Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τι είδε στην Αθήνα η S&P και πού θα κριθεί η επενδυτική βαθμίδα

Τα καλά σήματα που εκπέμπονται από την οικονομία σε όρους ΑΕΠ και πρωτογενούς πλεονάσματος και το ερώτημα της κάλπης. Στις 21 Απριλίου η ετυμηγορία του Οίκου για την Ελλάδα.

Τι είδε στην Αθήνα η S&P και πού θα κριθεί η επενδυτική βαθμίδα

Την περασμένη εβδομάδα, κλιμάκιο της Standard and Poor’s επισκέφθηκε την Αθήνα και ενημερώθηκε από πρώτο χέρι, από στελέχη του οικονομικού επιτελείου και του ΟΔΔΗΧ, για τις καλύτερες του αναμενόμενου επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε όρους ΑΕΠ και δημοσιονομικού αποτελέσματος.

Τα πρώτα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν ρυθμό ανάπτυξης 5,9% πέρυσι, ενώ τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού σε συνδυασμό με την καθοδήγηση της Eurostat οδηγούν σε εκτιμήσεις ακόμα και για πρωτογενές πλεόνασμα το 2022 (μηδενισμό ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών σε δημόσιες δηλώσεις του, ενώ έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ προέβλεπε ο προϋπολογισμός). Παράλληλα, η Ελληνική Δημοκρατία έχει καταφέρει να αντλήσει ήδη 6 από τα 7 δισ. ευρώ τα οποία είχε ανακοινώσει πως θα αναζητήσει ο ΟΔΔΗΧ φέτος στις αγορές, ενώ και το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου δεν συνιστά είδηση: παρακολουθεί τις εξελίξεις στην ευρωζώνη.

Σε μια άλλη χρονική περίοδο, οι επιδόσεις αυτές θα μπορούσαν και να αιτιολογήσουν αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, με ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στις 21 Απριλίου, όταν «μιλάει» η S&P.

Η προοπτική των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, όμως, και οι πιθανές δυσκολίες στη συγκρότηση σταθερής και ισχυρής κυβέρνησης τους επόμενους μήνες συνιστούν τις παραμέτρους που κάνουν τους «ρεαλιστές» στους κόλπους και του οικονομικού επιτελείου να βλέπουν ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αφότου ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό. Κόντρα στους «ρεαλιστές», η Société Générale και η Goldman Sachs έχουν προδιαγράψει ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας με σφραγίδα S&P στις 21 Απριλίου.

Η τελευταία αναβάθμιση από τη Standard and Poor’s είχε γίνει στις 21 Απριλίου 2022, όταν ο οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο από ΒΒ σε ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές. Στις 21 Οκτωβρίου, ο οίκος άφησε αμετάβλητη την αξιολόγηση και το σύνηθες είναι πρώτα να αναβαθμίζονται οι προοπτικές και στη συνέχεια η πιστοληπτική αξιολόγηση. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η απόσταση που χωρίζει την ελληνική οικονομία από την επενδυτική βαθμίδα απέχει δύο κινήσεις. Χωρίς να λείπουν στο παρελθόν και οι «διπλές αναβαθμίσεις».

Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα, η Ελλάδα βρίσκεται πάρα πάρα πολύ κοντά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, προοπτική την οποία έχει τιμολογήσει ήδη η αγορά ομολόγων. «Οι αγορές το έχουν τιμολογήσει ήδη στις τιμές των ομολόγων, δηλαδή στα επιτόκια των ομολόγων», δήλωσε ο διοικητής (στο Πρώτο Πρόγραμμα), συμπληρώνοντας πως «αυτό δεν σημαίνει ότι αν την πάρουμε, δεν θα έχουμε πρόσθετα οφέλη. Θα διευρυνθεί πάρα πολύ η επενδυτική βάση. Δηλαδή διάφορα ταμεία, funds τα οποία σήμερα στο καταστατικό τους έχουν ως περιορισμό να μην επενδύουν σε χώρες που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα, θα επενδύσουν στη χώρα. Έτσι και η Ελλάδα πάρει επενδυτική βαθμίδα, αυτός ο περιορισμός θα αρθεί, άρα θα έχουμε μια νέα εισροή κεφαλαίων για επενδύσεις, για δάνεια. Άρα το όφελος θα είναι πολύ μεγάλο».

Για να φτάσουμε στην επενδυτική βαθμίδα, σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα, «χρειάζεται ένα πάρα πολύ μικρό βήμα. Χρειάζεται οι προγραμματικές δηλώσεις της επόμενης κυβέρνησης, αυτής που θα εκλεγεί, να είναι τέτοιες που θα ωθήσουν τους αξιολογητές, τους οίκους αξιολόγησης, να δώσουν αυτή την παραπάνω επενδυτική βαθμίδα».

Η συζήτηση, λοιπόν, επιστρέφει και πάλι στις εκλογές, φέρνοντας στο προσκήνιο το ημερολόγιο των επόμενων αξιολογήσεων:

  • στις 9 Ιουνίου από τη Fitch
  • στις 8 Σεπτεμβρίου από την DBRS
  • στις 15 Σεπτεμβρίου από τη Moody’s (τρία σκαλοπάτια χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα)
  • στις 20 Οκτωβρίου και πάλι από την S&P και
  • την 1η Δεκεμβρίου από τη Fitch.

H Ελλάδα αποτελεί την τελευταία χώρα που πέρασε από τη βάσανο των μνημονίων και δεν έχει καταφέρει ακόμα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Όπως υπενθυμίζει το ΙΟΒΕ, «έχουν παρέλθει 18 τρίμηνα μετά τη λήξη του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής, ενώ η Κύπρος και η Πορτογαλία ανέκτησαν την επενδυτική βαθμίδα από έναν τουλάχιστον διεθνή οίκο 11 και 13 τρίμηνα μετά τη λήξη των αντίστοιχων προγραμμάτων τους».

Το ΙΟΒΕ σημειώνει πως «δεδομένης της προόδου στα θεμελιώδη μεγέθη, στον βαθμό στον οποίο επιτευχθεί σχηματισμός νέας κυβέρνησης σε εύλογα σύντομο χρονικό διάστημα, προκειμένου να εφαρμοστεί οικονομική πολιτική με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα στόχων και μεταρρυθμίσεων, η προσδοκία των αγορών είναι ότι η επενδυτική βαθμίδα δύναται να αποκτηθεί εντός του 2023».

Το Ιδρυμα θυμίζει ότι με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας (χάθηκε το 2010), τα ελληνικά ομόλογα:

  • καθίστανται επιλέξιμα χρεόγραφα για επενδύσεις από μεγάλους διεθνείς, θεσμικούς και μακροχρόνιους επενδυτές, αυξάνοντας σημαντικά τη ρευστότητα στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά,
  • μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εχέγγυα έναντι διατραπεζικού δανεισμού,
  • θα είναι επιλέξιμα από την ΕΚΤ στις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, σε όρους εφάμιλλους με τα υπόλοιπα μέλη του Ευρωσυστήματος, χωρίς να χρειάζεται ειδική εξαίρεση.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι παράλληλα ένα γενικότερο σήμα για τις αγορές, που βελτιώνει τις προσδοκίες και οδηγεί στη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v