Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Πολύ συχνά ακούγεται ότι οι Ευρωπαίοι εξαθλιώνουν τη χώρα επί σκοπώ προκειμένου να αποκτήσουν κοψοχρονιά τα πιο πολύτιμα δημόσια ή ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία.

Αν όντως ισχύει αυτό, τότε το σχέδιο δεν φαίνεται να πηγαίνει πολύ καλά. Στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, για παράδειγμα, τις μεγαλύτερες προσφορές φέρονται να καταθέτουν ρωσικά συμφέροντα, ξεσηκώνοντας μάλιστα αντιδράσεις από την πλευρά της Δύσης, η οποία έως στιγμής έχει λάμψει διά της απουσίας της.

Στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, έντονη είναι η παρουσία συμφερόντων από την Κίνα, την πρώην Ανατολική Ευρώπη, από το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς όμως να εμφανίζονται πρωταγωνιστικά «ευρωπαϊκές δυνάμεις» από τις χώρες του πυρήνα, που θεωρητικά θα μπορούσαν να έχουν ισχυρό λόγο μέσω της τρόικας.

Σε ό,τι αφορά θέματα real estate, βλέπουμε έως στιγμής κυριαρχία του ενδιαφέροντος αραβικών συμφερόντων (με πρώτο το περίφημο πλέον Κατάρ), χωρίς να ξεχωρίζει κάποιος ευρωπαϊκός κολοσσός.

Ακριβώς τα ίδια παρατηρούνται και στον τραπεζικό κλάδο, όπου αντιθέτως είχαμε μάλιστα και αποχωρήσεις «όπως-όπως» των ευρωπαϊκών συμφερόντων που επένδυσαν στην Ελλάδα σε καλύτερες εποχές.

Μέχρι λοιπόν τη στιγμή που θα αναστραφεί αυτή η κατάσταση, ίσως θα έπρεπε να μας απασχολήσει περισσότερο το ενδεχόμενο μαζικής απόκτησης κρίσιμων υποδομών και περιουσιακών στοιχείων από συμφέροντα που προέρχονται «Ανατολικά» και όχι «Δυτικά» της Ελλάδος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον γενικότερο και όχι αυστηρά γεωγραφικό προσανατολισμό τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι συγκεκριμένες μεγάλες χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλοεπενδυτών της ίδιας της Δύσης, αλλά με τρόπο συνήθως αυστηρά ελεγχόμενο, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Κάποιοι θα πουν ότι το χρήμα δεν έχει χρώμα ούτε και οσμή, ωστόσο στην πράξη κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στην εποχή μας, η σχέση επενδύσεων, οικονομικής εξάρτησης και πολιτικών ή αμυντικών συσχετισμών είναι εντονότατη. Κορυφαίοι αναλυτές άλλωστε υπαινίσσονται ότι πλέον ο πόλεμος γίνεται συχνά με υπόγεια οικονομικά όπλα.

Όπως και να έχει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έλευση μεγάλων επενδύσεων από μια τρίτη χώρα μεταλαμπαδεύει στον αποδέκτη αυτών των επενδύσεων κι ένα μέρος της γενικότερης κυρίαρχης «κουλτούρας» που επικρατεί στην επενδύουσα χώρα.

Από τη μελέτη, για παράδειγμα, των τεκταινομένων στην ιστορικά ορθόδοξη και σύμμαχο Ρωσία, προκύπτει αβίαστα ότι οι επιχειρηματικοί κολοσσοί της δρουν πολλάκις ως «μακρύ χέρι» του Κρεμλίνου, ασκώντας έμμεσα πολιτική πίεση.

Ομοίως το ιδιόρρυθμο μίγμα κρατικού καπιταλισμού που ανθεί στην Κίνα συνοδεύεται όχι μόνο από φαινόμενα που ταιριάζουν αποκλειστικά σε απολυταρχικά καθεστώτα, αλλά και από μια γεύση ευρύτερης εθνικής στρατηγικής μακρόπνοου ορίζοντα.

