Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι πρωταγωνιστές του rebound στο Χρηματιστήριο

Ποιοι τίτλοι πρωταγωνίστησαν στο ξέσπασμα που οδήγησε το Γενικό Δείκτη υψηλότερα κατά 30%. Τα στοιχεία της αντίδρασης και η νέα εικόνα της εγχώριας αγοράς. Πώς επικοινώνησαν τη στάση τους πέντε διεθνείς επενδυτικοί οίκοι.

Οι πρωταγωνιστές του rebound στο Χρηματιστήριο

Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών από τις εκλογές στις ΗΠΑ και τα θετικά νέα για τα πρώτα εμβόλια κατά της Covid-19, η εγχώρια αγορά μετοχών σημειώνει κέρδη που είναι ιδιαίτερα υψηλά και θέτει τις βάσεις για να προσπαθήσει να αφήσει πίσω της το κακό δεκάμηνο του 2020.

Ο Οκτώβριος είχε ολοκληρωθεί με τις ελληνικές μετοχές να είναι στην κορυφή των απωλειών το 2020. Ο Γενικός Δείκτης σημείωνε πτώση 38%, η υψηλή κεφαλαιοποίηση 42% και ο τραπεζικός δείκτης 73%. Πλέον οι απώλειες έχουν λειανθεί αισθητά και οι δείκτες διαμορφώνονται στο -23%, -27%, και -53% αντίστοιχα. Τα ποσοστά δείχνουν ότι ο δρόμος που πρέπει να διανύσουν οι εγχώριοι τίτλοι είναι ακόμα μακρύς, αλλά φαίνεται ότι υπάρχει καλή… διάθεση.

Από το χαμηλό των 550 μονάδων η αγορά τρέχει ένα ανοδικό κύμα της τάξεως του 30% και οι πλέον κερδισμένοι τίτλοι, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι οι μετοχές του τραπεζικού κλάδου, ο τουρισμός και όσες είχαν ίσως υπεραποδώσει λόγω της πανδημίας.

Η Aegean Airlines κινείται με άνοδο που προσεγγίζει το 90%, από τα 2,5 ευρώ στα 4,5 ευρώ, αλλάζοντας εντελώς την εικόνα της άμεσα. Η Τράπεζα Πειραιώς, εξαιτίας και της απόφασης μετατροπής του CoCo σε μετοχές, σχεδόν 70%. Οι Eurobank, Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα ακολουθούν από κοντά, ενώ οι Viohalco, Motor Oil, Titan International, Coca Cola HBC, Ελληνικά Χρηματιστήρια και Autohellas ξεπέρασαν τον δείκτη σε αποδόσεις.

Την ίδια ώρα, αρκετές εισηγμένες του Χ.Α. έχουν δείξει υψηλό βαθμό αντοχής στο πλήγμα της πανδημίας και στον γεωπολιτικό κίνδυνο, ενώ και η οικονομία δείχνει ότι θα μπορέσει να αντεπεξέλθει και στο κακό σενάριο που εξελίσσεται. Παρότι, λοιπόν, η κατάσταση κάθε άλλο παρά καλή μπορεί να χαρακτηριστεί, οι αναλυτές επιχειρούν να ερμηνεύσουν τα νέα δεδομένα για να σχηματοποιήσουν έναν πρώτο χάρτη για το επόμενο έτος.

Τα στοιχεία της αντίδρασης

Οι ελπίδες και η προεξόφληση της αγοράς τοποθετούνται στο μακροοικονομικό περιβάλλον, την επαναφορά της κανονικότητας από την έλευση των εμβολίων και στον τουρισμό, αφού η ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο (στο 15,2%) είναι το χειρότερο ποσοστό που έχει ποτέ καταγραφεί στη χώρα, αλλά πλέον τα χειρότερα ίσως είναι πίσω μας: οι εκτιμήσεις τοποθετούν στο -12% την ύφεση του τρίτου τριμήνου και στο -9% το τέταρτο τρίμηνο, κάτι που αθροιστικά για το έτος διαμορφώνει τη επίδοση μεταξύ -9% και -10%.

