Αν και πληθαίνουν συνεχώς οι εκτιμήσεις που θέλουν το φετινό ΑΕΠ να ανακάμπτει κατά 0,5%-1% και παρά τις ακόμη θετικότερες προοπτικές που υπάρχουν για το 2015, κυβέρνηση και επιχειρήσεις έχουν κατανοήσει πλήρως πως με τόσο χαμηλούς ανάπτυξης... δεν πάνε -και γενικότερα... δεν πάμε- πουθενά.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση, αν και ο Αντώνης Σαμαράς ξορκίζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ανησυχεί για πρόωρες εκλογές είτε το φθινόπωρο, είτε στις αρχές του 2015 με μια οικονομία καθηλωμένη κάπου στα τρέχοντα επίπεδα και χωρίς προσδοκίες για μια αξιοσημείωτη βελτίωση της κατάστασης την επόμενη διετία.
Αυτό άλλωστε άφησε να εννοηθεί πρόσφατα και ο ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιώργος Κύρτσος, σημειώνοντας πως μπορεί ο αυξημένος τουρισμός να οδηγήσει σε κάποια ανάκαμψη την οικονομία, ωστόσο το ζήτημα είναι τι θα γίνει από το φθινόπωρο και μετά. Μόνο αν έχει δημιουργηθεί τότε ένα κλίμα ισχυρής ανάκαμψης, θα υπάρξουν βουλευτές της αντιπολίτευσης που θα σκεφτούν πολύ να διακόψουν την κυβερνητική θητεία με αφορμή την ανάγκη εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας, κατέληξε ο κ. Κύρτσος.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως σημαντικό μέρος του χρόνου του, ο πρωθυπουργός της χώρας κ. Αντώνης Σαμαράς το αφιερώνει σε συναντήσεις που έχουν ως στόχο την προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων στη χώρα, ενώ παράλληλα έχουν δοθεί οδηγίες για την όσο ταχύτερη διευθέτηση εκκρεμοτήτων που υπάρχουν, προκειμένου να τρέξουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, περισσότερα projects.
Η κυβέρνηση βέβαια επικαλείται τα αυξημένα κονδύλια του ΕΣΠΑ και κάποια άλλα σχεδιαζόμενα επενδυτικά σχέδια (π.χ. αγωγός TAP, Ελληνικό) για να πείσει ότι περιμένουν καλύτερες μέρες την ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, το μέγεθος μάλιστα της κυβερνητικής αγωνίας προδίδεται συχνά από το γεγονός ότι εξαγγέλλονται και προβάλλονται μελλοντικές επενδύσεις που έχουν σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας ως προς το αν και πότε θα μπορέσουν τελικά να υλοποιηθούν.
Αγωνιούν επιχειρήσεις-φορείς
Εξ' ίσου προβληματισμένες όμως είναι και οι επιχειρήσεις, οι οποίες γνωρίζουν πως μια μέση ετήσια τόνωση της ζήτησης κατά 0,5% ή και κατά 2% μέσα στην επόμενη τριετία, δεν... φτάνει ούτε για ζήτω!
«Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τα ποσοστά», υποστηρίζει πρόεδρος εισηγμένης εταιρείας, συμπληρώνοντας: «Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα το +4% και το +5% που είχαμε επί του υψηλού ΑΕΠ το 2006 και το 2007, από το +0,5% ή ακόμη και από το +1,5% σε ένα τρέχον ΑΕΠ που σέρνεται μόλις γύρω στα 180 δις ευρώ. Οι τρύπες των επιχειρήσεων είναι μεγάλες, οι ανάγκες τους πολλές και γενικότερα αν δεν δούμε πραγματικά ισχυρή άνοδο ΑΕΠ μέσα στην επόμενη διετία-τριετία, η κατάσταση δεν θα μπορέσει να μπαλωθεί».
Προς την ίδια κατεύθυνση είναι και η θέση του προέδρου του ΣΜΕΧΑ κ. Αλέξανδρου Μωραϊτάκη: «Αν δεν γίνει μια ρύθμιση του δημόσιου χρέους, δεν πάμε πουθενά. Μέσα από μια σοβαρή συμφωνία που θα περιλαμβάνει μετακύλιση χρέους και χαμηλά επιτόκια, θα πρέπει να καταφέρουμε να μειώσουμε τις ετήσιες τοκοχρεολυτικές δόσεις από τα δέκα δισ. ευρώ στα τέσσερα δισ. και το υπόλοιπο ποσό να διατεθεί για μείωση των φόρων και για ανάπτυξη».