Υποθέτω ότι είναι ώρα να μου υπενθυμίσει κάποιος αναγνώστης ότι «οι ζητιάνοι δεν επιλέγουν» ώστε να θυμηθώ την οικονομική αδυναμία της χώρας μας.

Πράγματι, η σημερινή συγκυρία δεν επιτρέπει μεγάλες πολυτέλειες. Καλό όμως είναι να έχουμε συναίσθηση του τι συμβαίνει - και των ευρύτερων ισορροπιών που πρέπει να τηρηθούν. Όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό.

Διότι, υποθέτω, ουδείς από τους θαυμαστές του κινέζικου χρήματος θα ήθελε να ζει με αντίστοιχους όρους δημοκρατίας, όσο Μάο κι αν διάβασε στα νιάτα του.

Το κακό με τις μεγάλες επενδύσεις είναι ότι τελικά μέσω του μεγέθους τους, με το πέρασμα του χρόνου, τείνουν να διαμορφώσουν όρους και «ήθη», όχι μόνο στην αγορά εργασίας, αλλά και στο ίδιο τον τρόπο λειτουργίας των «αγορών» στις οποίες επικεντρώνονται.

Ίσως να αποδειχτεί τελικά δυσάρεστο αν η Ελλάδα του 21ου αιώνα μετατραπεί σε εύπλαστο προγεφύρωμα συμφερόντων, που δεν έχουν ούτε γνήσια δημοκρατική παράδοση, αλλά ούτε και επιχειρηματική παράδοση, τουλάχιστον με την έννοια που έχει επικρατήσει στη Δύση τις τελευταίες δεκαετίες.

Ιδίως όταν οι «μεταρρυθμίσεις» που γίνονται στα εργασιακά και σε άλλους παρεμφερείς τομείς, συνδυαζόμενες με τη γενικότερη απορρύθμιση θεσμών, δείχνουν να κινούνται προς αντίστοιχη κατεύθυνση.

Η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι τόπος αντιαναπτυξιακός, που αποθαρρύνει τους ξένους επενδυτές, χάριν κάποιων αόριστων εθνικών (συχνά απλώς διαπλεκόμενων) συμφερόντων. Δεν πρέπει όμως να εξελιχθεί και σε ξέφραγο αμπέλι προς όφελος των εκάστοτε επενδυτών.

Πρόκειται για ισορροπία δύσκολη ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, ιδίως στην τρέχουσα δυσμενή συγκυρία. Για να εξασφαλιστεί απαιτείται σωστή αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και οργανωμένη ανάλυση της «προστιθέμενης αξίας» που θα προκύψει από την κάθε επένδυση, προκειμένου να διαχυθεί τελικά στο κοινωνικό σύνολο.

Και κυρίως… «μέτρο». Κάτι που δυστυχώς αποτελεί αδύνατο σημείο της νεοελληνικής κουλτούρας.
Όσοι μιλούν για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων εστιάζουν συνήθως σε παράγοντες όπως η γραφειοκρατία, ή το μεγάλο κόστος εργασίας (που αποτελεί πια παρελθόν) και λησμονούν είτε ηθελημένα είτε άθελά τους τον βασικό παράγοντα της διαπλοκής και της διαφθοράς.

Λησμονούν ίσως ότι αρκετοί «επώνυμοι» επιχειρηματίες γιγαντώθηκαν με τις επαφές, τη συναλλαγή, την πολιτική υποστήριξη που είχαν ή διασφάλισαν στις προηγούμενες δεκαετίες.