Το θετικό στοιχείο που προκύπτει, τόσο από τις παρουσιάσεις των εταιρειών, όσο και από τις εκτιμήσεις των αναλυτών, είναι ότι η πλειονότητα προβλέπει πως η συνολική ύφεση στη διετία 2020-2021 δεν θα ξεπεράσει το 2%-3% και ότι η ανάκαμψη του 2021 θα είναι ισχυρή. Με την ελληνική οικονομία να έχει σημειώσει ήδη τη χειρότερη επίδοσή της, τα επόμενα τρίμηνα θα είναι καλύτερα από το δεύτερο του 2020.

Ένα στοιχείο που αρχίζει να αποκωδικοποιείται και να εισέρχεται στις εκτιμήσεις για την εγχώρια οικονομία όσον αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια και τις εισηγμένες επιχειρήσεις, είναι η ισχυρή ανάσα από το Ταμείο Ανάκαμψης, αφού η Ελλάδα αναμένεται να λάβει 32 δισ. ευρώ από τη δράση «Next Generation EU», πάνω από 17% του ΑΕΠ. Ειδική αναφορά γίνεται και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία εκτιμά ότι θα είναι καταλύτης και για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Οι αρχικές εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος κάνουν λόγο για μέση άνοδο του ΑΕΠ κατά 2% την περίοδο 2021-2026. Το πιθανό αποτέλεσμα από το Ταμείο Ανάκαμψης, καταλήγει ότι θα μπορούσε να προωθήσει το ΑΕΠ κατά περίπου 1,2% -3,6% (καθαρό) το 2021-2023 και συνολικά 11% περίπου τα επόμενα 6 χρόνια.

Η άποψη πέντε ξένων επενδυτικών οίκων

Το τελευταίο διάστημα, οι Morgan Stanley, Jefferies, Citigroup, HSBC, και JP Morgan έχουν εκφράσει απόψεις που είναι είτε από πολύ θετικές ή στη χειρότερη ουδέτερες για τις εγχώριες αξίες:

• Η αμερικανική Jefferies παραμένει άκρως θετική για τις ελληνικές μετοχές και το επενδυτικό story της χώρας και θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει ίσως το υψηλότερο περιθώριο θετικής μεταβολής σε ένα επιτυχημένο εμβόλιο και στο εκ νέου άνοιγμα στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Οι δείκτες κινδύνου της Jefferies στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει σημαντικά, ενώ η τεχνική εικόνα της αγοράς είναι ουδέτερη. Οι αναθεωρήσεις κερδών έχουν αυξηθεί και το ασφάλιστρο κινδύνου των μετοχών φαίνεται αρκετά αυξημένο σε σχέση με το ιστορικό του επίπεδο. Η αγορά μετοχών δεν είναι ακριβή και οι επενδυτές έχουν ρευστοποιήσει τις θέσεις τους τους τελευταίους 18 μήνες και η Jefferies συμπεραίνει ότι οι μετοχές διαπραγματεύονται με forward δείκτη P/E 9,9 φορές, forward P/B 0,6 φορές, forward D/Y 5,1% και forward ROE 6,3%. Ένα άλλο κομμάτι των θετικών ειδήσεων είναι ότι οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων και η απόδοση της απόδοσης σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα (Bunds) έχει μειωθεί κοντά στα χαμηλά μετά την κρίση.

• Η Morgan Stanley θέτει την Ελλάδα ανάμεσα στις πιο overweight αγορές της, αναφορικά με την ανάκαμψη της οικονομίας και του τουρισμού, μετά το εμβόλιο έναντι του κορωνοϊού. Η σύσταση overweight για τις ελληνικές μετοχές βλέπει περιθώρια ανόδου στο 27% και, σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, η βελτίωση στην εγχώρια αγορά θα έχει καύσιμο το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και την ισχυρή αντίδραση του τουρισμού. Όπως σημειώνει, η ελληνική αγορά ανήκει στην κατηγορία που προσφέρει έκθεση σε κυκλικές μετοχές και μετοχές αξίας, οι οποίες και θα επωφεληθούν περισσότερο από το re-rating που προβλέπει ότι θα σημειωθεί. Υποθέτοντας ότι ένα εμβόλιο είναι διαθέσιμο στο δεύτερο με τρίτο τρίμηνο του 2021, η χώρα θα πρέπει να δει μια έντονη ανάκαμψη της οικονομίας της σε σχήμα V.

