταν τίθεται θέμα «αναδιάρθρωσης» των τραπεζών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θέση αυτή είναι θεωρητικά ορθή. Στην περίπτωση τραπεζικών προβλημάτων πρώτα έχουν σειρά οι μέτοχοι, μετά οι ομολογιούχοι (ανάλογα και με τις εξασφαλίσεις που κατέχουν), κι εν συνεχεία οι μη ασφαλισμένοι καταθέτες, δίκην… «προμηθευτών».

Ασφαλώς, κάτι τέτοιο είναι περισσότερο θεμιτό από την επιβάρυνση των φορολογούμενων γενικώς, την οποία επιφέρει η «διάσωση» με κρατικό χρήμα.

Είναι δε σίγουρο ότι μελλοντικά αυτό θα κάνει τους πάντες να σκέπτονται περισσότερο το «ρίσκο» -και τις ευθύνες- είτε πρόκειται για managers, είτε για μετόχους, είτε για εξασφαλισμένους και μη ομολογιούχους, ακόμη και τους μεγαλοκαταθέτες.

Το πρόβλημα βρίσκεται στο timing.

Τέτοιου είδους μέτρα είναι απολύτως ορθό να λαμβάνονται αφού λήξει η κρίση, κι εφόσον έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στη σταθερότητα του συστήματος.

Στην περίπτωση της ευρωζώνης έχουμε μια κρίση κρατικών χρεών, στενά συνδεδεμένη με μια παράλληλη τραπεζική κρίση, που κάθε άλλο παρά έχει λήξει (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ισπανία), ενώ δεν αποκλείεται να ξεσπάσει με ένταση σε άλλες χώρες, όπως π.χ. η Ιταλία και η Σλοβενία.

Γι' αυτό και η εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικά πλήττει τη σταθερότητα του εύθραυστου τραπεζικού συστήματος - ιδιαίτερα των πιο αδύναμων οικονομιών.

Πρώτον, διότι αυξάνει το «κόστος χρήματος» στη χρηματοδότηση των τραπεζών και, δεύτερον, διότι οδηγεί σε πιθανές μεταφορές κεφαλαίων από την περιφέρεια προς το κέντρο της ευρωζώνης, αλλά και σε τρίτες χώρες εκτός αυτής.

Μεταφορές που εύκολα μπορούν να πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας, στη περίπτωση που εμφανιστούν έστω και περιορισμένα σημάδια κρίσης, είτε σε κάποια τράπεζα, είτε πολύ περισσότερο σε κάποια χώρα.

Το δεύτερο λάθος είναι καθαρά πολιτικό, λειτουργεί σε επίπεδο συμβολισμών και σαμποτάρει την ίδια την ιδέα τη «ευρωπαϊκής ενότητας».

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ψυχροί διεθνείς τραπεζίτες του Institute of International Finance σχολίασαν χθες τις εξελίξεις στην Κύπρο βάζοντας τίτλο «Η εποχή μετά την αλληλεγγύη», όπως δεν είναι τυχαίο το αντιευρωπαϊκό κύμα που ενισχύεται συνεχώς επικεντρωμένο στις ηγεμονικές τάσεις της Γερμανίας.

Η ανελέητη στάση απέναντι στην Κύπρο δημιουργεί προηγούμενο και διαλύει την εικόνα αλληλεγγύης των ισχυρών έναντι των αδύναμων, πλην θεωρητικά ισότιμων, εταίρων.

Μέσω ακριβώς αυτών των δύο παραμέτρων, προκύπτει ο πραγματικός «συστημικός κίνδυνος» της υπόθεσης της Κύπρου, κι όχι από το μέγεθος του ΑΕΠ ή του τραπεζικού της τομέα.

Κι αυτό ήταν το τρίτο λάθος του κ. Σόιμπλε και όσων συντάχθηκαν μαζί του, περιλαμβανομένης, ως φαίνεται, και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Υποτίμησαν τις στρατηγικές συνέπειες σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο των ίδιων των χειρισμών τους. Διότι αυτοί οι χειρισμοί είναι που δημιούργησαν ξανά συστημικό κίνδυνο κι όχι το μέγεθος του στόχου τους.

Το ερώτημα πλέον είναι αν τα λάθη αυτά έγιναν συνειδητά ή όχι. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία. Αν πρόκειται για πραγματικά λάθη, στην πορεία θα γίνουν μεγάλες προσπάθειες για να διορθωθούν.

Αν όχι, αυτό σημαίνει ότι ο Βορράς της Ευρώπης έχει ήδη στο πίσω μέρος του μυαλού του τη διάσπαση της ευρωζώνης.

Και κινείται για να περιορίσει τις ενδιάμεσες απώλειες αλλά και για να ενδυναμώσει τη θέση του. Ενισχύοντας τη ροή κεφαλαίων προς τον οικείο τραπεζικό τομέα σε βάρος του Νότου.
Η τραγική κατάληξη της "διάσωσης" στην Κύπρο (ακόμη και φλεγματικοί αναλυτές του εξωτερικού σχολιάζουν πλέον πικρόχολα τη λέξη) δυστυχώς έχει πολύ ευρύτερη σημασία.

Η αρχή έγινε στο πρώτο Eurogroup, που μεταξύ άλλων αποφάσισε να παρακάμψει την εγγύηση των καταθέσεων, συναινώντας στην επιβολής "έκτακτης εισφοράς". Μια απόφαση, θυμίζω, που δεν εφαρμόστηκε απλώς και μόνο γιατί αρνήθηκε να την ψηφίσει η Κυπριακή Βουλή.

