Έξι γρήγορες κινήσεις προκειμένου να αρχίσει να σταθεροποιείται η οικονομία σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, προτείνουν γνωστοί παράγοντες της εγχώριας αγοράς.
Και αυτό γιατί μπορεί μεν οι επιπτώσεις από την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων να είναι μεγάλες, ωστόσο -κάτω από προϋποθέσεις- οι απώλειες θα μπορούσαν να περιοριστούν σε ανεκτά και διαχειρίσιμα επίπεδα.
Τόσο οι λίγες εταιρείες που έχουν ήδη δημοσιεύσει αποτελέσματα πρώτου εξαμήνου, όσο και άλλες εισηγμένες με τις οποίες επικοινωνήσαμε, διαβεβαιώνουν πως ο Ιούλιος είναι ένας εντελώς διαφορετικός μήνας σε σχέση με τους προηγούμενους έξι και πως αναμφίβολα η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων θα επηρεάσει την πορεία και των επόμενων μηνών. Απλά, κάθε μία από αυτές επισημαίνει κινήσεις που έκανε και τρόπους που διαθέτει προκειμένου να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις.
Κάτι παραπάνω λοιπόν από ένα μήνα μετά την επιβολή των capital controls, οι εισαγωγές συνεχίζουν να γίνονται με πολύ μεγάλα εμπόδια, το ζήτημα των επιταγών θα πάρει πολύ καιρό ακόμη μέχρι να αντιμετωπιστεί, η ύφεση παραμένει και το Χρηματιστήριο της Αθήνας διέρχεται ταραχώδη περίοδο.
Κύκλοι της αγοράς μάλιστα θεωρούν ως μεγάλη τύχη το γεγονός ότι όλη αυτή η αναστάτωση έγινε μέσα στο καλοκαίρι, με αποτέλεσμα σημαντικό μέρος των μέχρι τώρα κραδασμών να έχει απορροφηθεί λόγω των καλοκαιρινών αδειών, αλλά και εξαιτίας του ότι ο Αύγουστος είναι ένας εποχιακά νεκρός μήνας για τις περισσότερες παραγωγικές εταιρείες.
Δύο ακόμη ευνοϊκές συγκυρίες που περιόρισαν το μέγεθος των επιπτώσεων είναι οι παρακάτω:
Πρώτον, η περιορισμένη επίπτωση των εξελίξεων στον εισερχόμενο τουρισμό, με τους παράγοντες του κλάδου να εκτιμούν πως αν η Ελλάδα δεν... βάλει άλλο αυτογκόλ, τότε ο αριθμός των ξένων επισκεπτών θα υπερβεί τελικά τον αντίστοιχο περυσινό.
Δεύτερον, το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις είχαν σε μεγάλο βαθμό προετοιμαστεί για ένα ενδεχόμενο αρνητικών εξελίξεων και κεφαλαιακών ελέγχων στην οικονομία. Έτσι, τα capital controls της 28ης Ιουλίου τις βρήκαν π.χ. με αυξημένα αποθέματα, προκειμένου να μπορούν να καλύπτουν για αρκετούς μήνες τη ζήτηση της εγχώριας αγοράς.
Παρόλα αυτά, έμπειροι παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως το δεύτερο εξάμηνο του έτους είναι λίγο-πολύ χαμένο και άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι οι διεθνείς οίκοι αναμένουν πλέον για φέτος ύφεση που θα κυμανθεί στο 3%-4%, όταν το πρώτο τρίμηνο του 2015 έκλεισε με οριακή άνοδο σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.
Σύμφωνα μάλιστα με τους ίδιους κύκλους, τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε ακόμη χειρότερα, αν η κυβέρνηση δεν επιταχύνει τους ρυθμούς της και αν από τον προσεχή Σεπτέμβριο δεν αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση αρχικά και στη συνέχεια την ανάταξη της οικονομίας.