Λησμονούν επίσης ότι το καθεστώς εκτεταμένης διαφθοράς που ζήσαμε (και δεν έχει τελειώσει) δημιούργησε ευνοημένους ξενοδόχους, κατασκευαστές, μεγαλεμπόρους, ακόμη και «φαινόμενα» του χώρου της πληροφορικής (του κατεξοχήν δηλαδή χώρου... καινοτομίας), που ανδρώθηκαν στηριζόμενοι σε κομματικά εκκολαπτήρια, κυβερνητικές άκρες και μεγάλα κρατικά έργα.

Άγραφος κανόνας όμως της διαπλοκής είναι να μην αφήνεις, όσο μπορείς, «χώρο» για οποιουσδήποτε άλλους, διαπλεκόμενους ή μη, να μπούνε στα χωράφια σου. Γιατί αν μπουν, υπάρχει κίνδυνος για σένα πολύ γρήγορα να γίνουν ανταγωνιστές, με τα ίδια μέσα.

Εν ολίγοις η διαπλοκή, η διαφθορά, τείνουν να δημιουργήσουν μικρά ή μεγάλα «μονοπώλια», ή έστω (αν αυτό δεν είναι εφικτό για διάφορους λόγους) γερά στημένα ολιγοπώλια με δικούς τους όρους «συνεννόησης».

Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για μεσάζοντες στο χονδρεμπόριο γεωργικών προϊόντων ή για κολοσσούς που παίζουν τον ρόλο «εθνικών» προμηθευτών και εργολάβων. Το αποτέλεσμα είναι παραπλήσιο.

Η δημιουργικότητα, η καινοτομία, ο υγιής ανταγωνισμός καταπνίγονται. Κι επικρατεί η αντίσταση στην αλλαγή. Ο διαπλεκόμενος, ο διεφθαρμένος που κερδίζει εύκολα από την «επιχειρηματική» του δραστηριότητα, επιθυμεί πάνω απ' όλα να μείνει η κατάσταση ως έχει.

Τίποτε περισσότερο.

Δεν ξοδεύει χρήματα για να γίνει πιο αποτελεσματικός, να εξελιχθεί, παρά μόνον όσο χρειάζεται για να καλύπτεται η διαπλοκή. Να μην είναι μεγάλο το «ξεκάρφωμα».

Αυτό δεν είναι παράλογο. Διότι ο διαπλεκόμενος γνωρίζει ότι το κύριο «ανταγωνιστικό πλεονέκτημά» του είναι οι γνωριμίες, οι μίζες, οι αντιπαροχές. Εκεί εστιάζει και «επενδύει».

Το χειρότερο αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η νοοτροπία που επικρατεί. Η αίσθηση ότι το εύκολο κέρδος είναι σωστό, είναι «μαγκιά», η πεποίθηση ότι δεν έχεις σοβαρές ελπίδες αν δεν ακολουθήσεις την πεπατημένη.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το ίδιο ισχύει και για πολλούς ξένους που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. «Ιn Rome do like the Romans», λένε κάποια στιγμή κι αρχίζουν να κινούνται σύμφωνα με τους «κανόνες» της ελληνικής πραγματικότητας, προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.

Αλλάζει με την κρίση αυτή η κατάσταση;

Αλλάζει μεν, αλλά με ρυθμούς αργούς, πολύ βραδύτερους απ' ό,τι οι λοιπές επιπτώσεις της κρίσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. ο χώρος των φαρμάκων, οι αλλαγές μοιάζουν ραγδαίες. Σε άλλους χώρους, όπως π.χ. στους μεσάζοντες του (παρα)εμπορίου, δείχνουν σχεδόν ανύπαρκτες.

Ακόμη και στην κορυφή του παγόβουνου, στα μεγάλα έργα και στις μεγάλες προμήθειες του κράτους, περισσότερο φαίνεται να ισχύει προς το παρόν το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» που λέει αναγκαστικά το κράτος, παρά η ισονομία και η διαφάνεια.

Η καταπολέμηση όμως της διαπλοκής, της διαφθοράς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ορθοποδήσει η οικονομία και η ανταγωνιστικότητα. Αλλιώς οι εκάστοτε «εθνικοί πρωταθλητές» θα συνεχίσουν να αποδεικνύονται ουραγοί στον διεθνή στίβο.