Ένα ακόμη περιστατικό που δείχνει την αγωνία των επιχειρήσεων και των οικονομικών φορέων για το πόσο γρήγορα θα φύγει η Ελλάδα από τέλμα της στασιμότητας, είναι το μπαράζ των προτάσεων για την επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων, με αφορμή την ανάληψη της ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών από τον κ. Γκίκα Χαρδούβελη.
Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε τις δέκα προτάσεις που υπέβαλε ο ΣΕΛΠΕ προκειμένου να χτυπηθούν η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή και παράλληλα να τονωθεί η επιχειρηματικότητα, με τον πρόεδρο του Συνδέσμου κ. Αντώνη Μακρή να σημειώνει πως «δεν μπορούν οι 3,5 περίπου εκατ. εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να σηκώνουν το βάρος για περίπου 12,5 εκατ. άτομα που ζουν στη χώρα» (πληθυσμός χώρας συν τους οικονομικούς μετανάστες) και πως το πρόβλημα καθίσταται ακόμη πιο οξύ, όταν πολλοί από τους ιδιώτες εργαζόμενους δεν πληρώνουν τους φόρους τους. «Πρέπει να φορολογηθούν περισσότεροι από λιγότερο» κατέληξε.
Για τις -κάτω από προϋποθέσεις- μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναφέρεται και η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «το παζλ των χαμένων εξαγωγών», οι οποίες, σύμφωνα με την έκθεση, θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 16 δισ. ευρώ!
Τρόπους για αύξηση των εσόδων του δημοσίου κατά 1,76 δισ. ευρώ χωρίς την επιβολή νέων φόρων, πρότεινε η έκθεση της Νομισματικής Πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος.
Γενικότερα, έχει αρχίσει μια μεγάλη συζήτηση για την επανεξέταση ορισμένων φορολογιών που επιβλήθηκαν κατά την τελευταία τετραετία και είναι αμφίβολο αν τελικά απέδωσαν έστω και το παραμικρό, πέρα από τις ζημίες και τις παρενέργειες που προξένησαν.
Η αρχή έγινε πέρυσι με την μείωση του ΦΠΑ στη εστίαση, εξέλιξη που όχι μόνο τόνωσε την αγορά, αλλά επιπλέον συνέβαλε και στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Κάτω από αυτό το πρίσμα, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος έχουν μπει τόσο η φορολογία των καυσίμων, όσο και οι παράλογα υψηλές αντικειμενικές αξίες στα ακίνητα. Ενδεικτικό στοιχείο είναι πως το σύνολο της ύφεσης (και κάτι παραπάνω, όπως επισημαίνει το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank) στην ελληνική οικονομία κατά το πρώτο φετινό τρίμηνο (-0,9%) οφείλεται στην υποχώρηση των επενδύσεων σε κατοικίες κατά 42,3%!
Τέλος, δεν λείπουν και οι παρεμβάσεις επιχειρηματιών και στελεχών επιχειρήσεων, οι οποίοι επαναλαμβάνουν τρόπους που θα μπορούσαν να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, χωρίς φόρους και χωρίς μειώσεις μισθών.
Για παράδειγμα, ο διευθύνων σύμβουλος της ΑΓΕΤ Ηρακλής κ. Pierre Deleplanque μπορεί μεν να προβλέπει κάποια περιορισμένη ανάκαμψη της ζήτησης τσιμέντου σε σχέση με πέρυσι, ωστόσο δεν παραλείπει να επισημάνει (ανάλογες σκέψεις υπάρχουν και στην ΤΙΤΑΝ, την άλλη μεγάλη τσιμεντοβιομηχανία της χώρας), ότι η παραγωγικότητα και οι εξαγωγές θα μπορούσαν να αυξηθούν αν το κόστος ενέργειας στον κλάδο ήταν χαμηλότερο, τονίζοντας πως μόνο το 1%-3% των καυσίμων προέρχεται στην Ελλάδα από εναλλακτικά καύσιμα, ενώ στην Ευρώπη το συγκεκριμένο ποσοστό είναι κατά αρκετές φορές πολλαπλάσιο.
Άλλο παράδειγμα είναι αυτό του γνωστού επιχειρηματία κ. Πάνος Ζερίτη, ο οποίος καταγγέλλει για μια ακόμη φορά ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο λειτουργεί υπέρ των εισαγωγέων και σε βάρος των εγχώριων βιομηχανιών και των Ελλήνων αγροτών, εξ' αιτίας του ότι οι τελευταίοι χρηματοδοτούν το ΦΠΑ, σε αντίθεση με τους εισαγωγείς που με αυτό τον τρόπο αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα.