Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το δίλημμα των αγοραστών στο Χρηματιστήριο

Ποιο είναι το «λιγότερο αρνητικό» σενάριο που μπορεί να φέρει...κέρδη. Πώς διαμορφώνεται τώρα η εικόνα στην οικονομία και στις εισηγμένες εταιρείες. Οι ελκυστικές αποτιμήσεις, το κλίμα στις αγορές και οι... αντοχές εν μέσω αβεβαιότητας.

Το δίλημμα των αγοραστών στο Χρηματιστήριο

Οι τρέχοντες χρηματιστηριακοί δείκτες στο Χ.Α. προτρέπουν αναμφίβολα για αγορές. Με τη μέση μερισματική απόδοση των μη τραπεζικών εισηγμένων να υπερβαίνει το 4% και με πολλές δεκάδες κερδοφόρες εταιρείες να διαπραγματεύονται κάτω (ή και… πολύ κάτω) από τη λογιστική τους αξία, εύκολα κάποιος διαπιστώνει πως οι τρέχουσες αποτιμήσεις δείχνουν σε πρώτη φάση πολύ ελκυστικές.

Επιπλέον, παρά τον έντονο πληθωρισμό και τις επιπτώσεις του, η ελληνική οικονομία δείχνει επί του παρόντος αξιοσημείωτα σημεία αντοχής, την ώρα που κατά τους επόμενους μήνες προσδοκά σημαντική τονωτική ένεση από το μέτωπο του εισερχόμενου τουρισμού και τις πρώτες εισροές από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, σε περίπτωση που οι παρενέργειες της τρέχουσας κρίσης στην παγκόσμια οικονομία αποδειχθούν -έστω και δύσκολα- διαχειρίσιμες και οι απώλειες σχετικά περιορισμένες, τότε οι χρηματιστηριακοί επενδυτές που θα τολμήσουν να αγοράσουν στα τρέχοντα επίπεδα τιμών, θα καταγράψουν πιθανότατα μεγάλα κέρδη.

Επί του παρόντος, ωστόσο, οι χρηματιστηριακές αγορές συνεχίζουν να υποχωρούν λόγω του -δικαιολογημένου για πολλούς, αδικαιολόγητου για άλλους- φόβου ότι είναι αρκετά πιθανό να δούμε τη διεθνή κατάσταση να επιδεινώνεται περαιτέρω και τις παρενέργειες της κρίσης να παίρνουν απρόβλεπτες διαστάσεις.

Αξιοπρόσεκτο είναι πως ούτε οι μετοχές των εταιρειών που δημοσίευσαν εξαιρετικά τριμηνιαία αποτελέσματα είδαν το γεγονός αυτό να αντανακλάται στο ταμπλό του Χ.Α., προκαλώντας συζητήσεις και προβληματισμό άλλοτε για το «βάθος» του Χ.Α. και άλλοτε για το τι -ενδεχομένως- χειρότερο ίσως θα μπορούσε να προκύψει στη διεθνή οικονομία.

Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι μέχρι τώρα αντοχές της ελληνικής οικονομίας απέναντι στο τόσο αντίξοο περιβάλλον είναι -τηρουμένων των αναλογιών- ικανοποιητικές.

Οι εξαγωγές φαίνεται πως συνέχισαν κατά το πρώτο πεντάμηνο την ανοδική τους πορεία, ακόμη και χωρίς τον συνυπολογισμό των πετρελαιοειδών, με εκτιμήσεις από κάποιους κλάδους ότι το τελευταίο δίμηνο παρατηρείται κάποια τάση χαλάρωσης της ζήτησης, η οποία ωστόσο διατηρείται σε αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα. Ωστόσο, το κύριο ζήτημα για τις ελληνικές εξαγωγικές εταιρείες εστιάζεται στο κατά πόσο είναι σε θέση να μετακυλίουν τα αυξημένα κόστη στις τιμές πώλησης των προϊόντων τους.

Από τον Μάρτιο και μετά παρατηρείται μεν κάποια τάση συγκράτησης της κατανάλωσης στο λιανικό εμπόριο, χωρίς ωστόσο αυτή να λαμβάνει ακραίες διαστάσεις (αρκετές εμπορικές εταιρείες διαμαρτύρονται περισσότερο για την έλλειψη προϊόντων λόγω των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, παρά για την απουσία των καταναλωτών από την αγορά). Μάλιστα, επικρατεί η αισιοδοξία ότι η κάμψη αυτή θα υπερακοντιστεί σε πολλές δραστηριότητες από την έντονα ανοδική τουριστική κίνηση που ξεκίνησε το Μάρτιο και αναμένεται να συνεχιστεί και κατά τους υπόλοιπους μήνες του έτους.