Υπάρχει όμως κι ένας άλλος σπουδαίος λόγος. Οι δανειστές μας, οι άνθρωποι της τρόικας, ξέρουν πια πολύ καλά την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα.

Γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα. Οπότε αν δεν κινηθούμε εμείς να καθαρίσουμε τα του οίκου μας συστηματικά, θα πάρουν εκείνοι την πρωτοβουλία, με την αιτιολογία ότι πρόκειται και για «δικά τους» χρήματα. Κι έχουν τους τρόπους τους.

Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες όμως, όταν παραχωρούνται στο εξωτερικό, δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους αλλοίωσης της ελληνικής φυσιογνωμίας στην οικονομία. Προς όφελος βέβαια εκείνων που θα «αναλάβουν» να την εξυγιάνουν...

Αντί λοιπόν να φωνάζουμε εκ των υστέρων για την «αφελληνοποίηση» της οικονομίας, καλό θα είναι αυτήν τη φορά να προλάβουμε τις εξελίξεις.

Διότι υπάρχουν σημάδια στον ορίζοντα ότι ο χρόνος τελειώνει...
Στη σημερινή Ελλάδα, όλοι κόπτονται για την ανάπτυξη, ακόμη και τα πιο «αριστερά» κόμματα. Ουδείς όμως φαίνεται να έχει αντιληφθεί τη σκληρή πραγματικότητα και τις ρηξικέλευθες λύσεις που απαιτούνται προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη, με ορθή φορολογική πολιτική.

Κατά την άποψή μου, η θεμελιώδης διάκριση που πρέπει -και μπορεί να γίνει- είναι με μια φράση ανάμεσα στο χρήμα που «κάθεται» και σε εκείνο που δουλεύει. 

Ας δούμε λίγο την αλληλουχία της υπόθεσης. Τι αποζητά η Ελλάδα; Νέες επενδύσεις, προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη και να καταπολεμηθεί η ανεργία.

Τι άλλο αποζητά; Αυξημένη αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης ως προς την κατανομή των φορολογικών βαρών.

Προφανώς, λοιπόν, η υψηλή φορολόγηση της συσσώρευσης επιχειρηματικού κεφαλαίου και της ίδιας της επιχειρηματικής δραστηριότητας συνιστά στις σημερινές συνθήκες ουσιώδες αντικίνητρο, καθώς διάγουμε περίοδο πενιχρών επιδόσεων και υψηλού «ρίσκου» στο επιχειρείν.

Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει μεγάλο λάθος όταν εισηγείται αύξηση της φορολογίας εταιριών, ακόμη κι αν αυτό αφορά «μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις».

Τουναντίον, είναι αδήριτη ανάγκη η μείωση των φορολογικών συντελεστών στις εταιρίες, αλλά και η παροχή κινήτρων προς επένδυση κεφαλαίων. Υπό αυτήν την έννοια, η κίνηση της κυβέρνησης να αυξήσει τον φορολογικό συντελεστή στα αδιανέμητα κέρδη αποτελεί όχι απλώς αντικίνητρο, αλλά και πλήγμα στις δοκιμαζόμενες ελληνικές επιχειρήσεις.

Ειδικά σε αυτήν την περίοδο, τολμώ να πω ότι θα ήταν ίσως σκόπιμη ακόμη και η μηδενική φορολόγηση των αδιανέμητων κερδών, εφόσον, για παράδειγμα, η εταιρία προχωρά σε προσλήψεις ή σε νέες επενδύσεις.