Εάν το καλοσκεφτείτε, είναι απίστευτο. Το ανώτατο, υποτίθεται, "σώμα" της ευρωζώνης δέχτηκε σε μια βραδιά ελαφρά τη καρδία να βάλει χέρι σε ένα από τα "ιερά και όσια" της Ευρώπης, την προστασία των μικροκαταθετών.

Με την ίδια ευκολία, άλλωστε, το Eurogroup της περασμένης Κυριακής καταστρατήγησε ένα άλλο "ιερό και όσιο" της ευρωζώνης. Δεχόμενο επιβολή περιορισμών στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, δημιούργησε αυτόματα δύο... ευρώ. Αυτό της Κύπρου κι αυτό της υπόλοιπης Ευρώπης.

Ακριβώς αυτές οι ανερυθρίαστες παραβάσεις αρχών, όποτε... βολεύει, είναι που ξεφτιλίζουν κυριολεκτικά τη δήθεν "ηθική" οικονομική πολιτική που διατείνεται ότι ασκεί το Βερολίνο της κ. Μέρκελ και του κ. Σόιμπλε, συνεπικουρούμενο εσχάτως και από τη Γαλλία του σοσιαλιστή Ολάντ.

Μια πολιτική που αποκαλώ κοροϊδευτικά "Ethonomics" (για την πραγματική σημασία του όρου δείτε έδω), καθώς στηρίζεται στη λήψη οικονομικών αποφάσεων με βάση μια μικροπολιτική, λαϊκιστική αντίληψη περί ηθικής, την όποια σερβίρουν όπως τους βολεύει στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Είναι η ίδια αντίληψη που παλαιότερα ήθελε όλους τους Έλληνες τεμπέληδες και ανεπρόκοπους, ενώ τώρα στιγμάτισε την Κύπρο ως "οικονομία-καζίνο", με επίσης ανεπρόκοπους και "κομπιναδόρους" Κύπριους, που πλουτίζουν εύκολα λόγω των Ρώσων. Και γι' αυτό "έπρεπε" να καταστραφούν περίπου ολοσχερώς.

Η αντίληψη αυτή όμως έχει πολύ επικίνδυνες συνέπειες όχι μόνον για τον Έλληνα πολίτη, αλλά και ευρύτερα για κάθε πολίτη του Νότου (προς το παρόν) της ευρωζώνης.

Δημιουργεί τη δικαιολογημένη αίσθηση ότι εάν προκύψουν νέα θέματα χρηματοδότησης, είτε της οικονομίας, είτε των τραπεζών, σε χώρες με προβλήματα, τότε έρχεται πιθανότατα η ώρα των... καταθετών!

Δεν είναι τυχαίο πως οι χθεσινές δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup ότι η λύση της Κύπρου αποτελεί "μοντέλο" έριξαν τις αγορές με επίκεντρο την Ισπανία και την Ιταλία, κι ότι η αμήχανη απόπειρα διάψευσης δεν ελήφθη καν υπ' όψιν.

Το σχέδιο "διάσωσης" στην Κύπρο έδειξε καθαρά ότι εφεξής οι καταθέτες με ποσά άνω των 100.000 ευρώ καλούνται να πληρώσουν τη νύφη, εφόσον κάποιες τράπεζες έχουν προβλήματα που ξεπερνούν τις δυνατότητες του κράτους να απορροφήσει τη ζημία.

Η προηγούμενη απόφαση, όμως, έδειξε κάτι σημαντικότερο. Ότι το Eurogroup μπορεί να αποδεχτεί με ευκολία την υποβολή έκτακτης εισφοράς στις καταθέσεις των πολιτών κάποιου κράτους, ανεξαρτήτως ύψους, προκειμένου να μην μπει χέρι στη "ευρωπαϊκή τσέπη", ιδίως όταν ήδη έχουν επιβληθεί πάσης φύσεως άλλα μέτρα.

Σκεφτείτε το λίγο. Στην περίπτωση της Κύπρου, θα "κουρεύονταν" με το ίδιο ποσοστό καταθέτες κάτω των 100.000 ευρώ, σε τράπεζες που δεν είχαν κανένα πρόβλημα, για να επιλύσουν υποτίθεται το πρόβλημα των... άλλων τραπεζών. Τι θα μπορούσε να είναι πιο... εξωφρενικό;

Κι όμως το Eurogroup συναίνεσε!

Αυτή είναι στην πράξη η αντίληψη των οπαδών του… Ethonomics. Και είναι πολύ επικίνδυνη, για την Ελλάδα και την ευρωζώνη.

Ας ελπίσουμε ότι θα αλλάξει πριν να είναι πολύ αργά.

Εκτός από το να ελπίζουμε, όμως, επιβάλλεται να κάνουμε ό,τι μπορούμε, ως χώρα, να μη χρειαστούμε περισσότερη... αλληλεγγύη.

Γιατί ενδέχεται να είναι της μορφής που περιγράψαμε!


ΥΓ.: Μετά τη μεγαλειώδη γκάφα του κ. Ντάισελ-μπουμ (έτσι αποκαλείται πλέον… ανεπισήμως), είμαι σίγουρος ότι πολλοί ιδρώνουν από τη Μάλτα ως το Λουξεμβούργο, ίσως δε περισσότερο στην Ιταλία, που ακόμη ψάχνει για κυβέρνηση...
v
Απόρρητο