Παράλληλα, η Morgan Stanley επισημαίνει πως στο β’ εξάμηνο του 2021, η Ελλάδα θα είναι η μεγάλη νικήτρια στην περιοχή της EEMEA από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. Αν και η εστίαση των αγορών στο Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. έχει μειωθεί, η Morgan Stanley υπενθυμίζει ότι είναι πιθανό να τροφοδοτήσει την ανάκαμψη της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς από το β’ τρίμηνο του 2021 (ακριβώς όταν ξεκινά η τουριστική σεζόν), αλλά και καθώς πλησιάζει το 2021, κάνοντας την Ελλάδα κάτι περισσότερο από ένα «σύντομο trade». Όσον αφορά τις αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών, η Ελλάδα διαπραγματεύεται κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ειδικά σε όρους μακροπρόθεσμης αποτίμησης όπως ο δείκτης τιμής προς λογιστική αξία. Παράλληλα η κερδοφορία των ελληνικών εισηγμένων θα ανακάμψει κατά 26% το 2021 και κατά 25% το 2022.

• Η αμερικανική τράπεζα Citigroup τοποθετεί σε ιδιαίτερα ελκυστικά επίπεδα τις εγχώριες αξίες σε σχέση με τις αναδυόμενες αγορές. Βάσει των εκτιμήσεων της Citigroup, οι εγχώριες μετοχές του δείκτη MSCI Greece θα σημειώσουν πτώση 14,7% στα κέρδη ανά μετοχή φέτος, αλλά θα πετύχουν ισχυρή ανάπτυξη το 2021, της τάξεως του 33,8%. Η αποτίμηση των εγχώριων μετοχών είναι αρκετά χαμηλότερη από τις μετοχές των αναδυόμενων αγορών, με 15,3 φορές τα κέρδη ανά μετοχή το 2020 και 11,5 φορές το 2021. Το ισχυρό όπλο για τις εγχώριες μετοχές είναι η προσδοκώμενη μερισματική απόδοση του δείκτη MSCI Greece και ο κυκλικά αναπροσαρμοσμένος δείκτης P/E. Με επιδόσεις 5,8% και 6,7 φορές για φέτος, ο δείκτης MSCI Greece τοποθετείται στις υψηλότερες και ελκυστικότερες θέσεις της αμερικανικής τράπεζας.

• Η HSBC διατηρεί την ουδέτερη σύστασή της για τις εγχώριες μετοχές, αφού ο πυρήνας της ελληνικής αγοράς μετοχών παραμένει ο τραπεζικός τομέας και τα ζητήματα πιστωτικής ποιότητας συνεχίζουν να βαραίνουν. Έτσι, εστιάζει σε μετοχές με ισχυρούς ισολογισμούς και εκτιμά ότι η εγχώρια αγορά κινείται υψηλότερα σε σχέση με τις άλλες αγορές. Η HSBC εξηγεί ότι αξιολογεί τις ελληνικές μετοχές «ουδέτερα» εξαιτίας του εύθραυστου τραπεζικού τομέα, όπου απαιτείται βελτίωση στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων για την απελευθέρωση της αξίας στον τομέα και αυτό με τη σειρά του εξαρτάται από την προσωρινή οικονομική ανάκαμψη που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους.

• Tέλος, βάσει των στατιστικών στοιχείων της JP Morgan, ο δείκτης MSCI Greece παραμένει μαζί με την Αυστρία ο χειρότερος σε επιδόσεις φέτος. Η πιο προβληματική απεικόνιση της εγχώριας αγοράς είναι οι δείκτες αποτίμησης. Σύμφωνα με την JP Morgan, ο δείκτης τιμής προς κέρδη (P/E) θα είναι στις 105,5 φορές για φέτος και θα μειωθεί ελάχιστα το 2021 και 2022, στις 80,1 φορές και 71,4 φορές αντίστοιχα. Ο δείκτης P/E των ευρωπαϊκών μετοχών θα κυμανθεί στις 16,8 φορές και 14,4 φορές τη διετία 2021-2022, καθιστώντας την εγχώρια αγορά την ακριβότερη στην Ευρώπη, με τεράστια διαφορά από τη δεύτερη χώρα.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v