Το ακριβώς αντίθετο πρέπει να ισχύει για τα διανεμόμενα κέρδη. Τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να φορολογούνται με μεσαίο ή χαμηλό συντελεστή «στην πηγή», αλλά να επιβαρύνονται με πρόσθετο φόρο κλίμακας, στη δήλωση εισοδήματος των φυσικών προσώπων, στα οποία τελικώς καταλήγουν, δεδομένου ότι η αναγραφή όλων των εισοδημάτων, ακόμη και αν φορολογούνται στην πηγή, είναι πλέον υποχρεωτική.

Κάποια στιγμή θα πρέπει να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.

Είτε αρέσει στους αριστερούς είτε όχι, θα πρέπει επιτέλους να γίνει διάκριση ανάμεσα στα νομικά πρόσωπα, δηλαδή στις εταιρίες, και στους «ιδιοκτήτες» τους, που είναι τελικά φυσικά πρόσωπα.

Οι επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, είναι οι ατμομηχανές της ανάπτυξης. Είναι τα κύτταρα της οικονομίας που προσφέρουν θέσεις εργασίας και παράγουν πλούτο. Υπό αυτήν την έννοια, η φορολόγηση των αδιανέμητων κερδών στερείται παντελώς «ταξικού» χαρακτήρα.

Ομοίως, και οι φανατικοί φιλελεύθεροι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ο ιδιωτικός πλούτος, ειδικά ο μεγάλος πλούτος, πρέπει να φορολογείται με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, προκειμένου να γίνεται και η περίφημη «αναδιανομή» υπέρ των αδυνάτων.

Επ' αυτού, λοιπόν, δικαίως ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά φορολόγηση όλων των εισοδημάτων, ανεξαρτήτως πηγής, άρα και των μερισμάτων, σε μια ενιαία κλίμακα φυσικών προσώπων.

Προκειμένου όμως να ενισχυθεί η ανάπτυξη σε περίοδο κρίσης, θα μπορούσαν να υπάρχουν και συγκεκριμένες εξαιρέσεις.

Εάν για παράδειγμα ένα μέρος του εισοδήματος αποδεδειγμένα επανεπενδύεται, είτε απευθείας σε παραγωγικές δραστηριότητες, είτε σε μακροχρόνια χρηματιστηριακή επένδυση, θα μπορούσαν να υπάρχουν κατ' εξαίρεση μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές ή και επιστροφή μέρους του αναλογούντος φόρου.

Για ποιο λόγο;

Προκειμένου να μειωθεί η ροπή προς αποταμίευση η και κατανάλωση των υψηλών εισοδημάτων - και να στραφεί το χρήμα προς την ενίσχυση των επενδύσεων.

Ίσως για κάποιους τα παραπάνω να είναι ψιλά γράμματα.

Ωστόσο, αν δεν αντιληφθούμε όλοι τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο παραγωγικό χρήμα -σε εκείνο που στρέφεται στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη- και σε εκείνο που είτε καταναλώνεται, είτε στρέφεται στην συσσώρευση μη παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων, είτε απλώς αποταμιεύεται (με σχεδόν μηδενικό ρίσκο), δεν θα έχουμε καταφέρει να λύσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα της «παραγωγικής» ανάπτυξης.
Σε αυτές τις λέξεις θα μπορούσε να συνοψιστεί το ζοφερό μέλλον που προδιαγράφεται για την πλειονότητα των κατοίκων της «Δύσης», αν δεν εισακουστούν οι φωνές που κρούουν από καιρό τον κώδωνα του κινδύνου.

Εδώ και χρόνια, η παγκόσμια ανάπτυξη εξαρτάται από τις επιδόσεις ενός μεγάλου τμήματος του παλαιόθεν γνωστού ως «Τρίτου Κόσμου», με αιχμές την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία.

Η τάση φαίνεται προς το παρόν μη αναστρέψιμη, ενώ σε μεγάλο βαθμό η αλληλοσύνδεση των ανεπτυγμένων κοινωνιών με τις αναπτυσσόμενες εντοπίζεται κυρίως στην εξάρτηση των τελευταίων από την τεχνολογία και την κατανάλωση των πρώτων.

