Στην κατάσταση που θα διαμορφωθεί μετά τις νέες εξαγγελίες της ΕΚΤ αναμένουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, μήπως και δουν κάποια ουσιαστική μείωση στα επιτόκια χορηγήσεων με τα οποία επιβαρύνονται από τις τράπεζες.
Επί του παρόντος πάντως, η πλειονότητα των επιχειρηματιών αξιολογεί μεν θετικά, αλλά κρατάει... μικρό καλάθι, εκτιμώντας ότι οι όποιες μειώσεις επιτοκίων θα είναι οριακές και πως τα όποια νέα δάνεια δοθούν, θα είναι περιορισμένα και θα αφήνουν έξω την πλειονότητα των εταιρειών.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι μέχρι σήμερα, οι τράπεζες συνεχίζουν να ρουφάνε ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, μειώνοντας παράλληλα τα ανοίγματά τους προς το σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μόνο κατά το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά μειώθηκαν κατά 1,5 δισ. ευρώ, ενώ τον Ιούλιο οι χορηγήσεις των τραπεζών ήταν κατά 3,7% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες του Ιουλίου του 2013. Και αυτό, παρά την φετινή κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών από ιδιώτες μετόχους κατά 8,3 δισ. ευρώ και παρά την αύξηση των καταθέσεων κατά 2,2 δισ. ευρώ μέσα στο πρώτο φετινό επτάμηνο...
Παράγοντες της αγοράς βέβαια, υποστηρίζουν πως οι τράπεζες δεν έκλεισαν τελείως την κάνουλα των χορηγήσεων, αλλά η μείωση της έκθεσής τους προς τις επιχειρήσεις οφείλεται στο ότι αρκετοί μεγάλοι όμιλοι επέλεξαν να δανειστούν από τις διεθνείς αγορές ομολόγων με επιτόκια χορηγήσεων αρκετά χαμηλότερα από τα προϋπάρχοντα.
Στην πράξη δηλαδή, οι συγκεκριμένοι όμιλοι δανείστηκαν με χαμηλότερο επιτόκιο από το εξωτερικό (ή εν μέρει και από κεφάλαια Ελλήνων που είχαν φύγει στο εξωτερικό) προκειμένου -σε σημαντικό βαθμό- να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις ελληνικές τράπεζες.
Η όλη αυτή διαδικασία μάλιστα μπορεί να ωφέλησε τις τράπεζες σε όρους ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας (ιδίως ενόψει υλοποιούμενων stress tests) ωστόσο μείωσε τη έκθεση των τραπεζών προς τους πλέον αξιόπιστους πελάτες τους, υποβαθμίζοντας τη μέση ποιότητα των δανειακών τους χαρτοφυλακίων.
Σύμφωνα μάλιστα με ισχυρό Έλληνα επιχειρηματία, το κόστος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αυτό που εξηγεί τα πολύ υψηλά επιτόκια χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών. Αναφέρει λοιπόν ο γνωστός επιχειρηματίας:
«Το μέσο κόστος χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες είναι περίπου 1,7% και το λειτουργικό τους κόστος γύρω στο 2%. Έλα όμως που σ' αυτά θα πρέπει να προστεθεί και ένα καπέλο 2,5% ως το κόστος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το άθροισμα λοιπόν φτάνει στο 6,2% και έτσι εξηγείται το γιατί οι τράπεζες δεν μπορούν να ρίξουν το μέσο επιτόκιο σημαντικά παρακάτω. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις επιβαρύνονται με τέτοια ή και υψηλότερα επιτόκια οι υγιείς επιχειρήσεις, όταν σε ορισμένες προβληματικές εταιρείες το κόστος επιβάρυνσης συχνά είναι πολύ χαμηλότερο, μήπως και αυτές διασωθούν. Πρόκειται περί στρέβλωσης».
Οι επιδράσεις των αποφάσεων Ντράγκι
Αν όμως αυτή είναι η μέχρι σήμερα επικρατούσα κατάσταση, το ζητούμενο είναι το πώς θα επηρεαστούν τα επιτόκια χορηγήσεων, στο νέο περιβάλλον που φαίνεται να διαμορφώνεται μετά και τις τελευταίες εξαγγελίες του διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι.
Το σίγουρο είναι πως θα μειωθούν οριακά τα επιτόκια στα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά που είναι συνδεδεμένα με το Euribor, όπως επίσης το ότι θα προκύψει και μια νέα πίεση στα επιτόκια καταθέσεων και κυρίως στα προθεσμιακά (τα ελληνικά είναι τα υψηλότερα της Ευρωζώνης). Όλα αυτά όμως, δεν αρκούν από μόνα τους για μια ουσιαστική αποκλιμάκωση επιτοκίων στα επιχειρηματικά δάνεια.
Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχουν τρία σημαντικά ζητούμενα.
Το πρώτο είναι το πόση ρευστότητα θα μπορέσουν να αντλήσουν οι ελληνικές τράπεζες τελικά μέσα από την υποθήκευση στοιχείων του ενεργητικού τους (αναμένονται διευκρινίσεις από την εποπτική αρχή, προκειμένου να γίνουν κάποιες πρώτες εκτιμήσεις).
Το δεύτερο -και μάλλον σημαντικότερο- είναι το πόσο θα επηρεάσουν οι αποφάσεις Ντράγκι την Ελλάδα στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Σύμφωνα με γνωστό χρηματιστηριακό παράγοντα, «οι κινήσεις της ΕΚΤ θα πρέπει λογικά να περιορίσουν περαιτέρω την αβεβαιότητα γύρω από τον Ευρωπαϊκό Νότο, αλλά και την ευρωπαϊκή οικονομία, γενικότερα. Μια μείωση αυτού του φόβου, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση των stress tests των τραπεζών -και την κάλυψη των όποιων περιορισμένων κεφαλαιακών αναγκών προκύψουν από αυτά- θα ενισχύσουν την προσπάθεια των ελληνικών τραπεζών να φέρουν πίσω στο γκισέ αρκετούς από εκείνους που έβγαλαν τα λεφτά τους στο εξωτερικό κατά τα τελευταία χρόνια. Αν τώρα η Ελλάδα καταφέρει να ξεπεράσει το πολιτικό ρίσκο και να προχωρήσει σε μια ευνοϊκή αναχρηματοδότηση του χρέους της κάπου στα τέλη του 2014, ή στις αρχές του 2015, τότε τα πράγματα θα γινόταν ακόμη καλύτερα για τις ελληνικές τράπεζες, στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν καταθέσεις».
Σε παρόμοιο κλίμα και η εκτίμηση της Alpha Bank, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στο πρόσφατο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων: «Εκτιμάται ότι οι καταθέσεις που επέστρεψαν στο τραπεζικό σύστημα προέρχονται κυρίως από την επιστροφή αποθησαυρισμένων τραπεζογραμματίων και λιγότερο από καταθέσεις που επαναπατρίστηκαν από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού. Η επιτάχυνση της ανόδου των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα εξαρτηθεί και από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ελέγχων στοιχείων ενεργητικού και προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, καθώς και τη σταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος μετά την ολοκλήρωση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας».
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός μίλησε από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης για «κίνητρα προσέλκυσης καταθέσεων» με τον υπουργό Οικονομικών να αναφέρεται σε πιθανούς τομείς δράσης, όπως ο επαναπατρισμός κεφαλαίων που έφυγαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο επαναπατρισμός κεφαλαίου κίνησης επιχειρήσεων και η προσέλκυση καταθέσεων από ελληνόκτητες εταιρείες ποντοπόρου ναυτιλίας.
Εταιρικά ομόλογα-κόκκινα δάνεια
Αν όμως η ρευστότητα μέσω ΕΚΤ και ο επαναπατρισμός καταθέσεων από το εξωτερικό αποτελούν δύο όπλα για τη μεσοπρόθεσμη τόνωση της ρευστότητας στην Ελλάδα, σημαντική επίδραση στο όλο ζήτημα μπορεί να προέλθει μέσα στους επόμενους μήνες από την ενεργοποίηση της αγοράς των εταιρικών ομολόγων -τόσο σε αυτόνομη βάση από τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, όσο και από τη νέα αγορά που δημιούργησε το ΧΑ για μικρότερες επιχειρήσεις- καθώς και οι τελικές ρυθμίσεις για τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια.
Κάτω από προϋποθέσεις, σημαντικού ύψους κεφάλαια θα μπορούσαν να αντληθούν από τι εξωτερικό, είτε μέσα από εκδόσεις ομολογιακών επιχειρηματικών δανείων, είτε μέσα από επενδύσεις ξένων funds σε εταιρείες που θα έχουν ρυθμίσει με τις τράπεζες τα «κόκκινα» δάνειά τους. Για όλα αυτά όμως, θα απαιτηθούν –στην καλύτερη περίπτωση- κάποιοι μήνες, οπότε μια πρώτη γεύση για την πορεία των επιτοκίων και της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία θα έχουμε από το επόμενο έτος.