Έτσι, στον κατάλογο των κινήσεων που θα πρέπει να υλοποιηθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, εντάσσονται -μεταξύ άλλων- τα παρακάτω:
Πρώτον, υπογραφή άμεσα της συμφωνίας με το κουαρτέτο των δανειστών, παρά τις αναμφίβολες δυσκολίες που υπάρχουν.
Δεύτερον, όσο το δυνατόν ταχύτερη αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας της χρηματιστηριακής αγοράς, ακόμη και αν αυτή συνοδεύεται από κάποια προβλήματα που θα πρέπει να ελαχιστοποιηθούν.
Τρίτον, η λήψη προκαταβολής από τον μηχανισμό του ESM της τάξεως των 10 δισ. ευρώ, έναντι της επικείμενης επανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος έως το τέλος του 2015. Συγκεκριμένα, η πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών κ. Λούκα Κατσέλη έχει υποβάλει το σχετικό αίτημα, με στόχο όχι μόνο την τόνωση της ρευστότητας, αλλά και την ταχύτερη επανάκτηση μέρους των καταθέσεων που βρίσκονται σήμερα σε θυρίδες, στρώματα και λοιπές κρυψώνες. Η ικανοποίηση του συγκεκριμένου αιτήματος θεωρείται πάντως σχεδόν αδύνατη, μετά και τις συζητήσεις με τους θεσμούς.
Τέταρτον, η ταχεία επαναδιαπραγμάτευση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με στόχο τουλάχιστον την εξάμηνη παράταση του προγράμματος ΕΣΠΑ, το οποίο λήγει το προσεχές φθινόπωρο. Χωρίς τη λήψη της συγκεκριμένης παράτασης, η Ελλάδα όχι μόνο κινδυνεύει να απολέσει αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ που της διατίθενται δωρεάν, αλλά επιπλέον θα βρεθούν απλήρωτες εγχώριες επιχειρήσεις που δεν θα μπορούν να πληρωθούν για έργα τα οποία θα έχουν εκτελέσει.
Πέμπτον, η άντληση της πρώτης δανειακής δόσης, το μέγεθος της οποίας όχι μόνο θα πρέπει να καλύπτει τις άμεσες τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις της χώρας, αλλά και να αφήνει σημαντικά περιθώρια επαναχρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Η αλήθεια είναι πως εδώ και τουλάχιστον οκτώ μήνες το ελληνικό δημόσιο «ρουφάει» συνεχώς ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, πράγμα που έκαναν και οι τράπεζες μέσα από την αρνητική πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα που παρατηρήθηκε.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν: α) να εκτιναχθούν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου προς τους προμηθευτές του, β) να περικοπούν οι δημόσιες επενδύσεις και η χρηματοδότηση Κοινοτικών προγραμμάτων, γ) να αυξηθούν τα ποσά που οφείλονται σε επιχειρήσεις από επιστροφές ΦΠΑ και από επιχορηγήσεις. Είναι προφανές ότι όλα αυτά προκάλεσαν ύφεση στην οικονομία και ανάγκασαν πολλές επιχειρήσεις να αθετήσουν (με τη σειρά τους) ανειλημμένες υποχρεώσεις τους προς πιστώτριες τράπεζες, εργαζόμενους και προμηθευτές. Όσο γρηγορότερα «πέσουν» χρήματα στην πραγματική οικονομία, τόσο πιο σύντομα θα αρχίσει να σταθεροποιείται η όλη κατάσταση.
Και έκτον, η ταχεία αποκατάσταση της διαδικασίας των εισαγωγών. Όσο και αν το ανώτατο ποσό εισαγωγής αυξήθηκε, όσο και αν μέρος των εγκρίσεων δόθηκε πλέον στον τραπεζικό τομέα, η ουσία είναι πως απέχουμε σημαντικά από το να πούμε πως η κατάσταση βρίσκεται κοντά στην ομαλοποίησή της. Η άμβλυνση του προβλήματος βέβαια δεν συνδέεται μόνο με το γραφειοκρατικό της κομμάτι, αλλά και εκροή καταθέσεων στο εξωτερικό που θα απαιτήσει η ολοκλήρωση των εισαγωγών που εκκρεμούν.