Ειδικά το δεύτερο σκέλος αυτής της εξάρτησης φαίνεται να αποκοιμίζει σειρά ειδικών που ρωτούν με στόμφο «πώς θα συνεχίσει η ανάπτυξη των νέων δυνάμεων αν οι παλαιές μειώσουν την κατανάλωση τους;».

Επιχείρημα σωστό σε αυτήν τη φάση, πλην όμως προσωρινό. Η εξάρτηση από την κατανάλωση της Δύσης δεν πρόκειται να είναι αέναη.

Σταδιακά, τα αναπτυσσόμενα μεγαθήρια έχουν κάθε λόγο να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη των εσωτερικών τους αγορών. Το κάνουν ήδη, αλλά θα το κάνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο μέλλον, κι όχι μόνο για λόγους κοινωνικής ευημερίας.

Πρώτιστο μέλημά τους θα είναι η απεξάρτηση από την οικονομική κατάσταση της άλλοτε κραταιάς Δύσης.

Ούτε τους είναι απαραίτητο να προσεγγίσουν την κατά κεφαλήν κατανάλωση του Δυτικού Κόσμου. Διότι οι πληθυσμιακές διαφορές είναι τεράστιες. Την ώρα που οι ανεπτυγμένες κοινωνίες γερνούν και μένουν πληθυσμιακά σχεδόν στάσιμες, οι αναπτυσσόμενες βλέπουν τον πληθυσμό τους να αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και με επίκεντρο τις «παραγωγικές ηλικίες».

Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι αχανείς εσωτερικές αγορές είναι που προσέλκυσαν τις πολυεθνικές της Δύσης, οι οποίες επιδίδονται σε μια πρωτοφανή μεταφορά τεχνογνωσίας προκειμένου να διεισδύσουν στον επιθυμητό βαθμό. Και με τον τρόπο αυτό δημιουργούν αναπόφευκτα τους μελλοντικούς ανταγωνιστές τους.

Εξίσου μεγάλη σημασία έχει όμως και η ολοένα αυξανόμενη απαγκίστρωση των πολυεθνικών συμφερόντων από τα συμφέροντα των οικονομιών και των κοινωνιών στις οποίες εδρεύουν, με επιπτώσεις όχι μόνο στην εσωτερική αγορά εργασίας αλλά και στο μέσο εισόδημα της πλειονότητας. 

Πρόκειται για τάση που έχει ήδη εκδηλωθεί με ορατό τρόπο στις ΗΠΑ, τάση που αυξάνεται σταδιακά εδώ και δεκαετίες, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, χωρίς ακόμη να έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της.

Γίνεται όμως ολοένα και πιο φανερό ότι τα διλήμματα που πρόκειται να αντιμετωπίσουν οι πολιτικοί και οι κοινωνίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες θα είναι πρωτόγνωρα, καθώς οι ισορροπίες του 20ού αιώνα ανατρέπονται.

Σε αυτόν τον διεθνή κυκεώνα, η Ελλάδα εισέρχεται αδύναμη, δέσμια των χρεών που δημιούργησε, σε μια κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής σύγχυσης.

Το χειρότερο όμως είναι ότι λίγο-πολύ το ίδιο αρχίζει να συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Υπό το βάρος της ύφεσης, της λιτότητας, των αυξανόμενων φόρων και του μειούμενου κοινωνικού κράτους, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται γύρω από τα αποτελέσματα και τις παρενέργειες, χωρίς να θίγει τις πραγματικές αιτίες.

Έτσι ο κίνδυνος δεν γίνεται αντιληπτός, και άρα δεν συσπειρώνει...

Αντιθέτως, η ασυμμετρία με την οποία εκδηλώνονται τα προβλήματα στις ευρωπαϊκές χώρες δημιουργεί βλέψεις ηγεμονισμού, αλλά και τάσεις κατακερματισμού, διευρύνει τις κοινωνικές εντάσεις κι ενισχύει τον εθνικισμό, σαμποτάροντας το -άπιαστο ακόμη- όνειρο της ενωμένης Ευρώπης.