Ακόμα, η αγορά πληροφορικής συνεχίζει να τρέχει και φέτος με πολύ ικανοποιητικούς (διψήφιους) ρυθμούς ανάκαμψης, με οδηγό τις αυξημένες αναθέσεις κρατικών έργων.

Παράλληλα, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα εξακολουθεί να κινείται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, ενώ στον τομέα της κατασκευαστικής δραστηριότητας το πρώτο τρίμηνο ξεκίνησε εξίσου ικανοποιητικά με πέρσι, ωστόσο στη συνέχεια παρατηρήθηκαν κάποιες τάσεις επιβράδυνσης. Κύκλοι της αγοράς, θέλουν να ελπίζουν πως μετά από σχετικές κυβερνητικές παρεμβάσεις, θα διευθετηθεί το πρόβλημα για σειρά έργων που είχαν κλείσει από το παρελθόν με βάση τις περσινές τιμές των πρώτων υλών και των καυσίμων.

Με άλλα λόγια, κατά το πρώτο τρίμηνο η ελληνική οικονομία έτρεξε με ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, ιδίως αν συνυπολογιστεί ότι κατά την αντίστοιχη περσινή περίοδο η κατάσταση είχε επηρεαστεί αρνητικά λόγω των περιοριστικών μέτρων που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αντίθετα, κατά το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου έχουν ξεκινήσει να γίνονται ορατά τα πρώτα αξιοσημείωτα σημάδια επιβράδυνσης, πλην όμως μπροστά μας υπάρχουν οι προσδοκίες τόνωσης της ζήτησης λόγω της αναμενόμενης βελτιωμένης τουριστικής περιόδου.

Τα ελληνικά «μαξιλάρια»

Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη διεθνή σκηνή, η ελληνική οικονομία φαίνεται να έχει αρκετούς λόγους για να επιδείξει σχετικά καλύτερη συμπεριφορά σε σχέση με τις άλλες δυτικές χώρες:

  1. Έχει σαφώς μεγαλύτερη εξάρτηση από την τουριστική δραστηριότητα, όταν για το 2022 εκφράζεται η αισιοδοξία πως όχι μόνο αυτή θα είναι πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη περσινή, αλλά πολύ πιθανό να υπερβεί και το ιστορικό υψηλό του 2019!
  2. Συγκαταλέγεται στις χώρες που ευνοούνται σε μεγαλύτερο βαθμό από την εισροή κοινοτικών κονδυλίων, με αιχμή του δόρατος τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.
  3. Οι ελληνικές τράπεζες δεν κινδυνεύουν τόσο πολύ από την εγγραφή υψηλών νέων επισφαλειών, επειδή κατά τα τελευταία δώδεκα τουλάχιστον χρόνια οι χορηγήσεις ήταν πολύ μικρές σε μέγεθος, επικεντρωμένες κυρίως στις μεγάλες και ισχυρές επιχειρήσεις, ενώ αντίθετα τα δάνεια προς τα νοικοκυριά κινήθηκαν σε αμελητέα επίπεδα. Με άλλα λόγια, οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να κουβαλάνε το μεγάλο φορτίο των παλαιότερων επισφαλειών, ωστόσο σήμερα έχουν δείκτη χορηγήσεων προς καταθέσεις σαφώς χαμηλότερο του 100% και περιορισμένο ρίσκο στις νέες χρηματοδοτήσεις τους.
  4. Τέλος, σε ό,τι αφορά τον κλάδο της πληροφορικής και της τεχνολογίας που υποφέρει χρηματιστηριακά στο εξωτερικό, οι ελληνικές εταιρείες του κλάδου όχι μόνο διαπραγματεύονται με πολύ ελκυστικότερους δείκτες αποτίμησης, αλλά κυρίως έχουν σαφείς λόγους να ανεβάσουν τις οικονομικές τους επιδόσεις κατά τα επόμενα χρόνια.