Με αυτές τις συνθήκες, οι Ευρωπαίοι συνολικά κινδυνεύουμε να βρεθούμε διαιρεμένοι και αδύναμοι, «γέροι, φτωχοί και λίγοι», κόντρα στις νέες, σφριγηλές δυνάμεις που έχουν ήδη αναδυθεί.
Οι πολιτικές λιτότητας έχουν εδώ και πολύ καιρό καταλάβει το προσκήνιο σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Και παρά το γεγονός ότι αποδεικνύονται αντιπαραγωγικές, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο (με τελευταίο παράδειγμα τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία), συνεχίζουν να εφαρμόζονται.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια «δόση» λιτότητας ήταν επιβεβλημένη μετά τη «φούσκα» υπερκατανάλωσης που προηγήθηκε και την επίπλαστη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, που ήταν απόλυτα γενικευμένη.

Σήμερα ωστόσο είναι ώρα να εκτιμήσουμε τόσο εμείς όσο και οι δανειστές μας αν το ζητούμενο, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και να μειωθούν τα ελλείμματα, είναι ακόμη περισσότερη λιτότητα, ή ενδεχομένως η εξάλειψη άλλων «αμαρτιών» που ακόμη και σήμερα χαντακώνουν την Ελλάδα.

Ας δούμε ορισμένες εξ αυτών, που φανερώνουν μια ευρύτερη εικόνα, απλώς αναφέροντας κατ' αρχάς την… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία, την οποία άπαντες στηλιτεύουν, αλλά ουδείς κατάφερε να νικήσει, για λόγους που παραμένουν… νεφελώδεις.

-Το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας διοίκησης, είτε πρόκειται για εφορίες, είτε για τελωνεία, λιμάνια, την Αστυνομία, ή τη Δικαιοσύνη, βρίσκεται από πλευράς μηχανοργάνωσης, τεχνολογίας και «πληροφορικών συστημάτων διοίκησης» σε κατάσταση περίπου παλαιολιθική! Πέραν των άλλων συνεπειών, το γεγονός αυτό καθιστά αναποτελεσματική τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, σχεδόν ανεξάρτητα από τις προσπάθειες του ανθρώπινου δυναμικού.

-Η απονομή της δικαιοσύνης σε θέματα που άπτονται αναπτυξιακών, επενδυτικών, αλλά και εμπορικών - επιχειρηματικών θεμάτων καθυστερεί συστηματικά επί χρόνια, με ολέθρια αποτελέσματα στην προσέλκυση και υλοποίηση νέων επενδύσεων, κι όχι μόνο από ξένους επενδυτές.

-Ο τομέας των μεταφορών πάσχει σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο από πλευράς υποδομής, αλλά και από πλευράς οργάνωσης διοίκησης και λειτουργίας.

-Η σύνδεση της Παιδείας με την παραγωγική οικονομία είναι από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη, ενώ περίπου το ίδιο ισχύει και για τον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, όπου άλλες χώρες δαπανούν -οργανωμένα και επί σκοπόν- τεράστια ποσά.

-Η πλήρης έλλειψη στατιστικών στοιχείων, που σε άλλες χώρες παίζουν μεγάλο ρόλο στη λήψη επιχειρηματικών και κρατικών αποφάσεων. Είναι χαρακτηριστική η καθυστέρηση που χαρακτηρίζει τα στατιστικά στοιχεία του κράτους και των υπηρεσιών του, αλλά και η υποκατάσταση στατιστικών από εμπειρικά στοιχεία στην εκπόνηση επιχειρηματικών πλάνων, συχνά πολυετούς διάρκειας στον ιδιωτικό τομέα.

-Η εγκαθίδρυση μιας κοινωνικής «κουλτούρας, που περιστρέφεται γύρω από το βραχυπρόθεσμο κι όχι το μακροπρόθεσμο, που κινείται με «γιουρούσια», κι όχι με οργανωμένες, μελετημένες ενέργειες, που αντιπαθεί τις προκαθορισμένες διαδικασίες και εν τέλει επικεντρώνεται στο «γρήγορο» κέρδος, είτε με τη θεμιτή είτε και με την αθέμιτη έννοια της… αρπαχτής, παραμερίζοντας εντελώς υπέρ του ευδαιμονισμού την καλβινιστική έννοια της σκληρής προσπάθειας που επικρατεί επί αιώνες σε μέρος της Ευρώπης και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

- Η επικράτηση της «αδράνειας» του status quo όχι μόνο στον πολιτικό αλλά και στον οικονομικό στίβο. Κατά την άποψή μου, πρόκειται ίσως για την πιο δυσάρεστη συνέπεια που είχε η πλήρης επικράτηση της διαπλοκής στη χώρα μας. Διότι εμπόδισε τη δημιουργική ανατροπή καταστάσεων, ισορροπιών και πρακτικών.

-Η αντιπάθεια προς την έννοια του συνεταιρικού επιχειρείν, που εδράζεται στον ατομισμό του Έλληνα και στην τάση που επικράτησε να ρίξει ο ένας τον άλλον. Τα αποτελέσματα όμως αυτής της νοοτροπίας έχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις. Το ελληνικό επιχειρηματικό τοπίο βρίθει επιχειρήσεων, όχι μόνο μικρών ή μεσαίων αλλά και μεγάλων (για τα ελληνικά δεδομένα) που στηρίζονται σε ένα πρόσωπο, είναι στην πραγματικότητα Οne man show.

Πρόκειται για μικρές ή μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στον χώρο ή στην περιοχή τους, που κατά κανόνα πεθαίνουν μαζί με τον ηγεμόνα τους γιατί δεν μπόρεσαν να κάνουν τη μετάβαση από την οικογενειοκρατία στο σύγχρονο management.

Aπότοκο αυτής της νοοτροπίας και πρακτικής -που κολλάει γάντι στην ελληνική ρήση «καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη»- είναι και η παρατηρούμενη εδώ και πολλά χρόνια «αλλεργία» του εγχώριου επιχειρείν στις συνενώσεις.

Μια αλλεργία που έχει όμως βαρύτατες συνέπειες ως προς τον κατακερματισμό του δυναμικού, την επίτευξη κρίσιμης μάζας και οικονομιών κλίμακας, καθιστώντας δυσχερέστερο τον ανταγωνισμό των ελληνικών επιχειρήσεων στον διεθνή στίβο.

-Άφησα για το τέλος την έλλειψη κτηματολογίου αλλά και ενός σύγχρονου πολεοδομικού - περιβαλλοντικού πλαισίου, που θα επέτρεπε να αξιοποιηθεί με ορθό τρόπο το μεγάλο asset της όμορφης ελληνικής γης.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι σε μια χώρα με τόσο πολλές απαγορεύσεις, με τόσες υποτίθεται «ασφαλιστικές δικλίδες» καταφέραμε να αναπτύξουμε τόσο άναρχα, ανορθόδοξα, πολλές φορές κοντόφθαλμα και εντελώς ακαλαίσθητα τις πιο ευαίσθητες και όμορφες περιοχές.

Αντίθετα με τη μείωση των εισοδημάτων ή την αύξηση των φόρων, ουδείς μπορεί να μας υποχρεώσει να θεραπεύσουμε αυτές τις αμαρτίες. Το βέβαιο όμως είναι ότι έτσι θα προδιαγράψουμε μέλλον ζοφερό με ολοένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο, καθώς η Ελλάδα θα περιθωριοποιείται στο παγκόσμιο στερέωμα.
v
Απόρρητο