Το «λιγότερο αρνητικό» σενάριο

Σύμφωνα με γνωστό χρηματιστηριακό παράγοντα, αυτή την περίοδο δεν υπάρχει ένα θετικό και ένα αρνητικό σενάριο για την πορεία της διεθνούς οικονομίας, αλλά ένα «λιγότερο αρνητικό» και ένα «περισσότερο αρνητικό» σενάριο. Σε περίπτωση που δούμε να επαληθεύεται το πρώτο, τότε οι μετοχικοί επενδυτές θα είναι σε θέση να μετρήσουν σημαντικότατα κέρδη.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το «λιγότερο αρνητικό» σενάριο, οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις δεν οφείλονται τόσο στην έξαρση της ζήτησης (δεν είναι πολύ υψηλότερη από το επίπεδο του 2019), αλλά στο κομμάτι της προσφοράς, πράγμα που με τη σειρά του αποδίδεται στην πολιτική «πράσινης μετάβασης» στην οικονομία, στις παρενέργειες που προκάλεσε η πανδημία στην εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά και στις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

To τελευταίο κομμάτι των επιπτώσεων θα μπορούσε ως ένα βαθμό να λειανθεί κατά τους επόμενους μήνες, είτε με τη λήξη του πολέμου είτε μέσα από έναν μερικό συμβιβασμό μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα δεν είναι απλό. Για μια σειρά από λόγους (βλέπε ανάγκη απεξάρτησης από τις ρωσικές πηγές ενέργειας, απόφαση που θα πρέπει να θεωρείται ειλημμένη), το ενεργειακό κόστος και οι τιμές των μετάλλων θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα κατά τα επόμενα χρόνια, πλην όμως ελπίζεται ότι σταδιακά (χρόνο με τον χρόνο) το πρόβλημα θα αρχίσει να αμβλύνεται και πως τα χειρότερα σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό θα τα δούμε μέσα στο 2022, οπότε από το επόμενο έτος και μετά θα αρχίσει μια πορεία αποκλιμάκωσής του.

Τι θα σημάνει ένα τέτοιο σενάριο για την παγκόσμια οικονομία; Οι ρυθμοί ανάπτυξης -αν και αποκλιμακωμένοι- θα παραμείνουν θετικοί στον δυτικό κόσμο, με τις επιπτώσεις στα οικονομικά των νοικοκυριών να μην είναι τόσο έντονες, καθώς: α) οι καταθέσεις τους είχαν αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας (εκεί οφείλεται και η αναμενόμενη πολύ καλή φετινή τουριστική περίοδος), β) ένα τμήμα της όλης επιβάρυνσης θα καλυφθεί από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι θα συνεχίσουν να είναι χαλαροί τουλάχιστον και για το 2023.

Υποστηρικτής του θετικού σεναρίου είναι και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία σημειώνει πως προς το παρόν δεν θεωρεί το ενδεχόμενο της ύφεσης ως το βασικό σενάριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η μείωση της ανεργίας, οι μεγάλες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και η προοπτική για ένα δυνατό καλοκαίρι στον τουρισμό είναι δυνάμεις που θα αντισταθμίσουν τους κραδασμούς από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Από την άλλη πλευρά, το «περισσότερο αρνητικό» σενάριο μιλά για μια ευρύτερη γεωπολιτική εμπλοκή ανεξάρτητη από τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, που δεν θα περιορίζεται μόνο στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία, αλλά και με την Κίνα. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να ανεβάσει σε ακόμη πιο υψηλές τιμές την ενέργεια και τα εμπορεύματα, να διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο τον πληθωρισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα, να υποχρεώσει τις κεντρικές τράπεζες να ανεβάσουν δραστικά τα επιτόκια και τελικά να οδηγήσει τις δυτικές οικονομίες σε ένα μίγμα που θα περιλαμβάνει στασιμοπληθωρισμό, αστάθεια, υψηλά δημοσιονομικά χρέη και σαφώς χαμηλότερα εταιρικά κέρδη.

Το πώς θα μπορούσε αυτό να επιδράσει στις οικονομίες, απαντήθηκε από υψηλόβαθμο στέλεχος εξαγωγικής ελληνικής εισηγμένης εταιρείας: «Αν συνεχιστούν για πολύ τέτοιες τιμές ενέργειας -και πόσο μάλλον αν αυξηθούν- δεν θα μπορούν να είναι διαχειρίσιμες από τις επιχειρήσεις».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v